Της Μαρίας Τσαλίκη,
Τα ιατρικά σφάλματα αποτελούσαν ανέκαθεν ένα συχνό φαινόμενο κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, τόσο σε επίπεδο ιδιωτικής όσο και σε επίπεδο δημόσιας περίθαλψης. Η έλλειψη οικονομικών πόρων, η ελλιπής έρευνα και εκπαίδευση του ιατρικού προσωπικού και πολλές φορές η αδικαιολόγητη αμέλεια των ιατρικών επιστημόνων έχουν οδηγήσει συχνά στην πρόκληση ιατρικών σφαλμάτων, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της υγείας του ασθενούς ή και πολλές φορές τον θάνατό του.
Δεν είναι λίγες οι φορές, που είτε έχουμε ζήσει είτε έχουμε πληροφορηθεί από κάποιο άτομο του περιβάλλοντός μας για κάποια ιστορία σχετιζόμενη με ιατρική απροσεξία. Τις περισσότερες φορές το σφάλμα αποκαθίσταται, δεν είναι όμως λίγες οι φορές που η έκβασή του έχει δραματικές προεκτάσεις. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ένας στους δέκα ασθενείς σε όλον τον κόσμο έχει υποστεί κάποια βλάβη σε οποιοδήποτε στάδιο της θεραπευτικής διαδικασίας (πρόγνωση, διάγνωση, θεραπεία).
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με το εξωτερικό, δεν είναι δυνατή η καταγραφή των ιατρικών σφαλμάτων που συμβαίνουν κάθε χρόνο σε όλη την επικράτεια. Μοναδική πηγή γνώσης για τα περισσότερα περιστατικά αποτελούν οι σποραδικές αυτόβουλες αναφορές των θυμάτων.Χαρακτηριστικά Ιατρικού Σφάλματος
Κατά την άσκηση της Ιατρικής, ενδέχεται ο γιατρός να παραβιάσει κάποιους κανόνες που είτε έχουν σχέση με το πώς πρέπει να ασκείται η Ιατρική (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) είτε τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής και ισχύος σε όλους τους ανθρώπους (π.χ. κοινό Ποινικό Δίκαιο). Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποια ειδική νομοθετική ρύθμιση της ιατρικής ευθύνης, αντίθετα οτιδήποτε αφορά ιατρικά σφάλματα ρυθμίζεται από ένα ατελές και αποσπασματικό πλέγμα νομικών διατάξεων.
Όταν ο γιατρός παρανομεί με δική του υπαιτιότητα, δηλαδή με δόλο (σπάνιο φαινόμενο) ή με αμέλεια γίνεται λόγος για ιατρικό σφάλμα, αφού πρόκειται για συμπεριφορά που υπολείπεται εκείνης που επιβάλλεται από το λειτούργημά του (standard) ή συγκρούεται με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Σε γενικότερο πλαίσιο σύμφωνα με την νομολογία μας, ιατρικό σφάλμα έχουμε όταν παραβιάζεται το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας του γιατρού.
Για την ευκολότερη ανεύρεση και αντιμετώπιση των εν λόγω σφαλμάτων, είναι απαραίτητη η κατηγοριοποίησή τους στις εξής κατηγορίες:
- Σφάλμα ανάληψης: όταν κάποιος μη ειδικός ανέλαβε το περιστατικό, ενώ μπορούσε να το παραπέμψει σε ειδικό και δεν ήταν επείγον.
- Σφάλμα οργανωτικό: μη ορθή οργάνωση του προσωπικού και ανάθεση σε ανεπαρκή γιατρό καθηκόντων, στα οποία ο συγκεκριμένος δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
- Σφάλμα τεχνικό: κοινό σφάλμα
- Σφάλμα εκτίμησης: εσφαλμένη στάθμιση οφέλους και επιβαρύνσεων για τον ασθενή με γνώμονα το συμφέρον του.
Σύνηθες φαινόμενο αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία το σφάλμα αφορά την λανθασμένη εκτίμηση των δεδομένων του ασθενούς (διαγνωστική αστοχία) ή την επιλογή και εφαρμογή ακατάλληλης θεραπευτικής μεθόδου (θεραπευτική αστοχία).
Νομική Αντιμετώπιση Ιατρικών Σφαλμάτων
Οι συνέπειες ενός ιατρικού σφάλματος εκτείνονται σε πολλά πεδία. Ο γιατρός αντιμετωπίζει συνήθως αστικές, ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις. Αποτέλεσμα κυρίως των ποινικών κυρώσεων είναι ο στιγματισμός του τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο.
Α. Το ιατρικό καθήκον
Ο γιατρός, πριν αναλάβει τη θεραπεία του ασθενούς τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα φέρει μόνο το γενικό καθήκον αλληλεγγύης, που έχει κάθε άνθρωπος απέναντι στον συνάνθρωπό του. Σε περίπτωση που ο ασθενής κινδυνεύει άμεσα και ο γιατρός δεν επεμβαίνει με πρόθεση, παρόλο που δεν έχει κάποιο κώλυμα, γίνεται λόγος για το γνήσιο έγκλημα παραλείψεως λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (αρ. 307 Π.Κ.), σύμφωνα με το οποίο ο ιατρός ευθύνεται μόνο για την παράλειψη ανεξάρτητα από το εάν τελικά το θύμα έζησε ή κατέληξε και τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.
Από την στιγμή που αναλάβει τον ασθενή, θεωρείται θεράπων ιατρός και έχει απέναντι του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (αρ. 15 Π.Κ.). Αυτό εν ολίγοις, σημαίνει πως αν παραλείψει να παρέχει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, ώστε να απομακρύνει το ενδεχόμενο θανάτου, ευθύνεται νομικά σε τέτοιο βαθμό βαρύτητας, σαν να προκάλεσε ο ίδιος την πράξη του θανάτου (εφόσον βέβαια υπάρχει και η απαραίτητη υπαιτιότητα που απαιτείται από το εν λόγω έγκλημα). Το ίδιο ισχύει και για τον εφημερεύοντα ιατρό. Στις περισσότερες περιπτώσεις ιατρικών σφαλμάτων, οι εν λόγω ιατροί κατηγορούνται και καταδικάζονται είτε για ανθρωποκτονία είτε για σωματική βλάβη από αμέλεια.
Η απλή επίσκεψη του ασθενούς στο ιατρείο ή η τηλεφωνική επικοινωνία δεν συνεπάγεται την ανάληψη εγγυητικού ρόλου από τον ιατρό, ώστε να θεμελιώνει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.
Κάθε ιατρός έχει υποχρέωση, όταν κληθεί να παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του σύμφωνα με το άρθρο 9 Κ.Ι.Δ. Μόνο οι λόγοι της επιστημονικής ανεπάρκειας, η αντικειμενικά αδύνατη προσφορά και η διακινδύνευση της δικής του ζωής δικαιολογούν την άρνηση προσφοράς των υπηρεσιών του. Ο τελευταίος λόγος τυγχάνει εφαρμογής μόνο στο γενικό καθήκον παράλειψης από κίνδυνο ζωής και όχι όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ή καθήκον έκθεσης.
Β. Συγκλίνουσα ιατρική δραστηριότητα
Τι συμβαίνει σε περίπτωση που για την πράξη, η οποία κατέληξε ως ιατρικό σφάλμα, συνεργάστηκαν περισσότερα από δύο πρόσωπα ; Δέουσα θεωρείται η οριοθέτηση της αμέλειας που φέρει καθένας τους. Υπάρχουν δύο τύποι κατανομής της συγκλίνουσας ευθύνης:
- Οριζόντια Κατανομή: όταν συνεργάζονται ειδικοί ιατροί (π.χ. χειρουργοί, χειρουργός με αναισθησιολόγο, χειρουργός με μαιευτήρα κλπ.).
- Κάθετη Κατανομή: όταν υφίσταται συνεργασία μεταξύ ιεραρχικά σχετιζόμενων λειτουργιών υγείας (π.χ. ειδικός ιατρός με ειδικευόμενο ή με νοσηλευτικό προσωπικό κλπ).
Σε περίπτωση συγκλίνουσας δραστηριότητας τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές της εμπιστοσύνης και της κινδυνώδους δράσης, σύμφωνα με τις οποίες καθένας δεν ευθύνεται για το ενδεχόμενο σφάλματος του άλλου, εκτός αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις και ο κίνδυνος να διαπράξει ο άλλος το σφάλμα είναι κάτι το εμφανές.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως ανάμεσα στον ειδικό ιατρό και τον ειδικευόμενο υπάρχει μια συγκλίνουσα δραστηριότητα με βάση την ιεραρχική τους σχέση. Ο ειδικευόμενος γιατρός σε περίπτωση που ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του ειδικού ιεραρχικώς ανωτέρου ιατρού δεν φέρει καμία ευθύνη. Ευθύνεται μόνο για τη μη καταβολή προσοχής ως όφειλε και για το εάν ενήργησε παρά τις υποδείξεις του ιατρού. Στην τελευταία περίπτωση, κάτι τέτοιο είναι δυνατό εφόσον ο ειδικός γιατρός παραβιάζει εμφανώς τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Διεξοδικότερη ανάλυση περί σφαλμάτων τόσο σε διαγνωστικό όσο και σε θεραπευτικό πεδίο θα γίνει σε προσεχές άρθρο.
Πηγές
- «Ιατρικό Δίκαιο, Στοιχεία Βιοηθικής», Δημήτριος Ψαρούλης, Πολυχρόνης Βούλτσος.
- Νέος Ποινικός Κώδικας
- Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας
- http://www.mednet.gr/archives/2015-3/pdf/354.pdf