Της Κωνσταντίνας – Μαρίνας Χριστοφή,
Η γλώσσα έχει έξι γράμματα, αλλά αποτυπώνεται σε πολλά αλφάβητα, είναι τμήμα του σώματος αλλά και του πολιτισμού, είναι τμήμα μιας εθνικής και πανανθρώπινης κληρονομιάς. Ωστόσο, η γλώσσα που θα εξουσιάσει το παρόν άρθρο είναι εκείνη που σκιαγραφεί την κουλτούρα, αποτυπώνει τα ήθη, αναπτερώνει την «ένωση» και κάνει το μέλλον να έρθει πιο κοντά στο παρόν.
Ενδεχομένως η εισαγωγή να ήταν αρκετά ρευστή… η αλήθεια όμως είναι ότι κάθε ομιλητής είναι ένας φορέας μιας κληρονομιάς, μιας δυναστείας γεύσεων, παθών, ιχνηλασίας στα στενά κάθε τόπου, κάθε χώρας και κάθε Ηπείρου. Όταν ένας άνθρωπος μιλάει χρησιμοποιώντας τη μητρική του γλώσσα, δύναται να αναπαράγει τις σκέψεις του, να εξωτερικεύσει τις επιθυμίες του, τις αναμνήσεις του και γενικότερα όλη την εγκεφαλική και μη παλέτα του. Το ομορφότερο πράγμα όμως, είναι όταν κανείς επιλέγει να κάνει όλα τα προαναφερθέντα σε μία ξένη γλώσσα.
Περνάμε χρόνια σε ένα μουτζουρωμένο θρανίο προκειμένου να κατανοήσουμε τη διαφορά του «πολύ» από το «πολλή» ή το «καλό» από το «καλώ»… όμως η εμπειρία ξεκινάει όταν ανάμεσα σε αυτές τις γνώσεις που λειτουργούν σχεδόν μαθηματικά στη συνείδησή μας, προστίθενται νέοι αλγόριθμοι… όταν δηλαδή, επιλέγουμε να μάθουμε και άλλες γλώσσες πέραν αυτής που, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, είναι μια αυτοματοποιημένη, σχεδόν αντανακλαστική διαδικασία που ξεκινά από τη γέννησή μας προκειμένου να επιτευχθεί η επικοινωνία και διάδραση με τον περίγυρό μας.
Η πραγματική μαγεία ξεκινάει όταν η έννοια της «γλώσσας» παύει να έχει την έννοια της υποχρέωσης. Η πραγματική μαγεία ξεκινάει όταν αντιληφθεί κανείς την ομορφιά της κάθε νέας ιδεολογικής σφαίρας που εισάγεται στις εγκεφαλικές μας συνάψεις μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα. Η πραγματική μαγεία επίσης, ξεκινάει όταν ως νεαροί ή και έμπειροι επιστήμονες μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στη διεθνή βιβλιογραφία χωρίς κανέναν ενδοιασμό, να ταξιδέψουμε χωρίς την επισκίαση του απλού τουρίστα, να αποτυπώνουμε και να μεταλαμπαδεύουμε τη δική μας ιδεολογική σφαίρα, χρησιμοποιώντας ήχους και λέξεις διαφορετικούς από αυτήν.
Ίσως η ιδέα νέων γλωσσικών κανόνων ή οι ατελείωτες ώρες ανάγνωσης ξένων εγχειρίδιων να μη φαντάζουν δελεαστικά, όμως όλες αυτές οι προπαρασκευαστικές προκλήσεις αποτελούν το εισιτήριο προς την κατανόηση και της δικής μας ταυτότητας μέσω της σύγκρισης, της σύνθεσης και της αντιπαράθεσης. Οι τρεις διαδικασίες δεν αφορούν, φυσικά, γραμματικά ή τεχνικά χαρακτηριστικά μιας γλώσσας παρά όλα τα στοιχεία που συνιστούν τέχνη, αξία και παράδοση, στοιχεία αδιάσπαστα από κάθε δίαυλο επικοινωνίας.
Δε θα ήθελα να αναφερθώ σε «οικονομικά» ή «κερδοσκοπικά» κίνητρα, όμως η αλήθεια είναι ότι μεγάλο τμήμα της βιομηχανικής ανάπτυξης και της εργατικής ανάκαμψης στηρίζονται στη γλωσσομάθεια. Η επαρκής γνώση ξένων γλωσσών δεν συμβάλει μόνο στην δημιουργία ενός «ισχυρού» βιογραφικού αλλά στη στελέχωση μιας πολύπλευρης προσωπικότητας, με όραμα και διόραση που καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε εθνικές και υπερεθνικές πλατφόρμες.
Η γλωσσομάθεια φυσικά, δεν είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που αποδίδει στον μέσο πολίτη την ικανότητα του υπερανθρώπου. Αυτό που μπορεί όμως να επιτύχει η εκμάθηση ξένων γλωσσών, είναι η ανάπτυξη σεβασμού για τους άλλους πολιτισμούς και η απόκτηση περαιτέρω σεβασμού προς τον δικό μας πολιτισμό. Η γλωσσομάθεια ανοίγει διάπλατα τα «πορτοπαράθυρα» του μυαλού υποδεικνύοντας την ομορφιά των λέξεων και των ήχων. Η γλωσσομάθεια, τέλος, δεν συνίσταται στη συγκέντρωση πτυχίων αλλά στην υπενθύμιση ότι όλοι μας αποτελούμε υποσύνολο κάτι μεγαλύτερου, εντυπωσιακότερου και οικουμενικότερου. Η γλωσσομάθεια είναι η γλώσσα του μέλλοντος, διότι χαρίζει στη μονάδα την δύναμη να ελίσσεται, να προσαρμόζεται και να επικοινωνεί, χωρίς απλά να μιλάει.
Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο τομέας που την ενδιαφέρει αρκετά όσον αφορά στη νομική, είναι εκείνος του ναυτικού δικαίου, ωστόσο την αγγίζουν έντονα και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Σε ένα έξω-νομικό πλαίσιο, λατρεύει ιδιαίτερα τη συγγραφή, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Τέλος, προσπαθεί να δραστηριοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο εθελοντικά καθώς υποστηρίζει έντονα τις αρχές της φιλανθρωπίας και ανιδιοτέλειας.