Του Ανδρέα-Άγγελου Σκόνδρα,
Στην Ντόχα του Κατάρ υπογράφτηκε η συμφωνία μεταξύ των αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν σχετικά με την αποχώρηση των αμερικανικών και Νατοϊκών στρατευμάτων από την ευρύτερη περιοχή του Αφγανιστάν. Μια συμφωνία ιστορικής σημασίας, η οποία έρχεται να τερματίσει τον φαύλο κύκλο των πολεμικών συγκρούσεων που μαίνονται στην περιοχή του Αφγανιστάν από το 2001 με τις στρατιωτικές αποστολές «Επιχείρηση Διαρκής Ελευθερίας» (2001-2014) και «Επιχείρηση φρουρός της Ελευθερίας» (2015-έως σήμερα). Παρατηρείται, ότι με αυτή την συμφωνία η κυβέρνηση Trump απεμπολεί την πάγια θέση της Αμερικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας σύμφωνα με την οποία: «Δεν διαπραγματευόμαστε με τρομοκράτες και με όσους στηρίζουν αυτούς». Να όμως που σε αυτό το αμερικανικό δόγμα μόλις πραγματοποιήθηκε η εξαίρεση του κανόνα, η οποία για να γίνει χρειάστηκε 18 χρόνια συγκρούσεων και βιαιοτήτων με ομάδες που χαρακτηρίζονταν υποστηρικτές της Αλ-Κάιντα.
Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν έχοντας ένα διττό στόχο: αφενός να αντιμετωπίσουν την τρομοκρατική οργάνωση Αλ-Κάιντα και αφετέρου να εκδιώξουν τους Ταλιμπάν που ήταν φιλικά προσκείμενοι στην οργάνωση. Την περίοδο εκείνη οι ΗΠΑ εμφανίζονταν ως προασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διατηρητές της ειρήνης και της ασφάλειας. Ύστερα λοιπόν από 18 έτη ζοφερού και δαπανηρού πολέμου ο Trump προσπαθεί να υλοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον αμερικανικό λαό, σχετικά με την σταδιακή επιστροφή περίπου 13.000 στρατιωτών από το Αφγανιστάν, αποσπώντας με αυτόν τον τρόπο την λαϊκή συγκατάνευση.
Ωστόσο, η συμφωνία αυτή με μία πιο ρεαλιστική προσέγγιση ενέχει ορισμένους κινδύνους οι οποίοι μπορεί να αποδειχτούν επιζήμιοι για τις δύο χώρες. Παρόλες τις θετικές δηλώσεις και τις αμοιβαίες δεσμεύσεις των δύο αντιμαχόμενων πλευρών για την τήρηση των συμφωνηθέντων, οι αναλυτές κάνουν λόγο για μία βεβιασμένη συμφωνία με αμφίβολο μέλλον. Πράγματι, την επομένη της υπογραφής της συμφωνίας εκφράστηκαν οι ανησυχίες για την δημιουργία ενός ισλαμικού συστήματος, όπως δήλωσε ότι επιθυμεί ο Αμπντούλ Γάνι Μπαράνταρ, το οποίο θα επαναφέρει το θεοκρατικό καθεστώς βασισμένο στη Σαρία. Μία τέτοια εξέλιξη εύλογα φοβίζει τους πολίτες και κυρίως τις γυναίκες και τα παιδιά στο Αφγανιστάν, οι οποίοι έχουν καταφέρει από το 2001 να εξασφαλίσουν ορισμένα δικαιώματα, τα οποία πρωτύτερα υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν ήταν ανύπαρκτα.
Κατά συνέπεια, μια επαναφορά του ισλαμικού καθεστώτος θα οδηγήσει το Αφγανιστάν δεκάδες χρόνια πίσω σε περιόδους που τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν προνόμιο μοναχά της Δύσης και η καταπίεση ήταν καθημερινή πρακτική. Παράλληλα, οι Ταλιμπάν δεν έχουν δηλώσει με επαρκή τρόπο πώς θα έρθουν σε συμφωνία με τους Αφγανούς και υπό ποιους όρους. Είναι γνωστό ότι δεν έχουν έρθει ξανά σε συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις και συνεπώς, είναι αβέβαιη η έκβαση αυτής. Δηλαδή, μία πιθανή ρήξη των σχέσεων Ταλιμπάν – Αφγανιστάν θα οδηγήσει τους πρώτους σε μία εκ νέου αναζήτηση βοήθειας από την Αλ-Κάιντα. Για να αποφευχθεί μία τέτοια εξέλιξη, θα πρέπει οι ΗΠΑ να διατηρήσουν ένα σημαντικό αριθμό στρατιωτών στην περιοχή, οι οποίοι θα λειτουργήσουν εξισορροπητικά για ειρηνικότερες και επιτυχέστερες διαπραγματεύσεις. Συνεπώς, η συμφωνία ΗΠΑ–Αφγανιστάν μπορεί να τερματίζει έναν πολυετή και εξαντλητικό πόλεμο, ωστόσο θα πρέπει να υπάρξει πλήρης τήρηση της συμφωνίας με γερά θεμέλια εμπιστοσύνης και όχι πισωγυρίσματα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2001 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει παρακολουθήσει δεκάδες σεμινάρια, ημερίδες και συνέδρια συναφή με τις σπουδές του. Παράλληλα, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις του ΟΗΕ (MUN) και σε κοινωνικές δράσεις. Τέλος, ενδιαφέρεται για την μουσική και την ανάγνωση βιβλίων, κυρίως πολιτικών δοκιμίων.