14.4 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΘεωρία Δραστηριότητας Ρουτίνας (RAT) κι έγκλημα

Θεωρία Δραστηριότητας Ρουτίνας (RAT) κι έγκλημα


Της Μαρίας Κουτσανδριά, 

Η Θεωρία Δραστηριοτήτων Ρουτίνας, εκκινώντας ως μια μακροοικονομική εξήγηση της επιθετικής εγκληματικότητας, αντιμετωπίζεται πλέον από την εγκληματολογία ως παράδειγμα μιας σύγχρονης Θεωρίας Κοινωνικής Αποδόμησης, έχοντας εξελιχθεί σε βασικό μηχανισμό εξέτασης της εγκληματικής ευκαιρίας, αλλά και της πρόληψης του εγκλήματος σε διάφορες τοποθεσίες. Πριν την έλευση της Θεωρίας αυτής, η οποία επικεντρώνεται σε μια σειρά παραγόντων, που διασταυρώνονται στο χώρο και το χρόνο, ώστε να παράγουν εγκληματικές ευκαιρίες κι εν συνεχεία εγκληματικά γεγονότα, σχεδόν όλη εγκληματολογική επιστήμη είχε επικεντρωθεί αποκλειστικά στην εξέταση παραγόντων (βιολογικών, κοινωνικών, οικονομικών) που παρακινούσαν τους παραβάτες να ενεργούν εγκληματικά.
Σύμφωνα με την υπό εξέταση Θεωρία, οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις βάσει του πόσο επωφελείς θα είναι αυτές για τους ίδιους, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις αρνητικές επιπτώσεις. Κατά τους Cohen και Felson, το έγκλημα θα πρέπει να θεωρείται ως ένα συμβάν που λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένη τοποθεσία και χρόνο, περιλαμβάνοντας συγκεκριμένους ανθρώπους και/ή αντικείμενα. Ισχυρίστηκαν ότι τα εγκληματικά γεγονότα απαιτούσαν τρία τουλάχιστον στοιχεία που να συντρέχουν χωροχρονικά:

  1. Έναν δράστη διατεθειμένο να διαπράξει το αδίκημα,
  2. Έναν κατάλληλο στόχο και
  3. Την απουσία ενός φύλακα ικανού να αποτρέψει το έγκλημα.

Η έλλειψη ενός οποιουδήποτε εκ των παραπάνω κρίνεται ικανή, ώστε να αποφευχθεί το εγκληματικό γεγονός. Τόσο η διαθεσιμότητα του στόχου, όσο και η άδραξη της παρουσιαζόμενης από τον δράστη ευκαιρίας συνηγορούν υπέρ της τέλεσης ενός αδικήματος. Με λίγα λόγια, η θεωρία ψέγει τα θύματα για τα εγκλήματα που διαπράττονται, τα οποία θεωρεί υπεύθυνα λόγω των συνήθων δραστηριοτήτων στις οποίες συμμετέχουν. Το στοιχείο της απουσίας ενός φύλακα είναι επίσης ζωτικό για την εκδήλωση μιας εγκληματικής συμπεριφοράς. Τέτοιο ρόλο θα μπορούσαν να αναλάβουν οι φρουροί ή η αστυνομία, οπότε η μη διαθεσιμότητά τους σε κάποια περιοχή θα συνιστούσε βέβαιο κίνητρο για εγκληματικότητα. Ο στόχος ενδέχεται να ενισχυθεί ιδίως όταν οι συνθήκες που επικρατούν διευκολύνουν το εγκληματικό έργο. Από τις απαρχές της η θεωρία δραστηριότητας ρουτίνας αποσκοπούσε στην περαιτέρω διευκρίνιση των αναγκαίων προϋποθέσεων, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το εγκληματικό γεγονός. Τα άτομα που προλαμβάνουν την εγκληματικότητα έχουν υποδιαιρεθεί ανάλογα με το ποιον ή τι εποπτεύουν- δράστη, στόχο ή τόπο – οπότε συλλογικά αναφέρονται ως ελεγκτές. Οι χειριστές είναι άνθρωποι που ασκούν άτυπο κοινωνικό έλεγχο σε πιθανούς παραβάτες, για να τους εμποδίσουν να διαπράξουν εγκλήματα. Παράδειγμα ενός χειριστή θα μπορούσαν να είναι οι γονείς, ως συνοδοί των παιδιών τους σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι χειριστές έχουν προσωπική σχέση με τους παραβάτες και το κύριο ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στη διατήρηση κάποιας απόστασης μεταξύ πιθανού δράστη και προβλήματος. Όσον αφορά τους φύλακες, αυτοί προστατεύουν τους πιθανούς στόχους από τους παραβάτες (πχ. ο ιδιοκτήτης ενός αυτοκινήτου που μεριμνά για την ασφάλεια του οχήματός του). Τέλος, οι διαχειριστές επιβλέπουν και εποπτεύουν συγκεκριμένους τόπους, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στη λειτουργία αυτών (π.χ. ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος που εγκαθιστά κάμερες παρακολούθησης).
Ας προσπαθήσουμε, όμως, να κατανοήσουμε τα αίτια της εγκληματικότητας μέσω και μίας σχηματικής παρουσίασης, του λεγόμενου Τριγώνου του Εγκλήματος (Crime Triangle).
Η «Ευκαιρία του Εγκλήματος» ελαχιστοποιείται όταν ο στόχος εποπτεύεται άμεσα από φύλακες, ο παραβάτης από τους χειριστές και ο τόπος από τους διαχειριστές. Το εσωτερικό του τριγώνου αντιπροσωπεύει τα απαιτούμενα για την εμφάνιση μιας εγκληματικής συμπεριφοράς στοιχεία, σημειώνοντας πως ο δράστης και ο κατάλληλος στόχος πρέπει να βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Το εξωτερικό τρίγωνο αντιπροσωπεύει τους πιθανούς φύλακες, χειριστές και διαχειριστές, των οποίων η απουσία ή αναποτελεσματικότητα να αποτρέψουν το έγκλημα θα δώσει την αντίστοιχη κατεύθυνση, ώστε να επισυμβεί το έγκλημα.

Οι Cohen και Felson υποστήριξαν μάλιστα πως τα ποσοστά εγκληματικότητας αυξήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς οι «δραστηριότητες ρουτίνας» της κοινωνίας είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από το σπίτι, μεγιστοποιώντας έτσι την πιθανότητα να βρεθεί το θύμα αντιμέτωπο με πιθανούς παραβάτες, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο το ίδιο όσο και την περιουσία τους, η οποία δεν προστατεύεται. Κι αυτό γιατί οι δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στο σπίτι ή δίπλα σε αυτό σχετίζονται με επαρκέστερη «κηδεμονία» τόσο για το άτομο όσο και για τα περιουσιακά του στοιχεία.
Εν κατακλείδι, όσον αφορά τις πολιτικές συνέπειες που συνοδεύουν τη θεωρία αυτή, κυριαρχεί η πεποίθηση πως η εξάλειψη των προαναφερθέντων παραγόντων είναι δυνατόν να περιορίσει και το έγκλημα. Η αυξημένη «κηδεμονία», καθώς και ο χρόνος που αφιερώνεται στο σπίτι μειώνουν και την πιθανότητα να εκδηλωθεί μια εγκληματική πράξη, κάτι που είναι δύσκολο να επιτευχθεί μέσω του νόμου. Δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί πόσο χρόνο δαπανά κανείς μακριά από το σπίτι, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που επιτευχθεί κάτι τέτοιο, καθίσταται υπό έλεγχο μόνο το κίνητρο του παραβάτη, δηλαδή η πρώτη πτυχή του εγκλήματος, όχι όμως και οι πιθανοί στόχοι. Παρόλα αυτά, λέγεται πως μέσω της κοινοτικής αστυνόμευσης, άρα και την ανάμειξη της κοινότητας στην επίλυση ή και την εξάλειψη του εγκλήματος, ενδέχεται να παρασχεθεί επαρκέστερη ασφάλεια. Οι πολίτες διδάσκονται την αυτοπροστασία τους προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα να μετατραπούν σε θύματα.


Πηγές
  • Cohen, L. E, & Felson, M. (1979). Social change and crime rate trends: A routine activities approach. American Sociological Review, 44, 88-100.
  • https://onlinelibrary.wiley.com/doi/pdf/10.1002/9781118517390.wbetc198.
  • J.E. (2003) Police problems: The complexity of problem theory research and evaluation. In J. Knutsson (Ed). Crime prevention studies: Vol. 15. Problem oriented policing: From innovation to mainstream (pp. 79-13) Monsey NY Criminal Justice Press.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Κουτσανδριά
Μαρία Κουτσανδριά
Γεννηθείσα στην Αθήνα, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Τα ενδιαφέροντά της κινούνται στο χώρο των ξένων γλωσσών (είναι γνώστης γερμανικών και άπταιστων αγγλικών), του εθελοντισμού, προσφάτως της αρθρογραφίας, όπως και της παρακολούθησης καλοκαιρινών νομικών μαθημάτων, των λεγόμενων summer law schools, η οποία έχει εξελιχθεί σε ετήσια αγαπημένη συνήθεια. Αυτό το διάστημα εργάζεται ως αεροσυνοδός σε γνωστή ελληνική αεροπορική εταιρεία.