Της Βασιλικής Σέμκου,
«Φρίκη στην Ηλεία: 13χρονη θύμα βιασμού από τον 15χρονο αδελφό της και τον θείο της. Ομαδικός βιασμός και δολοφονία 8χρονης. Ισπανία: Παίκτρια του Big Brother έμαθε ότι βιάστηκε λιπόθυμη. Φρίκη: 56χρονος κρατούσε γυναίκα ως σκλάβα του σεξ για 31 χρόνια» είναι μερικά από τα πολλά πρωτοσέλιδα εφημερίδων, τα οποία σχετίζονται με τις πολυάριθμες περιπτώσεις βιασμών γυναικών και ανήλικων παιδιών σε όλο τον κόσμο. Πόσες ακόμη παραμένουν στην αφάνεια; Για πόσες δεν πρόκειται ποτέ να ενημερωθεί η κοινή γνώμη; Οι εκτάσεις που μπορεί να λάβει μια συζήτηση γύρω από ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα είναι πολλές και οι απόψεις οι οποίες ενδέχεται να αναπτυχθούν επίσης διφορούμενες. Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει πιο περίπλοκο από μια απλή ανάγνωση ενός δημοσιεύματος.
Η αυλαία «πέφτει» τη στιγμή που ένα περιστατικό παύει να προκαλεί την ίδια αίσθηση και δε μπορεί πλέον να «ανακυκλωθεί» σε τηλεοπτικά πάνελ και ρεπορτάζ και να εξυπηρετήσει τα λίγα λεπτά τηλεθέασης. Αυτή είναι και η ατυχής κατάληξη όλων των περιπτώσεων, κατά τις οποίες γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης γίνονται, παρά τη θέλησή τους, θύματα βίαιων ενεργειών, οι οποίες προσβάλλουν την αξιοπρέπειά τους, στερούν κάθε δικαίωμα που διαθέτουν ως προσωπικότητες και στην τραγικότερη εκδοχή τους αφαιρούν ακόμα και τις ζωές τους. Οι ηθικοί αυτουργοί ποικίλλουν. Πατέρες, συγγενείς, καθηγητές, ιερείς, φίλοι, αφεντικά, σύντροφοι δεν απουσιάζουν από καμία φάση της ανήλικης και ενήλικης ζωής μιας γυναίκας. Αναλύοντας, ωστόσο, μια τέτοια περίπτωση ενδέχεται να υπάρξουν αμφιβολίες περί γενικοτήτων.
Αναφορικά με την ελληνική περίπτωση (για να βασιστούμε και σε πραγματικά στοιχεία στη συγκεκριμένη συζήτηση), το ζήτημα είναι μάλλον κοινωνικό και συναντά τις ρίζες του σε πολλές πτυχές (ανθρωπιστικές, πολιτικές, οικονομικές, φυλετικές) της ζωής, ενώ επηρεάζει ακόμα περισσότερες. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένες έρευνες μιλούν με νούμερα που προκύπτουν από τις καταγγελίες, κατά τις οποίες γίνονται περίπου 100 με 200 βιασμοί ετησίως. Άλλες έρευνες παρουσιάζουν ότι 1 στις 20 γυναίκες άνω των 15 έχει βιαστεί, ενώ 1 στις 10 έχει υποστεί κάποιας μορφής σεξουαλική βία. Λαμβάνοντας υπόψιν τις περιπτώσεις που δε γίνονται ποτέ γνωστές οι επιθέσεις, τα νούμερα ενδέχεται να διαμορφώνονται διαφορετικά (με τάση προς άνοδο).
Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι πού ξεκινά και πού τελειώνει (ή πού οφείλει να τελειώσει) αυτή η κατάσταση που αποτελεί πέραν από εγκληματική παράβαση και «παθογένεια» των κοινωνιών σήμερα; Το τέλος θεωρητικά πραγματοποιείται στα εδώλια των δικαστικών αιθουσών με την απονομή της δικαιοσύνης και την καταδίκη των ενόχων. Νομοθεσίες, ποινικοί κώδικες όφειλαν να έχουν κατοχυρώσει τα θεμελιώδη δικαιώματα των θυμάτων και τις ποινές, οι οποίες αναλογούν στα εγκλήματα βιασμών (και στα εγκλήματα εν γένει) και που ωστόσο, δεν παρέχουν τη βεβαιότητα ότι έχει αποκατασταθεί η αλήθεια και η δικαιοσύνη.
Μια ματιά σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία επιβεβαιώνει την απουσία των νομικών θεσμών και της κρατικής παρέμβασης, αφού μόνο 8 στις 31 ευρωπαϊκές χώρες έχουν εκσυγχρονίσει τη νομοθεσία τους, ορίζοντας ότι το σεξ χωρίς συναίνεση θεωρείται βιασμός. Στην Ελλάδα η καταγγελία για βιασμό πρέπει να γίνεται εντός 72 ωρών από την επίθεση (διότι είναι ακόμα εμφανείς οι εκδορές και τα τραύματα), το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να παρθεί απόφαση γρήγορα χωρίς να διαθέτει ένα θύμα την ανάλογη λογική σκέψη και ψυχολογία. Άρα η ήδη παράτυπη πράξη ενδέχεται να μην ακουστεί ποτέ δημόσια ή και να παραληφθεί ελλείψει στοιχείων. Η αδυναμία της εκδίκασης των υποθέσεων δημιουργεί εμπόδια στην ήδη δυσχερή κατάσταση, αφού δεν τιμωρείται κανείς για το κακό που προξένησε και η κοινωνία στοχοποιεί το θύμα-γυναίκα (με πλήθος χαρακτηρισμών, κατηγοριών κλπ) αντί του αυτουργού και ενόχου άντρα.
Εφόσον οι κρατικές δομές δεν παρέχουν τη διέξοδο προς τη δικαίωση και η κοινωνία παραμένει κριτής αντί για υπερασπιστής, οι γυναίκες καταλήγουν να μην απευθυνθούν ποτέ ούτε σε φορείς, ούτε σε οικείο περιβάλλον και το πλέον σημαντικότερο, ούτε στις αρχές για να καταγγείλουν το περιστατικό. Οι λόγοι πολλοί. Οι συγγενείς θα απογοητευτούν, οι δικαστές θα γίνουν αδιάκριτοι, η κοινωνία θα υψώσει τη σημαία της ανηθικότητας και τα ίδια τα θύματα θα ντραπούν για κάτι για το οποίο δε φέρουν ευθύνη. Πώς άλλωστε θα μπορούσε μια γυναίκα να ζητήσει δικαίωση, ενώ ήδη είναι υπεύθυνη; «Τι ήθελε με 2 άντρες στο αυτοκίνητο; Μα καλά τι περίμενε ότι θα συμβεί με τα ρούχα που φορούσε;» Πολλές θεωρίες, ακόμα περισσότερες κατηγορίες. Το μήκος της φούστας άλλωστε είναι και το μέτρο για τον βαθμό της ενοχής. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο βρίσκεται η τραγικότητα της κατάστασης. Πώς γίνεται να θεωρείται υπεύθυνη μια γυναίκα που παρά τη θέλησή της βιάστηκε και κακοποιήθηκε; Για ποιον λόγο οι ανακρίσεις να απευθύνονται με επικριτικό τρόπο απέναντι στη συμπεριφορά, το ντύσιμο και την προσωπικότητα μιας γυναίκας αντί να στοχοποιήσουν εξ αρχής τον ένοχο που δεν έχει κανένα δικαίωμα επάνω σε μια άλλη ανθρώπινη ζωή;
Η αποφυγή της άσχημης κατάληξης είναι το σημαντικότερο δεδομένο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και για το οποίο απαιτείται πρόληψη. Είναι πολύ δύσκολο μια κοινωνία να στρέψει το ενδιαφέρον της στον πραγματικό υπαίτιο. Δεν είναι το ζητούμενο το πόσο κοντό ήταν ένα φόρεμα ή με πόσους άντρες βρέθηκε να κάνει παρέα μια κοπέλα. Δεν πρόκειται περί λογικής εξήγησης αλλά μάλλον προσπάθειας σύγχυσης των γεγονότων. Η αιτία πηγάζει από τις ηθικές αρχές. «Μη λέτε στα κορίτσια πώς να ντύνονται, μάθετε στα αγόρια να μη βιάζουν». Δε νοείται καταπάτηση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Δεν είναι άξια επίκρισης μια γυναίκα που έχει βιαστεί. Δε φέρει καμία ευθύνη για τον τόπο που βρέθηκε, τις συνθήκες που επικρατούσαν και τη συμπεριφορά της. Ο βιασμός είναι έγκλημα, έγκλημα κατά της ανθρώπινης ύπαρξης και κάθε ένοχος πρέπει να τιμωρείται.
Το εδώλιο ενός δικαστηρίου φέρει μπροστά στο ακροατήριο όχι μόνον ένα πρόσωπο αλλά μια ολόκληρη κοινωνία, η οποία έχει επιτρέψει να θεωρείται επακόλουθο της γυναικείας συμπεριφοράς το να πέσει θύμα κακοποίησης οποιασδήποτε μορφής. Σε έναν βιασμό δεν υπάρχει συναίνεση. Δεν επιβάλλεται να υπάρξει απολογία ή εξήγηση των γεγονότων. Όπως, άλλωστε, μπορεί να κατανοήσει κάποιος από την προέλευση και ετυμολογία της λέξης, το ρήμα βιάζω/βιάζομαι απαντά σε ενέργειες κατά τις οποίες κάποιος πιέζει κάποιον να κάνει κάτι ή να επισπεύσει κάτι, να κάνει πιο γρήγορα. Κι από όσο γνωρίζουμε καμία γυναίκα δε βιάζεται να κακοποιηθεί!