20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι πρόσφυγες του 1922 και οι γηγενείς: Δύο διαφορετικοί κόσμοι;

Οι πρόσφυγες του 1922 και οι γηγενείς: Δύο διαφορετικοί κόσμοι;


Της Στεφανίας Αρβανιτάκη,

Το ταξίδι των προσφύγων από τον Πόντο προς την Ελλάδα έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 1922-1925. Υπάρχουν διαφωνίες ιστορικών και μελετητών σχετικά με τον αριθμό του πληθυσμού που μετατοπίστηκε, αλλά πλειοψηφία αυτών, που στηρίζεται στην απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 1928, καταλήγει πως ήταν γύρω στο 1.221.849 άτομα.

Στις 30 Ιανουαρίου του 1923 υπογράφηκε στη Λωζάνη από την Ελλάδα (Ελευθέριος Βενιζέλος) και την Τουρκία (Ισμέτ Ινονού) η Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών (εξαιρουμένων των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης), η οποία ήταν υποχρεωτική.

Μετά την άφιξη των προσφύγων, η Ελλάδα πλέον ήταν διχασμένη στο εσωτερικό της. Το έθνος είχε ανάγκη από τη δημιουργία μιας ενότητας που έλειπε, κυρίως μεταξύ προσφύγων και ντόπιων. Οι σχέσεις των τελευταίων ήταν τεταμένες. Οι πρόσφυγες από τη μεριά τους αισθάνονταν πως ζουν σε μια κλειστή κοινωνία, η οποία δεν τους αγκαλιάζει. Πίστευαν πως η ηθική τους, όχι απλά έχει αγνοηθεί, αλλά και καταπατηθεί, εφόσον άλλαξε άρδην η κοινωνική και επαγγελματική τους ταυτότητα (δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποιήθηκαν ως φθηνό εργατικό δυναμικό με πολύωρη εργασία). Πολλοί βρέθηκαν να είναι φτωχοί χωρικοί ή εργάτες ευκαιριακής απασχόλησης.

Αυτό ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης εισροής προσφύγων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες (κακή οικονομία, πόλεμοι, έλλειψη αγαθών) δεν υπήρχε κάποια προετοιμασία από την Ελλάδα, με επακόλουθο να μη λάβει υπόψη της τη ζωή που κάνανε προηγουμένως. Συνεπώς, δημιουργήθηκαν περαιτέρω τριβές και ανικανοποίητα αισθήματα. Άνθρωποι οι οποίοι έχαιραν νωρίτερα μιας ποιοτικής ζωής, υποβαθμίστηκαν σε μια χαμηλή κοινωνική θέση και αστοί διέμεναν πλέον σε αγροτικές περιοχές, όπως και το αντίστροφο.

Την κατάσταση δε βοήθησε η στάση των ντόπιων, οι οποίοι ήταν επιφυλακτικοί και συγκρατημένοι απέναντι στο «νέο» και «ξένο» γι’ αυτούς στοιχείο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση του στόχου που είχε θέσει η ελληνική πολιτεία για τους πρόσφυγες. Δεν ήταν άλλος πέρα από την ομαλή ένταξη και αφομοίωσής τους στη χώρα. Επεδίωκε την προσαρμογή των προσφύγων στους ρυθμούς της κοινωνίας και την απόκτηση δυναμισμού από μέρους τους.

Σε αρκετά εγχειρίδια αναφέρεται πως η κυριότερη διαφορά μεταξύ προσφύγων και γηγενών κατοίκων είχε να κάνει με το οικονομικό θέμα και την αγορά εργασίας. Με την άφιξη των προσφύγων, πολλά οικόπεδα τούς παραχωρήθηκαν και οι ντόπιοι κάτοικοι επενέβαιναν για να διεκδικήσουν αυτό το κομμάτι γης. Μέσω του κλήρου οι πρόσφυγες εξασφάλιζαν τον βιοπορισμό τους, αλλά οι διανομές δημιουργούσαν εντάσεις και αντεκδικήσεις με τους μόνιμους κατοίκους. Η ιδιοποίηση της γης ήταν ένα αρκετά συχνό φαινόμενο και προκαλούσε βαθιά αντίθεση και ανταγωνισμό.

Ένα ακόμα μελανό σημείο στις σχέσεις τους ήταν η διαφορετική πολιτική ιδεολογία που πρέσβευαν τα δύο στρατόπεδα. Από τη μια, υπήρχαν οι πρόσφυγες που στην πλειοψηφία τους ήταν ταγμένοι στη Βενιζελική παράταξη, και από την άλλη υπήρχαν οι γηγενείς, οι οποίοι δεν υποστήριζαν τις ιδέες του κόμματος των Φιλελευθέρων. Αντιθέτως, ως αντιβενιζελικοί προσπαθούσαν να «πολεμήσουν» τους πρόσφυγες. Με το να καλλιεργούν μίσος απέναντι στους πρόσφυγες, αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός είδους κοινωνικού ρατσισμού.

Μέσα από αυτά τα προβλήματα προέκυψαν και άλλα μικρότερης σημασίας αλλά αισθητά στις καθημερινές μεταξύ τους σχέσεις, τα οποία σχετίζονταν περισσότερο με το πολιτιστικό και εθνολογικό κομμάτι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ντόπιοι αποκαλούσαν χωρίς δισταγμό τους πρόσφυγες «Τουρκόσπορους» και οι πρόσφυγες τους ντόπιους «Βούλγαρους».

Με την πάροδο του χρόνου οι σχέσεις μεταξύ προσφύγων και γηγενών βελτιώθηκαν. Ξημέρωνε η μέρα που σιγά-σιγά και με κόπους χρόνων θα άλλαζε σελίδα η μοίρα των «ταξιδιωτών». Ο δρόμος πλέον έδειχνε κατεύθυνση προς μια νέα εποχή. Η ευημερία και η αυτάρκεια των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους, δεν ήταν πλέον ένα απατηλό όνειρο, μα μια πραγματικότητα που έφτιαξαν οι ίδιοι.


Βιβλιογραφία

  • Γιώργος Γιαννακόπουλος, Προσφυγική Ελλάδα, Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 1992.
  • Ευστάθιος Πελαγίδης, Προσφυγική Ελλάδα (1913-1930): Ο πόνος και η δόξα, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη 1997.
  • Renee Hirschon, Κληρονόμοι της Μικρασιατικής καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Αθήνα: Μητροπολιτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2004.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στεφανία Αρβανιτάκη
Στεφανία Αρβανιτάκη
Γεννημένη το 1997 στη Θεσσαλονίκη. Προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με κατεύθυνση Ιστορίας. Έχει επιλέξει να ασχοληθεί με Βυζαντινές σπουδές και ξενάγηση. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε με το Θέατρο και συμμετείχε σε διαγωνισμούς εκφραστικής ανάγνωσης στους οποίους και διακρίθηκε. Στόχος της να χρησιμοποιήσει το Θέατρο ως μέσο διδασκαλίας της Ιστορίας.