Της Αγγελικής Κωνσταντάρας,
Τρίτη απόγευμα, σε μία πλατεία της Κηφισιάς. Mία παρέα νεαρών κοριτσιών κουβεντιάζουν χαρούμενα, απολαμβάνοντας το παγωτό τους. Τα γέλια διακόπτει η φωνή ενός ζητιάνου που εκπλιπαρεί για βοήθεια, επιδεικνύοντας τη φωτογραφία του άρρωστου παιδιού του. Ο ζητιάνος προκαλεί στα κορίτσια αμηχανία και όταν αυτές δεν ανταποκρίνονται στο αίτημά του, εκείνος αποχωρεί μουρμουρίζοντας βλασφημίες. Την ίδια στιγμή, λίγο πιο πέρα, μία παρέα από ζητιανάκια κλωτσάνε και καταπατάνε το σάντουιτς που λίγο πριν τους προσέφερε έναντι χρημάτων μία κυρία. Οι δύο αυτές εικόνες συνοψίζουν τους λόγους της δυσφορίας απέναντι στο φαινόμενο της επαιτείας και δικαιολογούν τους προβληματισμούς σχετικά με το ποια στάση οφείλουμε να τηρούμε απέναντι σε αυτά τα άτομα.
Ως προς τη συμπεριφορά μας απέναντι στους επαίτες, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για ανθρώπους, που έχουν -εκτός από «λαμπρές» εξαιρέσεις- για διάφορους λόγους βρεθεί σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η ανέχεια κι η δυσπραγία αυτών των ατόμων σε καμία περίπτωση δεν υποβιβάζει την αξία των δικαιωμάτων τους ως πολίτες, τα οποία βάσει της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και του Συντάγματος, κατοχυρώνουν με τη γέννησή τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, τους πρέπει μία αντιμετώπιση με γνώμονα την αρχή της ισότητας και προπάντων τον σεβασμό. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε προνομιακή θέση απέναντί τους, δε μας παραχωρεί το δικαίωμα της εξύβρισης, της άσκησης βίας ή του προπηλακισμού. Κάτι τέτοιο αντίκειται στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και κατ΄ επέκταση στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, που προστατεύει κάθε άνθρωπο απέναντι στη βία, θεωρώντας τον ίσο με τους υπολοίπους. Έχουμε, δηλαδή, απέναντι στους επαίτες καθήκον σεβασμού, από το οποίο απορρέει το αρνητικό καθήκον «μη βλάβης».
Από την άλλη πλευρά, δε θεμελιώνεται κανένα θετικό καθήκον, δηλαδή καμία υποχρέωση να ενισχύσουμε οικονομικά τους επαίτες. Για παράδειγμα, κριτήρια όπως ο πλούτος, το κοινωνικό status, το επάγγελμα δεν τεκμηριώνουν εύλογα την αντίληψη ότι οι πλούσιοι που δε βοηθούν τους επαίτες είναι κατακριτέοι. Κι αυτό, γιατί δεν προβλέπεται από κανένα νόμο τέτοια υποχρέωση, εφόσον μάλιστα κύριο μέλημα του νομοθέτη είναι η διασφάλιση του ελεύθερου σχηματισμού της βούλησης των ιδιωτών. Η παρούσα συζήτηση για έναν θετικιστή, που αναγνωρίζει ως καθήκοντα μόνο όσα αναγράφονται ρητά σε νόμο, θα τελείωνε εδώ. Κι αν ακόμη, όμως, συνυπολογίσουμε τον παράγοντα ηθική, θα διαπιστώσουμε ότι τα συμπεράσματά μας περί του εξαναγκαστού χαρακτήρα της επαιτείας θα είναι τα ίδια. Η ηθική -σύμφωνα και με τη θρησκεία μας- προϋποθέτει ελεύθερη προαίρεση και συνείδηση της πράξης μας. Ο ηθικός εξαναγκασμός, που επιτυγχάνουν οι επαίτες με την επίδειξη των παιδιών τους, για να δημιουργήσουν τύψεις και οίκτο ή με την επιμονή τους, σίγουρα στερεί από την παροχή βοήθειας την ηθικότητά της και κατ΄ επέκταση είναι ανεπίτρεπτος, τόσο από το δίκαιο, όσο και από την ηθική. Η ενσωμάτωση, όμως, ηθικών αρχών, όπως ο σεβασμός στο δικαιικό μας σύστημα, δε θα μπορούσε να αφήνει τους επαίτες αθωράκιστους. Κατά συνέπεια, το βάρος ευθύνης μετακυλίεται από τους πολίτες στο κράτος.
Η Πολιτεία θα πρέπει να προβεί στην απαγόρευση της επαιτείας, καθώς όπως αποδείχθηκε αποτελεί ανεπίτρεπτη μορφή ηθικού εξαναγκασμού των πολιτών. Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να γίνει έλεγχος σε περιοχές, όπου έχουν διαπιστωθεί φαινόμενα επαιτείας και στη συνέχεια να προωθηθεί η διαδικασία αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης των επαιτών από τοπικές επιτροπές υπό την εποπτεία Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος. Με αυτόν τον τρόπο θα εξακριβωθεί ο αριθμός των ανθρώπων που χρήζουν οικονομικής ενίσχυσης, ώστε να γίνει ο κατάλληλος προϋπολογισμός και να σχεδιασθεί η κοινωνική τους ενσωμάτωση. Αν πρόκειται για αλλοδαπούς, θα πρέπει να ακολουθηθούν οι προβλεπόμενες από τον νόμο και την Ευρωπαϊκή Ένωση διαδικασίες, ανάλογα με το αν διαμένουν στη χώρα νόμιμα ή παράνομα, ενώ οι πολίτες που είναι επαίτες, πρέπει να τύχουν κοινωνικής φροντίδας. Τον ρόλο αυτόν αναλαμβάνει το κράτος πρόνοιας, σεβόμενο το θεμελιώδες δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση. Μέσα από την παροχή επιδομάτων και προνομίων, όπως δωρεάν ασφάλιση και υγειονομική περίθαλψη, θα απαλλάξει τους διαβιούντες σε ανέχεια από την ανάγκη της επαιτείας. Ακόμη, όμως, αποτελεσματικότερη στην πάταξη της επαιτείας θα ήταν η θέσπιση προγραμμάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης. Μέσα από αυτά τα κοινωνικά προγράμματα, άνθρωποι που λόγω πλημμελούς μόρφωσης ήταν άνεργα, θα κατορθώσουν να αποκτήσουν τα κατάλληλα προσόντα, προκειμένου να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Τέλος, είναι θεμιτή η αξιοποίηση των επαιτών σε κοινωφελή έργα από το κράτος, υπό την εγγύηση της παροχής κοινωνικής ασφάλισης και επιδόματος, καθώς η αφιλοκερδής εργασία εξομοιώνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με εκμετάλλευση.
Συνοψίζοντας, η φιλανθρωπία θα πρέπει να διακρίνεται από τη δέσμευση απέναντι στους επαίτες. Ο «έχων δύο μανδύες» μόνο με δική του θέληση μπορεί να παραχωρήσει τον ένα και κανείς δε μπορεί να τον υποχρεώσει να το πράξει (εκτός κι αν ο δεύτερος μανδύας δεν του ανήκει νόμιμα). Η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, αλλά κι ο ίδιος ο ορισμός της ηθικότητας στη βάση της προαίρεσης, αποκλείουν την υποχρέωση των κοινωνιών να συνδράμουν στη βελτίωση της θέσης των επαιτών. Παρ΄ όλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την Πολιτεία, που είναι εκ προοιμίου υπεύθυνη για την κοινωνική συνοχή και την προάσπιση των δικαιωμάτων των ασθενέστερων. Επομένως, την επόμενη φορά που ένας ζητιάνος θα σας πλησιάσει, μην αισθανθείτε τύψεις, αλλά βοηθήστε τον μόνο αν πραγματικά το θέλετε. Τότε μόνο θα έχετε βάλει το λιθαράκι σας στη δημιουργία ενός καλύτερου -ηθικά- κόσμου.
Γεννήθηκε το 2001 στην Πάτρα, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπουδάζει στην Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιλογή της σχολής αυτής είναι σε αρμονία με τα ενδιαφέροντά της, καθώς έχει συμμετάσχει σε συνέδρια προσομοίωσης επιτροπών του Ο.Η.Ε (MUN), της Unesco αλλά και σε προσομοίωση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) σε ρόλο δικαστή αλλά και συνηγόρου. Της αρέσει επίσης να συμμετέχει σε ρητορικά αγωνίσματα, όπως το debate. Στον ελεύθερό της χρόνο, απολαμβάνει να παίζει πιάνο, να ταξιδεύει και να παρακολουθεί ταινίες, ενώ η χορωδία είναι το δεύτερό της σπίτι.