Του Παύλου Πετίδη,
Το Brexit είναι γεγονός! Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας δεν αποτελεί πλέον κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έπειτα από 47 χρόνια και 30 ημέρες μίας συχνά εξαιρετικά δύσκολης σχέσης, το Λονδίνο λογαριάζεται πλέον ως πρωτεύουσα τρίτης χώρας. Την επόμενη ημέρα του Brexit, την 1η Φεβρουαρίου ξεκίνησε και επισήμως η διαδικασία των διαπραγματεύσεων που θα καθορίσουν τις μελλοντικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ανάμεσα σε Βρυξέλλες και Λονδίνο.
Στην ατζέντα της συντηρητικής κυβέρνησης του Μπόρις Τζόνσον βρίσκεται μία συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας θέσει μια φιλόδοξη και ενδεχομένως μη βιώσιμη προθεσμία μέχρι τα τέλη του 2020. Διαφορετικά, το Λονδίνο θα πρέπει να καταφύγει στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ένα σενάριο το οποίο για τους Βρετανούς δεν αντιμετωπίζεται και ως η πιο ευχάριστη λύση. Αν τελικά καταφύγουν στον ΠΟΕ, οι κανόνες αυτοί θα διέπουν de facto τις σχέσεις των δύο πλευρών με σημαντικά και κυρίως αρνητικά αποτελέσματα στο εμπόριο ανάμεσα σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως συνέβη και με τις προηγηθείσες συνομιλίες του διαζυγίου, ορισμένα ζητήματα θα αποδειχθούν πιο ακανθώδη από άλλα.
Εκτός από το γεγονός των αλληλεπικαλύψεων ως προς τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους μιας μελλοντικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου, τα δύο μέρη διαφωνούν στην ίδια την ουσία της. Το πιο δύσκολο ζήτημα εντοπίζεται στην αμοιβαία διασφάλιση της επί ίσοις όροις διεξαγωγής του διμερούς εμπορίου. Στο πλαίσιο αυτό, έχει δοθεί μία κατευθυντήρια γραμμή στη μη δεσμευτική τους δήλωση, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Αποχώρησης το 2019. Ειδικότερα, ορίζεται ότι, «δεδομένης της γεωγραφικής εγγύτητας και της αλληλεξάρτησης Ε.Ε. και Ηνωμένου Βασιλείου, οι μελλοντικές τους σχέσεις πρέπει να στηρίζονται σε ανοιχτό και θεμιτό ανταγωνισμό, βάσει ισχυρών δεσμεύσεων ότι το εμπόριο θα διεξάγεται ισότιμα».
Η Ε.Ε. φοβάται μήπως το Ηνωμένο Βασίλειο επιχειρήσει να απορυθμίσει τις αγορές του, διοχετεύοντας γενναίες επιδοτήσεις στους παραγωγούς του και παράλληλα υποβαθμίζοντας τις ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Για αυτό και επιζητεί την ταχύτερη εναρμόνιση της Βρετανίας με τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις, ώστε να διατηρήσει προνομιακή πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Το Λονδίνο υπογραμμίζει ότι, ενώ επιθυμεί να διαθέτει ελευθερία να αποκλίνει των ευρωπαϊκών κανόνων, εφόσον αυτό ήταν το βασικό αίτημα του Brexit, διατείνεται ότι δεν θα το πράξει με στόχο να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της Ε.Ε. Σε αυτό, η Ε.Ε. υποστηρίζει ότι, όταν η Βρετανία διαθέτει το κυριαρχικό δικαίωμα να θέτει ίδιους κανόνες, τότε αντιστοίχως η Ε.Ε. διαθέτει τη προνομιακή ευχέρεια να αποφασίσει εάν θα παραχωρήσει προνομιακή πρόσβαση στην τεράστια αγορά της σε μια χώρα η οποία δεν συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές της για την πρόσβαση αυτή.
Η Βρετανία, πάλι, δεν θα ανταλλάξει τη νομική της αυτονομία με το εν λόγω προνόμιο, ειδικά εάν οι αντίστοιχοι κανόνες βασίζονται αποκλειστικά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και/ή εάν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι το ύπατο όργανο διαιτησίας σε περιπτώσεις διχογνωμιών. Συμβιβαστική λύση κρίνεται μία πρόταση της Βρετανίας για την από κοινού δέσμευση των μερών για μη υπονόμευση εκατέρωθεν των κανόνων για την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος ή οπισθοδρόμησης σε θέματα προστασίας εργασιακών δικαιωμάτων και περιβάλλοντος. Είναι ακόμα γεγονός ότι οι δύο πλευρές παρουσιάζουν εντόνως διαφορετικές θέσεις σε ζητήματα όπως αυτό των κρατικών ενισχύσεων, των εργασιακών δικαιωμάτων και της περιβαλλοντικής προστασίας. Κατά μία γενικότερη εκτίμηση, το πιθανότερο είναι να καταλήξουν σε μία βασική συμφωνία έως τα τέλη του 2020.
Εκτός όμως από το βασικό ζήτημα του εμπορίου, Λονδίνο και Βρυξέλλες αναμένεται σε διάστημα μόλις 11 μηνών να καταλήξουν σε επιμέρους συμφωνίες για μία σειρά ζητημάτων, όπως η συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, τη συνεργασία σε ζητήματα εσωτερικής ασφαλείας και δικαστικής συνεργασίας. Βάσει της συμφωνίας αποχώρησης, η Βρετανία υπέχει του δικαιώματος να ζητήσει από τις Βρυξέλλες μια παράταση της μεταβατικής περιόδου για ένα ή δύο έτη, αλλά θα πρέπει να έχει αποστείλει επίσημο αίτημα μέχρι την 1η Ιουλίου.
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές. Έχει πραγματοποιήσει πρακτικές ασκήσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ έχει συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων και προσομοιώσεων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (MUN). Απασχολείται σε Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης (ΕΚΟΠΔΑ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.