Του Σπύρου Αυγερινόπουλου,
Σύμφωνα με τον ιστορικό Peter Brown, η περίοδος της Ύστερης Αρχαιότητας ξεκινάει γύρω στο 150 μ.Χ. και τελειώνει στο 750. Τα όρια φυσικά της συγκεκριμένης περιόδου, είναι αρκετά ρευστά, ωστόσο οι περισσότεροι μελετητές της, συμφωνούν στην τοποθέτησή της μεταξύ της δύσης της κλασικής ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και της αυγής του ευρωπαϊκού μεσαίωνα.
Είναι γνωστό πως η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από μία σειρά πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών αλλαγών, που έμελλαν να αλλάξουν για πάντα την ιστορία της Ευρώπης. Μπορούμε εδώ να ισχυριστούμε ότι το σημαντικότερο από αυτά τα γεγονότα, ήταν ο σταδιακός εκχριστιανισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, λίγο μετά την άνοδο του Κωνσταντίνου στην εξουσία. Μέσα από αυτές τις σημαντικές αλλαγές, φαίνεται να δημιουργείται και μία νέα τάση στη ρωμαϊκή τέχνη, που φαίνεται να εκφράζει πλέον καλύτερα -τον ήδη απομακρυσμένο από το κλασικό του παρελθόν- ρωμαϊκό κόσμο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, και κυρίως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πληθώρα αρχαιολόγων και ιστορικών της τέχνης, θα επιδιώξει να αναλύσει και να ερμηνεύσει τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η τέχνη της Ύστερης Αρχαιότητας. Στα πλαίσια, λοιπόν, της αποδοχής του οριενταλιστικού στοιχείου της υστερορωμαϊκής και βυζαντινής τέχνης, οι έννοιες «πνευματικότητα», «αφαιρετικότητα» και «μετωπικότητα» έγιναν τα σημεία αναφοράς για οποιονδήποτε ερευνητή επιδίωκε να ασχοληθεί με τα έργα της εποχής αυτής. Για παράδειγμα, ο ιστορικός της τέχνης L’ Orange, θεωρούσε πως η τέχνη της Ύστερης Αρχαιότητας χαρακτηριζόταν από αφαίρεση, η οποία παράλληλα απομακρυνόταν από τα καθιερωμένα νατουραλιστικά πρότυπα της ελληνορωμαϊκής παράδοσης. Έτσι, οι καλλιτέχνες της εποχής σε μία προσπάθειά τους να προσεγγίσουν τον εσωτερικό πνευματικό τους κόσμο, δημιουργούσαν νέες σχηματικές μορφές, οι οποίες και εξέφραζαν καλύτερα τα πιστεύω και τις ιδέες τους.
Από την άλλη, για τον ιστορικό της τέχνης Kitzinger, η έντονη σχηματικότητα και μετωπικότητα των μορφών της υστερορωμαϊκής τέχνης, ήταν αποτέλεσμα της ανάδειξης της «αντικλασικής» (sub-antique) καλλιτεχνικής τάσης. Η τάση αυτή βρισκόταν μέχρι την κατάρρευση των κρατικών δομών της Αυτοκρατορίας στα τέλη του 3ου αιώνα, κάτω από τη σκιά της ελληνορωμαϊκής καλλιτεχνικής παράδοσης. Η «αντικλασική» τέχνη, λοιπόν, προερχόταν από τις παραμεθόριες περιοχές της Αυτοκρατορίας, εκεί δηλαδή που η ελληνορωμαϊκή παράδοση δεν είχε ακόμα κατορθώσει να ριζωθεί. Αποκορύφωμα, σύμφωνα με τον Kitzinger, της νέας καλλιτεχνικής έκφρασης στην εικονιστική γλυπτική της περιόδου, θα αποτελέσει το πορτρέτο του Ευτρόπιου από την Έφεσο. Στο πορτρέτο αυτό, ο συγγραφέας θα παρατηρήσει ότι τα χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου, αντικατοπτρίζουν την προσωπική του αντίληψη για τον υπερφυσικό κόσμο.
Το 1979 θα εκδοθεί με επιμέλεια του Weitzmann, ο κατάλογος εκθεμάτων «Age of Spirituality: Late Antique and Early Christian Art, Third to Seventh Century», βασιζόμενος στην ομώνυμη έκθεση που έγινε στο Metropolitan Museum. Το έργο αυτό, αν και μνημειώδες, πέφτει πάλι στην παγίδα της «πνευματικότητας» ως μίας αυταπόδεικτης αλήθειας, για την ανάλυση της υστερορωμαϊκής τέχνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, η ανάλυση ενός τρισδιάστατου πορτρέτου Ρωμαίας αυτοκράτειρας του 6ου αιώνα μ.Χ., για το οποίο ο λημματογράφος Breckenridge αναφέρει πως «οι καλλιτέχνες της πρώιμης βυζαντινής περιόδου [..] μπορούσαν να αποδώσουν ένα πρόσωπο ρεαλιστικά, όχι μόνο μέσω της απεικόνισης των πραγματικών χαρακτηριστικών του, αλλά και μέσω της ψυχολογικής του αλήθειας».
Δεν είναι σπάνιο, μελετητές των γλυπτών αυτών, να θεωρούν ότι τα μεγάλα μάτια και τα σχηματικά χαρακτηριστικά τους, απέδιδαν μία «αφαίρεση» ή μία «πνευματικότητα», που οι τεχνίτες των προηγούμενων χρόνων δε μπορούσαν να αποδώσουν, γιατί –πιθανότατα- δεν υπήρχε η θεολογική ανάγκη. Εκ πρώτης όψεως, φαντάζει δύσκολο για τον απλό αναγνώστη, να καταλάβει πώς φτάσαμε από τον Αύγουστο της Prima Porta, στα «άσχημα» ή «άτεχνα έργα» της Ύστερης Αρχαιότητας.
Σε αντίθεση, πάντως, με τις απόψεις που παραθέσαμε μέχρι στιγμής, ο κλασικός αρχαιολόγος Smith, θεωρεί ότι πολλά από τα διογκωμένα ή σχηματικά χαρακτηριστικά των αυτοκρατορικών πορτρέτων, δεν έχουν σχέση με την πνευματικότητα της εποχής, αλλά είναι αποτέλεσμα των πολιτικών μηνυμάτων που ήθελε να προβάλει μέσω των εικόνων του ο εκάστοτε ηγεμόνας. Ταυτόχρονα υπογραμμίζει, πως οι γλύπτες της ύστερης αρχαιότητας, δεν έπαυσαν ποτέ να επιδιώκουν την απόδοση του βάρους και της κίνησης στα έργα τους. Επιπροσθέτως ο Smith, επανεξετάζοντας το πορτρέτο του Ευτρόπιου από την Έφεσο, επισημαίνει ότι ο εικονιζόμενος δεν είχε κανέναν λόγο να αποδοθεί ως ένας πνευματικός άνθρωπος, καθώς ήταν απλά ένας επιφανής ευεργέτης της πόλης. Έτσι από μία παρερμηνεία του Kitzinger, ο Ευτρόπιος κατέληξε να λειτουργεί ως ένας οδηγός, για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να διαβάζουμε την τέχνη της Ύστερης Αρχαιότητας.
Είναι αλήθεια, πάντως, ότι καμία από τις προαναφερθείσες απόψεις δεν εξηγεί επαρκώς την εμφάνιση της συγκεκριμένης τάσης, κατά την περίοδο που μελετάμε. Ο Berenson, εξετάζοντας το τόξο του Κωνσταντίνου σε μία μελέτη του το 1954, προσπάθησε να ερμηνεύσει αυτή την ευδιάκριτη αλλαγή, που έλαβε χώρα στη ρωμαϊκή γλυπτική κατά τις αρχές του 4ου αιώνα. Σύμφωνα με τον συλλογισμό του, του φαινόταν αδιανόητο σε μία πόλη με τόσο πλούσια παράδοση στη γλυπτική όπως ήταν η Ρώμη, να μη μπορεί πλέον ένας καλλιτέχνης να κατασκευάσει ανάγλυφα με καλή πτυχολογία και οργανικότητα. Κατά τον Berenson, αυτή η εμφανής πτώση της καλλιτεχνικής ποιότητας των έργων, οφείλεται στην πολιτική κρίση του 3ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της κρίσης, οι καλλιτέχνες έφυγαν από τη Ρώμη και πήγαν στις επαρχίες για να βιοποριστούν. Εκείνοι που έμειναν πίσω, ήταν αυτοί με τις λιγότερες ικανότητες και όταν εν τέλει ανέλαβε ο Κωνσταντίνος την εξουσία, προσλήφθηκαν για να κατασκευάσουν τα ανάγλυφα του τόξου του.
Τη θεωρία του Berenson θα εμπλουτίσει λίγα χρόνια αργότερα ο Jones, υποστηρίζοντας ότι κατά την κρίση του 3ου αιώνα, πολλοί καλλιτέχνες –ελλείψει παραγγελιών- απώλεσαν την τεχνογνωσία τους. Κατά την ανάκαμψη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επί Διοκλητιανού και Κωνσταντίνου, η εύρεση ικανών τεχνιτών για την κατασκευή αυτοκρατορικών έργων, αποδείχθηκε αρκετά δύσκολη. Την άποψη αυτή μας επιβεβαιώνουν άμεσα και δύο διατάγματα του Κωνσταντίνου προς τους έπαρχους του πραιτορίου Felix και Maximus (Cod. Theod. 13.4.1-2), από τους οποίους και ζητάει επειγόντως κάθε είδους τεχνίτες από την επαρχία της Αφρικής. Παράλληλα, επισημαίνει ότι θα υπάρξουν επιπλέον παροχές, τόσο σε αυτούς, όσο και στους υιούς τους και πως η παρουσία τους είναι αναγκαία, ελλείψει καλλιτεχνών. Αν και η επιλογή τεχνιτών από τη Βόρεια Αφρική φαίνεται αρχικά παράδοξη, πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι η επαρχία της Αφρικής ήταν μία από τις ελάχιστες περιοχές που βγήκαν σχετικά αλώβητες από την κρίση του 3ου αιώνα.
Εξετάζοντας κανείς τα επαρχιακά έργα των πρώτων τριών μεταχριστιανικών αιώνων από ολόκληρη την αυτοκρατορία, μπορεί να παρατηρήσει ότι μοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό με τα αντίστοιχα γλυπτά της Ύστερης Αρχαιότητας. Βλέπουμε για παράδειγμα από τη Γέρασα της Ιορδανίας, μία κεφαλή του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου (161-180), η οποία διαθέτει μεγάλους και ορθάνοιχτους οφθαλμούς, αλλά και έντονα σχηματοποιημένο πρόσωπο.
Παράλληλα, τα ίδια χαρακτηριστικά εντοπίζονται και σε μία κεφαλή από τη Lambaesa της Τυνησίας, που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Κόμμοδο (180-192). Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μία κεφαλή του αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217) από την Αίγυπτο, η οποία παρά το γεγονός ότι αποδίδει ικανοποιητικά το συνοφρυωμένο του ύφος, αδυνατεί παρ’ όλα αυτά να απεικονίσει με οργανικό τρόπο τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του.
Κοιτάζοντας, έτσι, με μία νέα ματιά τα γλυπτά της Ύστερης Αρχαιότητας, μπορούμε να δούμε για παράδειγμα στον αδριάντα του Κωνσταντίνου, όχι ένα «αφαιρετικό» έργο, αλλά μία προσπάθεια καλλιτεχνών που είχαν απωλέσει την τεχνογνωσία τους και επιδίωκαν διαρκώς, μετά την ανάκαμψη της Αυτοκρατορίας στις αρχές του 4ου αιώνα, να την ξαναποκτήσουν.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Berenson, B. 1954. The Arch of Constantine: or, The decline of form. London.
- Brown, P. 1998. Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας (150-750 μ.Χ.).μτφ. Ε. Σταμπόγλη. Αθήνα.
- Jones, A. H. M. 1966. The Decline of the Ancient World. New York.
- Kitzinger, E. 2004. Η Βυζαντινή τέχνη εν τω γενέσθαι. μτφ. Σ. Παπαδάκη-Ökland. Ηράκλειο.
- L’Orange, H. 1965. Art forms and civic life in the late Roman Empire. μτφ. K. Berg. Princeton.
- Smith, R.R.R. 1997. “The Public Image of Licinius I: Portrait Sculpture and Imperial Ideology in the Early Fourth Century.” Journal of Roman Studies 87: 170-202.
- Smith, R.R.R. 1999. “Late Antique Portraits in a Public Context: Honorific Statuary at Aphrodisias in Caria, A.D. 300–600.” Journal of Roman Studies 89: 155-89.
- Smith, R.R.R. 2016. “Statue practice in the late Roman empire: numbers, costumes, and style.” Στο The last statues of antiquity, επιμ., Smith R.R.R. με B. Ward-Perkins, 1-27. Oxford.
- Weitzmann, K., επιμ. 1979. Age of spirituality: late antique and early Christian art, third to seventh century: catalogue of the exhibition at the Metropolitan Museum of Art. New York.
- Zanker, P. 1983. Provinzielle Kaiserportrats: Zur Rezeption der Selbstdarstellung des Princeps. München.
Γεννήθηκε το 1995. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ, στην κατεύθυνση της Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Από τον Οκτώβριο του 2019, πραγματοποιεί το Μεταπτυχιακό του στο ΠΜΣ του ΕΚΠΑ: «Βυζαντινός Κόσμος: Ιστορία και Αρχαιολογία», με ειδίκευση στη Βυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη.