Της Αγγελικής Καλούδη,
Όλα ξεκίνησαν το 2015 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, άλλοτε με καλύτερες και άλλοτε με χειρότερες συνθήκες. Σήμερα είναι σίγουρα χειρότερα. Ο λόγος για ένα πρόβλημα που τα νησιά του Αιγαίου αντιμετωπίζουν, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια εντάσεων, συγκρούσεων και υποσχέσεων τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου αντιδρούν μαζικά, συγκροτημένα και ειρηνικά σε ένα κατάπτυστο «σχέδιο» της Κυβέρνησης. Και αυτό διότι ούτε σχέδιο θυμίζει αυτή η πρόταση, ούτε πρόκειται για κύημα της Ελληνικής Κυβέρνησης, παρά επιτακτική εντολή των εταίρων. Πρόκειται για τη δημιουργία κλειστών δομών φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών σε πέντε νησιά, μεταξύ αυτών της Λέσβου, της Σάμου και της Χίου, ενώ εν μία νυκτί ιδρύθηκε και το Υπουργείο Μεταναστευτικής πολιτικής και Ασύλου, με σκοπό τη διεκπεραίωση του σχεδίου με υπουργό το κ. Νότη Μηταράκη, εκλεγμένο από το λαό της Χίου, από την οποία κατάγεται και που διόλου ευχαριστημένη είναι με την εκπροσώπησή της.
Το χρονικό της κινητοποίησης είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό από κάποιον που δεν έζησε τον παλμό των εξελίξεων όλα αυτά τα χρόνια. Οι αντιδράσεις έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα, λόγω του αναβρασμού των νησιωτών σχετικά με την υποτιθέμενη λύση. Ο αναβρασμός αυτός σε ορισμένους μοιάζει αδικαιολόγητος, μη έχοντας επαφή με την τοπική ακριτική κοινωνία. Αντιδράσεις υπήρχαν και πριν την απόφαση των κλειστών δομών, οι οποίες μεταφράζονταν ως αγανάκτηση των κατοίκων κοντά στις περιοχές των οποίων είχαν δημιουργηθεί τα λεγόμενα “hot-spots”, στη Λέσβο, στη Μόρια λίγα χιλιόμετρα από την πόλη, στη Σάμο πολύ κοντά στο Βαθύ και στη Χίο στην περιοχή του Χαλκειούς λίγα χιλιόμετρα από τη χώρα του νησιού. Οι κάτοικοι, βλέποντας καθημερινά να καταφθάνουν -κυριολεκτικά- καραβάνια προσφύγων και μεταναστών, δυσανασχετούσαν με την κατανομή των ροών, τόσο εντός των νησιών αλλά και σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα και την Ευρώπη και λογικώς μιας και σε κέντρα χωρητικότητας στη Λέσβο περί 4.000 ατόμων, Σάμο περίπου 1.500 και στη Χίο το πολύ 2.000 ατόμων, αυτή τη στιγμή βρίσκονται συσσωρευμένοι, με επίσημα στοιχεία, γύρω στους 10.000, 6.000 και 5.000 αντιστοίχως. Και εάν όλα αυτά φαντάζουν απλά νούμερα, όπως και η παρουσία τους, που είναι μεν αισθητή όχι όμως μη ανεκτή, μια μικρή ματιά στην καθημερινότητα των κατοίκων των εγγύτερων περιοχών, αλλά και των ίδιων των μεταναστών και προσφύγων, ξεκαθαρίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Οι συνθήκες διαβίωσης αυτών των ψυχών, που αν μη τι άλλο είναι ουτοπικό να ισχυρίζεται κανείς πως αυτό ακριβώς επεδίωκαν ερχόμενοι στην Ελλάδα, είναι κάτι χειρότερο από τραγικές. Άνθρωποι στοιβαγμένοι σε σκηνές, ανεπαρκώς ντυμένοι, έρμαια σε ασθένειες και σε καιρικά φαινόμενα, κοιμούνται μέσα σε αυτοσχέδια παραπήγματα και σκηνές, στις λάσπες και τρέφονται με το φαγητό που τους προσφέρει το κράτος και οι Μ.Κ.Ο., οι περισσότερες αμφιβόλου ταυτότητας.
Και είναι αλήθεια, πως οι νησιώτες συνεισέφεραν τα μέγιστα, ειδικά τα πρώτα χρόνια της κρίσης σε μια κατάσταση, που αν δεν τη δει κανείς με τα ίδια του τα μάτια δε θα καταλάβει το μέγεθος της ντροπής και του προβλήματος. Όποιος βρέθηκε στα νησιά το μακρινό καλοκαίρι του 2015 θα διαπίστωσε την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη των ντόπιων, όταν βρίσκονταν παραπεταμένοι άνθρωποι στο λιμάνι της Μυτιλήνης, περιμένοντας ένα πλοίο για να φύγουν, όταν ξάπλωναν στο χώμα στο δημοτικό κήπο της Χίου. Και τότε ήταν που προκείμενου, να αποσυμφορηθούν, όσο γινόταν οι νησιώτες από το βάρος και το χάος, που επικρατούσε και για να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων και των μεταναστών δημιουργήθηκαν τα “hot-spots”, που μάλλον έφεραν χειρότερα ζητήματα στο προσκήνιο. Αυτά αντί να αδειάζουν γέμιζαν λόγω της «συνεργασίας» της Ελλάδας με την Τουρκία και της απροθυμίας της Ευρώπης για λύση και η συμβίωση γινόταν ανυπόφορη για τους κατοίκους και για τους πρόσφυγες, που διόλου δεν ήθελαν να μείνουν σε ένα νησί της Ελλάδας. Κι όταν λοιπόν άρχισε το ξέσπασμα τόσο των ίδιων, αλλά και των νησιωτών κάποιοι ελάχιστοι μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα, όπου οι υπόλοιποι Έλληνες τους υποδέχθηκαν με «περισσή» χαρά, συγκεκριμένα στα Γιαννιτσά, όπου τους πετούσαν πέτρες, κρατώντας την ίδια στάση απέναντι στα νησιά με την ίδια στάση της Ευρώπης στην Ελλάδα.
Και φθάνοντας στο σήμερα αντικρίζουμε τους νησιώτες συσπειρωμένους απέναντι στη μη τήρηση των υποσχέσεων της Κυβέρνησης, που ανακοινώνει τη δημιουργία νέων κλειστών δομών. Τι σημαίνει αυτό; Για τη Νέα Δημοκρατία σημαίνει μείωση και έλεγχος των ροών, κλείσιμο μέχρι το Σεπτέμβριο των υπαρχόντων κέντρων, καλύτερη ταυτοποίηση, γρηγορότερες διαδικασίες ασύλου στις 24 μέρες (!), καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, επιτήρηση των θαλάσσιων συνόρων με κρατικούς λιμενικούς ελέγχους και πλωτά φράγματα (!), αλλά πάνω από όλα τήρηση της συμφωνίας με τους απόντες μέχρι στιγμής Ευρωπαίους και μακροπρόθεσμη επίλυση του ζητήματος. Τι σημαίνει για τους νησιώτες; Φληναφήματα και πομφόλυγες. Δομές μεγαθήρια με αναντιστοιχία αριθμών, όταν οι ήδη καταγεγραμμένοι αριθμοί πλεονάζουν και με τη διαφορά να μη γνωρίζει κανείς, που θα πηγαίνει (μάλλον στις νέες δομές). Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι νησιώτες έρχονται με ξεκάθαρη και συγκεκριμένη λύση, δηλαδή δομές όχι πάνω των 400 ατόμων αποκλειστικά για ταυτοποίηση και προώθηση και κλείσιμο των παλιών, πληροφορούνται δε, ότι μιας και δεν υπάρχει συνεννόηση για την τοποθεσία των δομών η Κυβέρνηση θα προχωρήσει σε επιτάξεις, τακτική που μπορεί να ακολουθηθεί αποκλειστικά σε περίπτωση σπουδαίου εθνικού ζητήματος. Επίταξη γης, αφού οι νησιώτες δεν προτείνουν συγκεκριμένη τοποθεσία, όταν το θέμα δεν είναι τόσο η τοποθεσία αλλά το όχι των νησιωτών στις νέες δομές και το ακόμα πιο σημαντικό όχι των μεταναστών, που μπορεί πλέον να μην είναι πρόσφυγες πολέμου στην πλειοψηφία τους αλλά δε στερούνται δικαιωμάτων και κυρίως δε θέλησαν ποτέ να καταλήξουν έγκλειστοι στην Ελλάδα.
Ενώ λοιπόν, αιρετοί των τοπικών κοινωνιών πηγαίνουν στο Μέγαρο Μαξίμου με συμβιβαστικές λύσεις και οι συγκεντρώσεις μαίνονται και η τοπική κοινωνία βράζει, η απάντηση είναι πάγια: η απόφαση είναι ειλημμένη και μη διαπραγματεύσιμη, τον Ιούνιο κλειστές δομές. Και όπως η Ευρώπη αντιμετωπίζει την Ελλάδα, το ίδιο και η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα ακριτικά νησιά της ως παιδιά ενός κατώτερου Θεού, τα νησιά αυτά, που καθημερινά παλεύουν με έναν «κακό» γείτονα, που ζηλεύει την ομορφιά τους και που σίγουρα θα καούν στο καζάνι που βράζει και που θα σκάσει από τους ίδιους και τους μετανάστες, που βλέποντας τις νέες συνθήκες θα κάνουν ό,τι θα έκανε ο καθένας για να επιβιώσουν. Αλλά η απόφαση είναι de facto και a priori αποφασισμένη. Και η ζωή θα συνεχιστεί κανονικά στην Ελλάδα.