Της Ελένης Σιαπικούδη,
Τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου ψήφισε έναν νέο θρησκευτικό νόμο, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 8 Ιανουαρίου 2020. Ο συγκεκριμένος νόμος προκάλεσε μεγάλη δυσφορία και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της χώρας, διχάζοντας κοινωνία και πολιτικούς. Την ημέρα που επρόκειτο να ψηφιστεί ο νόμος, δημιουργήθηκε ένταση στο Κοινοβούλιο ανάμεσα στους βουλευτές, όπου 18 βουλευτές του Δημοκρατικού Μετώπου, συνελήφθησαν. Έπειτα από αυτό το γεγονός ξεκίνησε ένας κύκλος διαδηλώσεων κατά του νόμου από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τον νέο θρησκευτικό νόμο όλα τα θρησκευτικά κτήρια και ακίνητα που περιέρχονται σε θρησκευτικές κοινότητες, πρέπει να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία ιδιοκτησίας πριν από το 1918, διαφορετικά οι ιδιοκτησίες περνάνε στην περιουσία του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την ιδιοκτησία ακόμη και μεσαιωνικών μοναστηριών και εκκλησιών, που είχαν χτιστεί δηλαδή πριν τον Δεκέμβριο του 1918, όπου το Μαυροβούνιο έγινε μέλος του βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και έπειτα της Γιουγκοσλαβίας.
Σύμφωνα με αυτήν τη διαδικασία, η Διεύθυνση Ιδιοκτησιών θα καταγράψει τους θρησκευτικούς χώρους στη χώρα μέσα σε ένα χρόνο (8 Ιανουαρίου 2021) και μόλις ολοκληρωθεί η καταγραφή, η Διεύθυνση θα ζητήσει μέρος αυτών των περιουσιών να παρέλθει στην ιδιοκτησία του κράτους και θα ακολουθήσει η ενημέρωση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ταυτόχρονα, ο νόμος ορίζει ότι «οι θρησκευτικές κοινότητες μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την πολιτιστική ιδιοκτησία ακόμη και αν έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του κράτους, μέχρι το αρμόδιο όργανο του κράτους να αποφασίσει για τη χρήση της συγκεκριμένης περιουσίας». Μεγάλος αριθμός ιερέων και πιστών της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ξεκίνησαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, απαιτώντας από την κυβέρνηση την απόσυρση του νόμου. Ουσιαστικά, σχεδόν το 70% του πληθυσμού της χώρας είναι ορθόδοξοι, αποτελώντας έτσι τη μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα στη χώρα, που νιώθει να απειλείται από τον συγκεκριμένο νόμο. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ο εν λόγω νόμος έχει ψηφιστεί για να τους στερήσουν τις ιδιοκτησίες τους.
Η ιδιοκτησία αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον 66 μοναστήρια, εκκλησίες και άλλα ακίνητα. Έτσι, χαρακτηρίζουν τον νόμο ως «προκατειλημμένο και αντισυνταγματικό» και κατηγορούν την κυβέρνηση και τις Αρχές, ότι προωθούν τη διαίρεση της κοινωνίας και το μίσος. Στο πλαίσιο αυτό, αντιπρόσωποι της εκκλησίας έχουν κάνει έκκληση σε διεθνείς οργανισμούς και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας για να δράσουν κατά του νόμου. Ωστόσο, στο πλευρό τους βρίσκεται και το φιλο-σερβικό Δημοκρατικό Μέτωπο, το οποίο υποστηρίζει μαζί με άλλους επικριτές της νομοθεσίας, ότι η Κυβέρνηση επιχειρεί να δημιουργήσει μια «μικρή Μαυροβουνιακή ορθόδοξη εκκλησία», η οποία δεν αναγνωρίζεται από τις κύριες εκκλησίες. Επιπλέον, κατηγορούν τον φιλο-δυτικό πρόεδρο Μίλο Τζουκάνοβιτς και το κυβερνών κόμμα για διαφθορά, σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα και την πρόθεσή τους να απομακρυνθούν ακόμα περισσότερο από τη Σερβία.
Από την άλλη πλευρά, ο Τζουκάνοβιτς κατηγορεί την εκκλησία ότι προωθεί πολιτικές φιλικά προσκείμενες στη Σερβία, με σκοπό να υποβαθμιστεί η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου. Μάλιστα, θεωρεί ότι η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία παρεμβαίνει στην πολιτική σκηνή της χώρας, επηρεάζοντας τις πολιτικές εξελίξεις. Για τον λόγο αυτόν, επιθυμεί την προώθηση μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας, ώστε να επανέλθει η επίσημα αναγνωρισμένη Μαυροβουνιακή Ορθόδοξη Εκκλησία, που είχε δημιουργηθεί το 1918-1920. Ωστόσο, παρά τις εσωτερικές προστριβές, ο νόμος έχει και ιδιαίτερες πολιτικές προεκτάσεις στο εξωτερικό. Από τη μια, διεθνείς φορείς όπως η Επιτροπή της Βιέννης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι, επισήμαναν ότι ο νόμος θα οδηγήσει σε δυσάρεστα αποτελέσματα αν δεν είναι «ανοιχτός προς όλους». Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς δήλωσε «Θα βοηθήσουμε τους ανθρώπους μας, χωρίς να καταστρέψουμε τις σχέσεις μας με τους γείτονες».
Ουσιαστικά, ο νόμος αυτός βοηθάει για να έλθουν ξανά στην επιφάνεια τα ζητήματα που διχάζουν την πολιτική και κοινωνική ζωή του Μαυροβουνίου. Ένα μικρό κράτος που πέρασε σχεδόν αλώβητο από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όπου και τελικά διασπάστηκε από τη Σερβία το 2006. Αξίζει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι μεγάλη μερίδα του πληθυσμού με σημαντική πολιτική εκπροσώπηση από πολιτικά κόμματα, όπως τη «Νέα Σερβική Δημοκρατία» (NSD), παραμένουν προσηλωμένοι στα λεγόμενα και στις πολιτικές του Βελιγραδίου. Αυτό προκαλεί αρκετές εσωτερικές δυσκολίες στη χώρα, που έχοντας να αντιμετωπίσει μια διχασμένη κοινωνία, αδυνατεί να προχωρήσει στην ευρωπαϊκή προοπτική και ενοποίηση. Ως εκ τούτου, και ο νέος θρησκευτικός νόμος προκαλεί σύγχυση ως προς τις προθέσεις της κυβέρνησης και τις ανησυχίες της φιλο-σερβικής μερίδας του πληθυσμού.