Της Μαρίας Κουτσανδριά,
«Ναι, θυμόμουν ότι μετά τη δουλειά βγήκα με τα παιδιά για ένα ποτό – δηλαδή το ένα ποτό που ποτέ δεν είναι ένα. Την αρχή την είχα καθαρή στο μυαλό μου, αλλά όχι και το τελείωμα… Μάλλον το έχω παρακάνει. Δε λέω πάντα μου άρεσε η γεύση του αλκοόλ και πάντα το παράκανα, αλλά ένιωθα ότι το είχα. Το έπινα και δε με έπινε (ή έτσι πίστευα), τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. Ναι, το είχα παρακάνει με το αλκοόλ και μπορώ να πω ότι άργησα να το προσέξω. Όχι ότι τα καμπανάκια δεν είχαν βαρέσει από πιο πριν. Καμπανάκι ήταν το βράδυ που έφευγα με τους κολλητούς από ένα μπαρ και απλά όπως περπατάγαμε, έπεσα στο δρόμο… Καμπανάκι ήταν, όταν ένα πρωί με ρώτησε η φίλη μου, «τι σου έχω κάνει και μου μιλάς έτσι;» και εγώ ούτε καν θυμόμουν τι της είχα πει. Την κοιτούσα σαν ηλίθιος – και μάλλον έμοιαζα και ήμουν.
Ο εθισμός είναι μια ασθένεια απομόνωσης. Κάνει κατάληψη στο μυαλό, αναπροσαρμόζει τις προτεραιότητές σου, σε αλλοιώνει και κάπως έτσι καταλήγει να σε ορίζει. Φυσικά και δεν εκδηλώνεται εν μία νυκτί, αλλά επέρχεται σταδιακά. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, ξεκινά πειραματικά με κίνδυνο να εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου σε ανάγκη συχνής χρήσης.
Αλκοολικός γίνεσαι όχι μόνο γιατί πίνεις, αλλά γιατί πιστεύεις ότι πρέπει να πιείς. Ο συναισθηματικός πόνος που βιώνεις χρήζει άμεσης εξάλειψης κι εσύ δεν είσαι διατεθειμένος να αρκεστείς σε τίποτα λιγότερο δραστικό και γρήγορο από εκείνο… Το ποτό μετατρέπεται στον πιστό σου σύμμαχο ενάντια σε κάθε αρνητισμό, άγχος, αποτυχία και κατά κάποιο τρόπο σου δημιουργείται η πεποίθηση πως κρατάς ο ίδιος τα ηνία της δικής σου ζωής, όντας ο κυβερνήτης. Ωστόσο, κατορθώνεις το ακριβώς αντίθετο, αφού επιτρέπεις στον υγρό αυτόν δαίμονα να εισβάλλει στις σκέψεις σου και στο μυαλό σου, παραδίδοντάς του την κυριαρχία του εαυτού σου. Και κάπως έτσι, καταλήγεις να εξαρτάσαι από το ποτό σε τέτοιο βαθμό που πείθεσαι πως δε μπορείς χωρίς αυτό, οπότε σου γίνεται έμμονη ιδέα.
Όταν αναφερόμαστε στον αλκοολισμό, μιλάμε ουσιαστικά για μία ισόβια, ύπουλη και προοδευτική νόσο, εννοώντας πέρα από την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ, την εσωτερική απώλεια ελέγχου, αλλά και κάθε ελευθερίας απέναντι στη «δηλητηριώδη» αυτή ουσία. Αποτελείται από συγκεκριμένα στάδια και δύναται να αναχαιτισθεί, όχι όμως και να θεραπευτεί, σύμφωνα με στοιχεία του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου.
Ως πρώτο στάδιο νοείται εκείνο, κατά το οποίο το άτομο αρχίζει να χάνει τον έλεγχο, ξεφεύγοντας από το καθιερωμένο social drinking, επιδιώκοντας να χαλαρώσει, ώστε να φέρει εις πέρας μια ιδιαίτερα στρεσογόνο κατάσταση (π.χ. δημόσια ομιλία), ενώ αναπτύσσει και ανθεκτικότητα στο αλκοόλ. Στο επόμενο στάδιο, ο χρήστης εξαρτάται σε αυξημένο βαθμό από το ποτό, επιδιώκοντας όχι μόνο την ανακούφιση της έντασης που αισθάνεται, αλλά τη μέθη, οδηγούμενος στην υπερκατανάλωση σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ενώ στο τρίτο στάδιο είναι πλέον αντιληπτή τοις πάσι η απώλεια ελέγχου, αφού αυτή η εσωτερική φωνή που προστάζει την κατανάλωση, δυναμώνει όλο και περισσότερο, σε καθημερινή βάση. Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς το τέταρτο στάδιο, κατά το οποίο το άτομο είναι πλέον συστηματικός χρήστης, αντιμετωπίζοντας προβλήματα κοινωνικής, επαγγελματικής κλπ. φύσης, είναι και το τελευταίο. Αναγνωρίζεται, ωστόσο, κι ένα πέμπτο στάδιο, όπου το άτομο αποβάλλει κάθε ίχνος λειτουργικότητας ελλείψει αλκοόλ, αφού αισθάνεται παραγωγικό μόνο όταν πίνει.
Οφείλει να τονιστεί, όμως, πως δεν είναι εύκολο να φτάσει κανείς στο σημείο της παραδοχής της αδυναμίας του, καθώς η άρνηση συνυφαίνεται άμεσα με την ιδιάζουσα φύση της ως άνω ασθένειας. Η φράση δηλαδή «ναι είμαι αλκοολικός και χρειάζομαι βοήθεια» είναι αδύνατον να ακουστεί από κάποιον που δεν πιστεύει πως είναι άρρωστος, που ολοένα και πιο πολύ βυθίζεται στο αδιέξοδό του, υποφέροντας σιωπηλά. Επιπλέον, μια διευκρίνιση είναι απαραίτητη: Εσφαλμένα λογίζουμε συχνά τον αλκοολικό αποκλειστικά ως κάποιον που καταναλώνει αλκοόλ καθημερινά. Η εκδήλωση του αλκοολισμού συνίσταται στην αδυναμία ελέγχου του βαθμού χρήσης της εξαρτησιογόνου αυτής ουσίας, με το αλκοόλ να μετατρέπεται σε ρυθμιστή της καθημερινότητας και το άτομο σε έρμαιο στιγμιαίων παρορμήσεων.
Η μάχη για την απεξάρτηση είναι προσωπική υπόθεση, αλλά και η θεραπεία που επιμελούνται ειδικευμένα προγράμματα και φορείς, απαιτούν αυστηρά θέληση και αποφασιστικότητα από πλευράς του πάσχοντος, ώστε να σταθεροποιηθεί επιτυχώς η αποχή από το ποτό στα πλαίσια ενός υποστηρικτικού συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος.