13.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕυρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Απόφαση Atamanchuk κατά Ρωσίας: Η ελευθερία της...

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Απόφαση Atamanchuk κατά Ρωσίας: Η ελευθερία της έκφρασης και οι εγγενείς περιορισμοί της στο ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων


Του Πέτρου-Ορέστη Κατσούλα, 

Ι. Πλαίσιο υπόθεσης

Ο προσφεύγων ήταν επικεφαλής του τοπικού υποκαταστήματος του Δημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας και ιδρυτής τοπικής εφημερίδας. Την 1η Μαρτίου 2008 τοπική εφημερίδα δημοσίευσε ένα άρθρο του, στο οποίο αυτός ασκούσε έντονη κριτική στην εισδοχή και παραμονή στη Ρωσία μεταναστών προερχόμενων από άλλες χώρες, τους οποίους μάλιστα διέκρινε ως μη Ρώσους, εντάσσοντάς τους σε μία γενικότερη κατηγορία και προσδίδοντάς τους με αυτόν τον τρόπο την ταυτότητα των «ξένων». Παρόλο που στο κείμενο αυτό δεν υπήρχαν ρητές φράσεις ή υπαινιγμοί που να υποκινούν σε βία, από το ιδιαίτερο στυλ που χρησιμοποίησε ο προσφέυγων, συνάγεται μία προσπάθεια σύνδεσης των μειονοτήτων αυτών με το έγκλημα και με την αιτία οικονομικών προβλημάτων στη Ρωσία, με έναν έντονα επικριτικό και συνεχόμενα κατηγορητικό τόνο.

Το άρθρο αυτό υπήρξε η αιτία για άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του, με την αιτιολογία της υποκίνησης μίσους και εχθρότητας εναντίον φυλετικών ομάδων, καθώς και προσβολής της ανθρώπινης αξίας. Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε και από σχετική ψυχοδιαγνωστική ανάλυση του επίδικου κειμένου, θεωρήθηκε ότι ακόμη και παρά την έλλειψη άμεσης προτροπής σε βία, ο λόγος του προσφέυγοντος αντανακλούσε μία αρνητική στοχοποίηση φυλετικής ομάδας, η οποία διαχωριζόταν με βάση εθνοτικά χαρακτηριστικά και ότι σε κάθε περίπτωση στοχεύονταν, έστω σε ένα υπολανθάνον επίπεδο, μη σλαβικής προέλευσης πληθυσμοί. Με βάση δε μεμονωμένη ανάλυση του ίδιου κειμένου από δεύτερη ψυχοδιαγνωστική πραγματογνωμοσύνη, το δημοσιευμένο άρθρο ήταν δυνατόν να ερμηνευθεί από μερίδα του κοινού ως σιωπηρή παρότρυνση σε επιθετικές ενέργειες εναντίον συγκεκριμένων φυλετικών ή κοινωνικών ομάδων.[1]

Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Sochi καταδίκασε τον προσφεύγοντα, δεχόμενο έτσι την εισαγγελική πρόταση και μάλιστα υπογραμμίζοντας ότι η υποτιμητική παρουσίαση των συγκεκριμένων ομάδων ως «αδαών, σκληρών, απάνθρωπων, επιθετικών και επιρρεπών στο έγκλημα» έγινε σκόπιμα με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο, ώστε να υποδαυλίσει το φυλετικό μίσος στους αποδέκτες του άρθρου.ΙΙ. Διαπιστώσεις του Δικαστηρίου

Το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης που επιβλήθηκαν στον προσφέυγοντα αφενός προβλέπονταν από το νόμο και αφετέρου υπάγονταν στις περιοριστικά αναφερόμενες εξαιρέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 2 της Σύμβασης, (και συγκεκριμένα αποσκοπούσαν στην προστασία των «δικαιωμάτων των άλλων»). Αντικρούοντας τις διαπιστώσεις του ρωσικου δικαστηρίου περί έμμεσης πρόκλησης σε βία, τάση που κατά τη γνώμη των δικαστών του ΕΔΔΑ δεν μπορούσε να προκύψει από το ίδιο κείμενο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ότι η στοχοποίηση φυλετικής ομάδας, εξαιτίας των ιδιαίτερων ταυτοτικών χαρακτηριστικών της, ενέχει εξ εαυτής «έναν ιδιαίτερο κίνδυνο», επενεργώντας αρνητικά στην αίσθηση της ταυτότητας των μειονοτήτων.

Εμμένοντας στην πάγια θέση του ότι οι όποιοι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ενόψει της εξέχουσας θέσης που κατέχει το δικαίωμα αυτό στο σύστημα προστασίας της Σύμβασης[2], το Δικαστήριο υπογράμμισε την ανάγκη να εξεταστεί το ιδιαίτερο[3] πλαίσιο της υπόθεσης, προκειμένου να κριθεί η συμβατότητα των περιορισμών με την ΕΣΔΑ. Έτσι, η συνολική και γενικευμένη στοχοποίηση φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας αποκτά κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου μία αυτοτελή απαξία, χωρίς αναγκαστικά να πρέπει να συνοδεύεται από άμεση ή εμμεση πρόκληση σε επιθετικές ενέργειες[4]. Με τον τρόπο αυτό, η ρητορική μίσους λαμβάνει μία ευρύτερη ερμηνεία και καθίσταται μια αφηρημένα επικίνδυνη ενέργεια, που συγκρούεται με το πνεύμα των αξιών ολόκληρης της Σύμβασης.ΙΙΙ. Το αξιακό υπόβαθρο της Σύμβασης, ως όριο στην ελευθερία της έκφρασης

Η όλη ερμηνεία του δικαστηρίου ως προς τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης θα πρέπει να προσαρμοστεί στο ιδιαίτερο καθεστώς του τύπου και του ρόλου που αυτός επιτελεί για την ελεύθερη διάδοση των ιδεών[5]. Με άλλα λόγια, το γενικό πλαίσιο ερμηνείας του άρθρου 10 της Σύμβασης επανανοηματοδοτείται όταν η εκφραζόμενη ιδέα σωματοποιείται και διαδίδεται μέσω του τύπου. Η προστασία του τύπου έγκειται ακριβώς στη διασφάλιση ενός πλουραλισμού απόψεων και καλύπτει όχι μόνο τις «γενικώς αποδεκτές θέσεις», αλλά επίσης και μειοψηφικές ή ακόμη και αιχμηρές ή προκλητικές ιδέες.[6]. Υπό την έννοια αυτή, η ελευθερία της έκφρασης δια του τύπου υποκειμενικοποιείται, καθώς δεν προστατεύεται μόνο ως αντικειμενικός θεσμός, αλλά και ως ατομικό δικαίωμα διατύπωσης απόψεων, δικαίωμα που διατυπώνεται ρητά και στο άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.

Η εξέχουσα αυτή θέση της ελευθερίας του τύπου προσδιορίζεται, ωστόσο, από το άρθρο 17 της Σύμβασης, το οποίο συμπυκνώνει το αξιακό σύστημα της Σύμβασης και εμποδίζει τη χρήση και την ερμηνεία των δικαιωμάτων με τρόπο που να καταστρατηγεί τις προστατευόμενες ελευθερίες. Ήδη στην απόφαση PanelIvanov κατά Ρωσίας, το Δικαστήριο είχε τονίσει ρητά ότι η υποκίνηση μίσους κατά εβραϊκής καταγωγής ομάδων δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να βρει νομικό έρεισμα στη Σύμβαση, ενώ ανάξιες προστασίας είναι και γενικόλογες ρητορικές επιθέσεις και στοχοποιήσεις μεμονωμένων τμημάτων ενός πληθυσμού.[7] Με τον τρόπο αυτό, η δυνατότητα άσκησης κριτικής[8] σε βάρος κοινωνικά ή φυλετικά προσδιορισμένων ομάδων περιορίζεται υπερ της ευάλωτης κοινωνικής θέσης των τελευταίων και με γνώμονα τη διέπουσα όλη τη Σύμβαση προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Υπό το πρίσμα αυτό, νοηματοδοτείται και ο χαρακτηρισμός «αναγκαίοι περιορισμοί σε μία δημοκρατική κοινωνία», όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφου 2 του άρθρου 10 της Σύμβασης, χαρακτηρισμός που σύμφωνα με τον ίδιο τον ευρωπαϊκό δικαστή δεν απαιτείται να αγγίζει τα όρια του αναπόφευκτου, αλλά αποτελεί περισσότερο δικλείδα ασφαλείας για την εμπέδωση του αξιακού πλαισίου της Σύμβασης.[9] Για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 και οι οποίες συνιστούν νόμιμες αποκλίσεις από την ελευθερία της έκφρασης, οι εθνικές αρχές απολαμβάνουν ιδιαίτερη διακριτική ευχέρεια[10], με βάση τη σκέψη ότι πρόκεται κατά βάση για ζητήματα που σχετίζονται και με ηθικοδικαιικές επιταγές. Ωστόσο, η προστατευτική παρέμβαση των εθνικών αρχών, ενώ σε περιπτώσεις προσβολής μειονοτικών ομάδων είναι πιο διευρυμένη, σε περιπτώσεις απλής διαφύλαξης της δημόσιας τάξης από ιδέες που απλώς σοκάρουν ή δεν εναρμονίζονται με το κοινό αίσθημα, αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη επιφύλαξη από το Δικαστήριο.[11]

Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο δε διεκδικεί το ρόλο επιβολής μίας συγκεκριμένης ηθικής, θέση που άλλωστε θα αντέβαινε στο ρόλο που διαδραματίζει η ελευθερία της έκφρασης στο σύστημα προστασίας της Σύμβασης. Η θέση του περισσότερο παραπέπει σε μία απόπειρα περιορισμού καταστρατηγήσεων του δημοσίου λόγου για διάδοση απόψεων που δεν εναρμονίζονται με το ευρωπαϊκο οικοδόμημα. Για το λόγο αυτό, το ΕΔΔΑ έχει κάνει δεκτό ότι παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης η ποινική καταδίκη δημοσιογράφου, ο οποίος ναι μεν είχε οργανώσει εκπομπή, στην οποία παρουσιάστηκαν ρατσιστικές και εξτρεμιστικές απόψεις, αλλά δεν είχε προσωπική συμμετοχή στη διάδοση των απόψεων αυτών, εμφανιζόμενος ως ένας αντικειμενικός συντονιστής της συζήτησης.ΙV. Καταληκτικές παρατηρήσεις

Καταληκτικά, η ελευθερία της έκφρασης παραμένει στο σύστημα της ευρωπαϊκής προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών ένα ευρύ δικαίωμα με καταλυτική δυναμική για την προώθηση του αξιακού πλέγματος όλης της ΕΣΔΑ. Ταυτόχρονα, όμως, το δικαίωμα αυτό συμπροσδιορίζεται από το αξιακό αυτό πλαίσιο και δέχεται τους αναγκαίους συμπροσδιορισμούς. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απαγόρευση της ρητορικής μίσους τοποθετείται σε ένα προγενέστερο εννοιολογικό επίπεδο, αυτό του υπαρκτικού προσδιορισμού του δικαιώματος και όχι στο δεύτερο εξωτερικό επίπεδο του περιορισμού. Η θέση αυτή συμφιλιώνει καλύτερα την πολυδιάστατη νομολογία του Δικαστηρίου.

Εν κατακλείδι, και υπό μία συγκριτική οπτική, η απαγόρευση της ρητορικής μίσους λαμβάνει πολύ πιο διευρυμένες διαστάσεις στο επίπεδο της ΕΣΔΑ σε σχέση με την αντίστοιχη αντιμετώπιση από το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έτσι, ενώ το ΕΔΔΑ τονίζει ότι δεν απαιτείται για την απαγόρευση της ρητορικής μίσους η άμεση ή έμμεση πρόκληση σε βία, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μόνο η «προπαγάνδα ή η υποκίνηση μίσους για την προτροπή σε παράνομη βία» αποβάλλεται από το πλαίσιο προστασίας της Σύμβασης. Η θέση αυτή μαρτυρά μία διαφορετική  προσέγγιση[12] σε ζητήματα προστασίας της ελευθερίας διάδοσης των ιδεών στην αμερικανική ήπειρο, θέση η οποία καθορίζεται από τη βασική παραδοχή ότι «ο οποιοσδήποτε ευρύτερος περιορισμός θα έδινε στις κρατικές άρχές την εξουσία να καταστέλλουν κάθε είδος σκέψης και κριτικής έκφρασης και ιδίως ιδέες που συγκρούονται με την καθεστηκυία τάξη, εξουσία που συγκρούεται με την κατανόηση της δημοκρατίας ως πολιτεύματος που προωθεί και που δεν περιορίζει το δημόσιο διάλογο».[13] Αντιθέτως, η ανθρωποκεντρική πρόσληψη της ΕΣΔΑ και η αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως μήτρας των επιμέρους ελευθεριών διαμορφώνει μία διαφορετική αφετηρία για την κατανόηση του δικαιώματος και εμπεδώνει μία ιδιάζουσα θέση για την προστασία όλου του πλέγματος των δικαιωμάτων.

[1] «Ο συγγραφέας παρουσίασε τα «εθνοτικά τους χαρακτηριστικά» ως τους λόγους για τα βάσανα του Ρωσικού λαού με τρόπο που θα μπορούσε να περιγραφεί στη γλωσσολογία

ως “ομιλία μίσους” ή επιθετική γλώσσα που δημιουργεί εχθρική εικόνα.  Χρησιμοποίηθηκαν δηλαδή εκφράσεις που θα ήταν προσβλητικές σε οποιαδήποτε εθνοτική ομάδα και ενώ μεν δεν ονομάστηκε καμία συγκεκριμένη ομάδα, ήταν σαφές από το  πλαίσιο [του κειμένου] … ότι εννοούσε (ουσιαστικά μη σλαβικών) εθνοττηες  της Κεντρικής Ασίας, του Βόρειου Καυκάσου και του Βορρά της Καυκάσιας»

[2] Bédat κατά Ελβετίας, Lingens κατά Αυστρίας.

[3] Ibragim Ibragimov κατά Ρωσίας.

[4] Seurot κατά Γαλλίας, Soulas και λοιποί κατά Γαλλίας, Norwood κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Panel Ivanov κατά Ρωσίας, Willem κατά Γαλλίας.

[5] Thoma κατά Λουξεμβούργου. Η ελευθερία του τύπου και των μέσων ενημέρωσης καθίσταται έτσι συστατικό στοιχείο μίας κατά τη Σύμβαση «δημοκρατικής κοινωνίας»

[6] Casado Coca κατά Ισπανίας. Θέση που γίνεται δεκτή και από το Διαμερικανκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με ιδιαίτερες αναφορές στις υποθέσεις «The Last Temptation of Christ κατά Χιλής, HerrersUllos κατά Κόστα Ρίκα.

[7] Norwood κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

[8] Η συσταλτικη ερμηνεία του δικαιώματος άσκησης ελεύθερης κριτικής σε φυλετικές ομάδες έρχεται σε αντιδιαστολή με το ευρύτατο περιθώριο δυνατότητας άσκησης κριτικής που απολαμβάνουν τα άτομα εις βάρος πολιτικών προσώπων (Lingens κατά Αυστρίας,Castells κατά Ισπανίας ) ή μεγάλων νομικών οντοτήτων (Steel and Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου)

[9] Βλ. και Sunday Times κατά Ηνωμένου Βασιλείου

[10] Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

[11] Βλ. Vajnai κατά Ουγγαρίας, όπου θεωρήθηκε ότι η απαγόρευση δημόσιας έκθεσης κομμουνιστικού συμβόλου και η σχετική ποινικοποίηση του παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης. Αντίστοιχο σκεπτικό και στις Orban κατά Γαλλίας, Yilmaz Kiliç κατά Τουρκίας.  

[12] Για την εκτεταμένα ελευθεριακή προσέγγιση της ελευθερίας της έκφρασης στις Ηνωμένες Πολιτείες που απαγορεύει κατ’αρχήν τον κατασταλτικό έλεγχο ακόμη και για ιδέες που σοκάρουν  ή είναι δυσάρεστες βλ. E. ZOLLER, « La liberté d’expression aux Etats-Unis » σε G. MUHLMANN (επιμ.), La liberté dexpression, Paris, Dalloz, 2016, σσ.182 επ. με αναφορές στις αποφάσεις  Texas v. Johnson, Terminiello v.Chicago, Gitlow v. New York του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.

[13] I/A Court H.R. Compulsory Membership in an Association Prescribed by Law for the Practice of Journalism, Advisory Opinion.


Πηγές
  • Gauthier, S.Platon D.Szymczak, Droit européen des droits de l’homme, Paris Dalloz, 2016
  • Muhlmann (επιμ.), La liberté d’expression, Paris, Dalloz, 2016
  • Th. M. Antkowiak–A. Gonza, The American Convention on Human Rights, Oxford, Oxford Publishing, 2017
  • Λ.-Α. Σισιλιάνος (επιμ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, 2017
  • Henette Vauchez- D. Roman, Droits de l’homme et libertés fondamentales, Paris, Dalloz, 3η έκδοση, 2017

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας

Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.