16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΕίναι οι σκανδιναβικές οικονομίες σοσιαλιστικού τύπου; Ένας μύθος καταρρέει...

Είναι οι σκανδιναβικές οικονομίες σοσιαλιστικού τύπου; Ένας μύθος καταρρέει…


Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,

Πολλές φορές ακούμε στο δημόσιο διάλογο το παράδειγμα των σκανδιναβικών χωρών ως πρότυπο σύγχρονου δημοκρατικού σοσιαλισμού. Από διάφορες πλευρές του πολιτικού φάσματος γίνεται λόγος για τον “σοσιαλιστικό παράδεισο” της Σκανδιναβίας. Σε αυτή τη συζήτηση, δίνεται έμφαση στη δυνητικά πολύτιμη συμβολή του κράτους στην οικονομία για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και ενός συστήματος κοινωνικής αλληλεγγύης και πρόνοιας, υγείας και παροχών. Με αυτό τον τρόπο, όπως υποστηρίζουν κάποιο, μπορεί να επιτευχθεί ο κρίσιμος στόχος του περιορισμού ή ακόμα και της εξάλειψης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων που ταλανίζουν κάθε σύγχρονη κοινωνία.

Πόσο σοσιαλιστικές είναι όμως, στην πράξη, οι σκανδιναβικές οικονομίες; Αν περάσουμε από το μικροσκόπιο το παραγωγικό τους μοντέλο, που εν γένει με μικρές εξαιρέσεις είναι κοινό για Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία και Δανία, τα βασικά τους οικονομικά δεδομένα και το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά την αγορά, τότε μπορεί και να βρεθούμε προ πολλών εκπλήξεων.

Σε πρώτη φάση, ας μελετήσουμε πως έχει η κατάσταση σε επίπεδο φορολογίας. Τα επίπεδα φορολόγησης για φυσικά πρόσωπα, εκ πρώτης όψεως, υποστηρίζουν την παραπάνω άποψη, αφού βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη. Στην υψηλότερη εισοδηματική κλίματα φορολογίας φυσικών προσώπων, οι  σκανδιναβικές χώρες έχουν τα πρωτεία, με τη Σουηδία να επιβάλλει φόρο 57,2%, τη Δανία 55,8% και τη Φινλανδία 51,6%. Στη χώρα μας, η φορολόγηση της ανώτερης κλίμακας είναι στο 45%, ενώ ο ευρωπαϊκό μέσος όρος τοποθετείται στο 41,5%. Η βαριά φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων συνεπάγεται μιας μορφής αναδιανομή πλούτου, αναντίρρητα, στην οποία και βασίζεται το ισχυρό κοινωνικό κράτος των σκανδιναβικών χωρών.

Η κατάσταση, ωστόσο, διαφοροποιείται σημαντικά ως προς τη φορολογία επί της παραγωγικής δραστηριότητας, δηλαδή στη φορολογία των νομικών προσώπων – επιχειρήσεων, καθώς και στις ασφαλιστικές εισφορές. Συγκεκριμένα, η φορολογία των επιχειρήσεων στη Σκανδιναβία κυμαίνεται από 20 έως 22%, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 23,3% και στη χώρα μας ο συντελεστής φορολόγησης επιχειρήσεων είναι στο 24%, μετά από μείωση. Αυτά τα επίπεδα φορολόγησης νομικών προσώπων καθιστούν τις χώρες αυτές ιδιαίτερα ανταγωνιστικές στην ευρωπαϊκή αγορά, δίνοντας ανάσα στις επιχειρήσεις και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα για υψηλότερα κέρδη, επενδύσεις για την βελτίωση των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών και την πρόσληψη νέων εργαζομένων, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της οικονομίας.

Αντίστοιχα, εντυπωσιακά χαμηλές είναι οι εισφορές, στις εν λόγω χώρες, με τη συνολική εισφορά από εργοδότες και εργαζόμενους να αντιστοιχεί σε ποσοστό 38,42% στη Σουηδία, 29,96% στη Φινλανδία, 22,3% στη Νορβηγία, ενώ περιορίζεται στο 8% του εισοδήματος στη Δανία, που αποτελεί και τη χώρα με τις χαμηλότερες εισφορές στην Ευρώπη. Μάλιστα, στην περίπτωση της Δανίας δεν καταβάλλονται καθόλου εργοδοτικές εισφορές, κάτι το μοναδικό στα ευρωπαϊκά πλαίσια, σε αντίθεση και με τις πρακτικές των άλλων γειτονικών της χωρών. Η διαφορά εδώ, ανάμεσα στις χώρες του Nordic model, είναι σημαντική, ωστόσο ακόμα και στην περίπτωση της Σουηδίας που έχει τις μεγαλύτερες εισφορές εκ των χωρών αυτών, οι εισφορές που επιβάλλει είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Για παράδειγμα, στη χώρα μας, το ύψος των εισφορών ανέρχεται στο 41,06% συνολικά, ενώ σε χώρες όπως τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία, εργοδότες και εργαζόμενοι καλούνται να καταβάλουν σε εισφορές άνω του 45% του μισθού του τελευταίου για τη χρηματοδότηση της ασφάλισής του.

Έτσι, οι Σκανδιναβικοί συγκρατούν χαμηλά τα μισθολογικά κόστη των επιχειρήσεων, ενώ δεν επιβαρύνουν πρόσθετα τους εργαζόμενους, μετά και την υψηλή ατομική φορολόγηση. Βλέπουμε, δηλαδή, ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις και όσους παράγουν πλούτο, τονώνοντας την οικονομία, σε φιλελεύθερα πλαίσια.

Ταυτόχρονα, σε καμία εξ αυτών των χωρών, δεν υπάρχει σε ισχύ νόμος που να καθορίζει τον κατώτατο μισθό σε κεντρικό επίπεδο, στη βάση ενός περισσότερο κορπορατιστικού μοντέλου που στοχεύει στην άμβλυνση των συγκρούσεων μεταξύ της εργασίας και των συμφερόντων των εργοδοτών. Ισχυρή είναι η παρουσία των συνδικαλιστών οργανώσεων, που διαπραγματεύονται σε εθνικό επίπεδο με τις αντίστοιχες εργοδοτικές οργανώσεις και με τη μεσολάβηση της κυβέρνησης, για τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων κάθε πλευράς στις συμβάσεις εργασίας και τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων. Ως αποτέλεσμα, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από ευελιξία, με το νομοθετικό πλαίσιο να διευκολύνει τη ταχεία σύναψη και λύση συμβάσεων εργασίας. Προς όφελος των εργαζομένων, ως δίχτυ προστασίας, λειτουργεί η ισχυρή κοινωνική πρόνοια, ενώ υπάρχουν και συγκεκριμένες πολιτικές επανεκπαίδευσης και αναζήτησης νέας εργασίας που συμβάλλουν στην προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, τη μειωμένη γραφειοκρατία και την ευκολία δημιουργίας επιχείρησης, τότε η κατεύθυνση στην οποία φαίνεται να κινούνται οι εν λόγω οικονομίες είναι επιχειρηματικά φιλική, δεκτική στις επενδύσεις, χωρίς συμπλέγματα εναντίον του ιδιωτικού τομέα και του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ουσιαστικά, αναφερόμαστε σε μικτές οικονομίες με ανταγωνιστικό καπιταλισμό, αλλά και με ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού να απασχολείται από το δημόσιο, περί το 30%, κυρίως στον τομέα της παροχής δημοσίων υπηρεσιών για να στηριχθεί το ισχυρό κοινωνικό κράτος και οι ανάλογοι φορείς. Είναι βασισμένες μεν στην ελεύθερη αγορά και το εμπόριο, παρέχοντας ένα ισχυρό δείκτη προστασίας για τις ευπαθείς και οικονομικά αδύναμες ομάδες. Υπάρχει η πίστη στη δυνατότητα του κράτους να εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και την εξάλειψη των ανισοτήτων μέσω κοινωνικών πολιτικών. Αυτό δεν είναι όμως σοσιαλισμός.

Πόρρω απέχουν, δηλαδή, οι χώρες αυτές από κρατικιστές λογικές που δαιμονοποιούν την ιδιωτική πρωτοβουλία προς όφελος ενός υπερσυγκεντρωτικού και αδηφάγου κράτους, που σχεδιάζει κεντρικά τα πάντα και στερεί από τους πολίτες του στοιχειώδεις οικονομικές ελευθερίες. Παραμένει μυστήριο πως κάποιοι διακηρύσσουν πως χώρες με επιχειρηματικά φιλικό νομοθετικά πλαίσιο, που δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και του ιδιωτικού τομέα αποτελούν παράδειγμα σοσιαλισμού. Η χρήση του “Nordic model” ως είδος δημοκρατικού σοσιαλισμού γίνεται, προφανώς, εκ του πονηρού με στόχο το ιδεολογικό ξέπλυμα του σοσιαλισμού, από την καταστροφή που έχει επιφέρει σε όσες χώρες εφαρμόστηκε πραγματικά. Ας μην μετονομάζουμε την ελεύθερη αγορά με ισχυρό κοινωνικό κράτος σε σοσιαλισμό. “Ας μην βαφτίζουμε το κρέας, ψάρι”.

Το σκανδιναβικό μοντέλο είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Έχουν καταφέρει τα κράτη αυτά να δομήσουν ισχυρούς κρατικούς θεσμούς προς όφελος των πολιτών τους, αλλά αυτό δεν είναι αυτονόητο για κάθε κράτος. Πολλές χώρες διαχρονικά αποφάσισαν να δοκιμάσουν ανάλογα οικονομικά συστήματα και κατέληξαν όπως η Ελλάδα. Με ένα σπάταλο, μεγάλο και αναποτελεσματικό δημόσιο, με μεγάλη διαφθορά, που υπερφορολογεί τους πολίτες του για να… συνεχίσει να ξοδεύει. Χρειάζεται πολύ προσοχή όταν συζητούμε για τέτοια θεμελιώδη ζητήματα, όπως αυτό το βέλτιστου οικονομικού συστήματος, και δεν πρέπει να ξεχνάμε τελικά ότι τα οικονομικά συστήματα πρέπει να αποτελούν απλώς ένα εργαλείο, για να γίνει η ζωή των ανθρώπων καλύτερη, όχι μια ιδεολογική διελκυστίνδα.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μανώλης Ανδριγιαννάκης
Μανώλης Ανδριγιαννάκης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ. Παρακολουθεί σεμινάρια και ημερίδες πολιτικής, οικονομίας, γεωπολιτικής και τεχνολογίας, ενώ συμμετέχει σε συνέδρια και προγράμματα προσομοίωσης πολιτικών θεσμών (Europa.S, ΠΠΔΣ, ΜΒΕ, MEUS). Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Βύρωνα, στην Αθήνα. Στο OffLine Post έφερε την ιδιότητα του Αρχισυντάκτη Οικονομικών κατά το διάστημα Ιούνιος 2019-Ιούνιος 2020.