Του Ραφαήλ Νικόλαου Μπελενιώτη,
Η πρώτη παρουσία της Ελληνικής Χωροφυλακής συναντάται στις προσπάθειες συγκρότησης αστυνομικού σώματος στην προ Καποδιστριακή περίοδο, αλλά και στην μετά Καποδιστριακή περίοδο.
Ένας πρόδρομος της χωροφυλακής υπήρξε η Πολιταρχία στο Ναύπλιο το 1828, η οποία είχε επιφορτιστεί με καθήκοντα εκτελεστικής δύναμης. Παράλληλα, είχε συσταθεί και λειτουργούσε η Εκτελεστική Δύναμη Πελοποννήσου, μια δύναμη ανδρών που είχε διαιρεθεί σε διάφορα τμήματα της κύριας Πελοποννήσου και αναλόγως της γεωγραφικής εγκατάστασής τους, τα σώματα ελάμβαναν και την ονομασία τους. Επικεφαλής της δύναμης αυτής είχε ορισθεί ο Ιωάννης Μακρυγιάννης και με κύριο στόχο την εμπέδωση του αισθήματος της δημόσιας ασφάλειας, επιδεικνύοντας θετική δράση στην καταπολέμηση της ληστείας. Εκείνη την περίοδο άλλωστε, διάφοροι κλέφτες και αρματολοί παρέμεναν στα όρη, αρνούμενοι να ενταχθούν στο νέο καθεστώς.
Τον Ιανουάριο του 1829, ο Ιωάννης Καποδίστριας όρισε τα καθήκοντα της αστυνομίας με το ψήφισμα «Κανονισμός της αστυνομίας και καθηκόντων αυτής». Τα καθήκοντα ήταν ο έλεγχος της κίνησης αλλοδαπών κατοίκων και τουριστών ανά την ελληνική επικράτεια, ο έλεγχος η παρακολούθηση και καταστολή συνωμοσιών, ο έλεγχος της οπλοφορίας, των επαιτών, των λεσχών και των καφενείων, όπως και της ανέγερσης οικοδομών. Στα καθήκοντα του νεοσύστατου σώματος συμπεριλαμβάνονταν και η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, όπως και η άσκηση της δικαστικής αστυνομίας.[1]
Μια πρώτη αποτίμηση της ιστοριογραφίας, αναφέρει ότι η Πολιταρχία λειτούργησε με επιτυχία. Κατάφερε να εμπεδώσει το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες, αλλά και να περιορίσει τα φαινόμενα ληστείας στην επαρχία. Όμως, οι έριδες και οι φιλονικίες των Καπετάνιων και των Διοικητών των σωμάτων αυτών, αλλά και άλλων παραστρατιωτικών, οδήγησε σε μια πλήρης ασυδοσία του κρατικού μηχανισμού. Ως και την άφιξη του Όθωνα μαζί με 5.000 Βαυαρούς στρατιωτικούς, οι φιλονικίες δεν είχαν προηγούμενο και τα σώματα ασφαλείας έπρεπε να οργανωθούν εκ νέου και από μηδενική σχεδόν βάση.
Η Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή ήταν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο σώμα ασφάλειας της ελληνικής δημοκρατίας για σχεδόν 150 χρόνια. Η ημερομηνία σύστασής της τοποθετείτε ανήμερα των γενεθλίων του πρώτου Βασιλιά του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, του βασιλιά Όθωνα. Ο Όθωνας προσήλθε με τη δύναμη ισχυρού Βαυαρικού στρατού. Εκτός από τις στρατιωτικές δυνάμεις, μετέφερε στο πρώιμο ελληνικό κράτος και συστήματα οργανώσεως και διοικήσεως.
Την 1η Ιουνίου του 1833, συστάθηκε με βασιλικό διάταγμα το πρώτο νομικά κατοχυρωμένο σώμα ασφαλείας, ως Βασιλικό Σώμα Χωροφυλακής. Πρώτος αρχηγός διορίστηκε ο έμπειρος Γάλλος συνταγματάρχης, Φραγκίσκος Γκραγιάρ, ο οποίος είχε φτάσει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, στον οποίο είχε κιόλας συμμετάσχει στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων.
Έπειτα από τη σύσταση της χώρο φυλακής, το Μάιο του 1833, εμφανίσθηκε ένα σημαντικό πρόβλημα. Το θέμα της εκπαιδεύσεως των ανδρών που θα στελέχωναν το νεαρό και νεοσύστατο σώμα ασφαλείας. Μέσα στα εκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από τον Όθωνα, δεν υπήρχε ρητή πρόβλεψη για την ίδρυση παραγωγικών ή έστω επιμορφωτικών σχολών Χωροφυλακής. Με αποτέλεσμα οι Αξιωματικοί της Χωροφυλακής να είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη εκμάθησης γραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής στους άνδρες τους.[2] Στα δύο πρώτα άρθρα του διατάγματος του 1833, δηλωνόταν μόνο η υπαγωγή της ελληνικής χωροφυλακής στους γενικούς στρατιωτικούς νόμους και αποσαφηνιζόταν η αποστολή της.
Το έτος 1841, σημειώνεται μια μεγάλη απομάκρυνση πλήθους Βαυαρών αξιωματικών από την κρατική μηχανή, όμως όχι η αναμενόμενη ή του μεγέθους που όφειλε, με βάση λήξης της από την 1η Νοεμβρίου 1832 συνθήκης. Βάσει της συνθήκης αυτής, οι Βαυαροί όφειλαν να απομακρυνθούν από τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό, αλλά με διάφορα προσχήματα επιδιώχθηκε η παράταση παραμονής τους σε αυτόν. Όπως ήταν επόμενο αυτή η εξέλιξη προκάλεσε πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Στα πλαίσια των γενικότερων μεταβολών που σημειώθηκαν τότε, ήταν η αντικατάσταση του Ροσνέρ στην αρχηγία της χωροφυλακής από τον Κων/ο Βλαχόπουλο.[3]
Εκείνη την περίοδο, μετά την δολοφονία του Καποδίστρια και την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα, η εικόνα που παρουσίαζε η Ελλάδα συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν τρομακτικά δυσανάλογη. Οι Ευρωπαίοι επιτελείς θεωρούσαν ότι η ληστεία και η κλεφτουριά ήταν αποκλειστικά ελληνικά φαινόμενα που προξενούσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στον κρατικό μηχανισμό και στην κοινωνική συνοχή. Η νεοϊδρυθείσα βασιλική χωροφυλακή κατάφερε να τα αλλάξει άρδην όλα αυτά.
Εξέλιξη της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής: 1833-1906
Κατά την τελευταία περίοδο βασιλείας, του ο Όθωνας είχε απομονωθεί από τους βασικούς παράγοντες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας. Οι περισσότεροι υποστηρικτές του τον είχαν εγκαταλείψει, αλλά και οι ελάχιστοι που του είχαν απομείνει αφοσιωμένοι, παρέμεναν πιστοί σε αυτόν πιο πολύ από οίκτο στις εκκλήσεις του για συμπαράσταση, όπως ο Μιαούλης ή ο Κολοκοτρώνης. Η αποδρομή του ήταν σίγουρη και θέμα χρόνου.
Τα πράγματα είχαν ωριμάσει επικίνδυνα για την πτώση της Βασιλείας και η έκπτωση από τον θρόνο είχε γίνει δεκτή με ιδιαίτερη χαρά από πλήθος του λαού. Την επαύριον της φυγής του Όθωνα, όμως, διαφάνηκαν τα νέα αδιέξοδα που έφερνε η νέα εποχή. Ο Οθωνας, ως βασιλιάς, αποτελούσε μια κάποια δικαιολογία συνεννόησης των πολιτικών αρχηγών της ελεύθερης Ελλάδας. Ως γνωστόν, οι έριδες μεταξύ των κομμάτων μπορεί να είχαν κοπάσει, όμως δεν είχαν εξαλείφει πλήρως. Η αναρχία ακολούθησε τη φυγή του Βασιλιά και παρέλυσε σε μεγάλο βαθμό την κρατική μηχανή. Ο πολιτικός εκτροχιασμός με μετριασμένη ένταση, έμελλε να βασανίσει το πρώιμο ελληνικό κράτος για πολλά χρόνια ακόμα.
Το Σώμα της Χωροφυλακής επηρεάστηκε εξίσου. Ακολούθησε ένας εξοντωτικός διωγμός εναντίον των μελών και των παραγόντων της Χωροφυλακής, την οποία θεωρούσαν στυλοβάτη του παλαιού καθεστώτος. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε η κατάργηση του Αρχηγείου της Χωροφυλακής, με αποτέλεσμα το Σώμα να μείνει ακέφαλο και αδιοίκητο. Στην Αθήνα μάλιστα, είχαν ξεκινήσει συγκεκριμένες ενέργειες για την απομάκρυνση της Χωροφυλακής και την αντικατάστασή της από την Εθνοφυλακή ή την Εθνοφρουρά του Πανεπιστημίου. [4]
Τέλος στις αιτιάσεις της χωροφυλακής, έβαλε η ίδια η αποδιοργάνωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημήτριος Βούλγαρης, που αποτελούσε ένας από τους εξέχοντες πολέμιους του θεσμού της Χωροφυλακής και ο Πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, πήραν ανοιχτά θέση υπέρ της παραμονής της οργανωτικής μορφής του θεσμού με το Διάταγμα της 22ας Νοεμβρίου του 1863, το οποίο προέβλεπε την επανασύσταση του Αρχηγείου. Το ασταθές πολιτικό σκηνικό πυροδοτούνταν και από τις διαμάχες μεταξύ των κομμάτων, διαμάχες που πολλές φορές έφθαναν μέχρι και βαθιά μέσα στο σώμα της Βασιλικής Χωροφυλακής. Πολλές φορές επιβλήθηκε στη χωροφυλακή από τους κυβερνώντες η λήψη παράνομων μέτρων δίωξης πολιτικών αντιπάλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής: Κατά την προεκλογική περίοδο των Βουλευτικών εκλογών του 1868, είχε διαβιβασθεί στη Χωροφυλακή εσωτερικό πλαστό διωκτικό έγγραφο σε βάρος του πολιτικού αρχηγού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που διέτασσε την άμεση σύλληψή του. Δυστυχώς, η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε μέχρι και το τέλος του προπερασμένου αιώνα και πολλές φορές έφερε τη Χωροφυλακή σε δυσμενή θέση. [5]
Στις 21 Μαΐου του 1864, συντελείται η κορύφωση των μεγάλων εθνικοπολιτικών αγώνων, με την ένωση των Επτανήσων με την υπόλοιπη Ελλάδα. Η Χωροφυλακή αμέσως καλείται να σπεύσει για την τήρηση της τάξης. Ιδρύει, λοιπόν, στα Επτάνησα 4 Μοιραρχίες και 3 Υπομοιραρχίες. Οι Μοιραρχίες ιδρύθηκαν στην Κέρκυρα, στη Λευκάδα και στην Κεφαλονιά. Οι Υπομοιραρχίες ιδρύθηκαν και έδρασαν στην Ιθάκη, στους Παξούς και στα Κύθηρα. Στην ύπαιθρο χώρα, ιδρύθηκαν επίσης και ανάλογοι σταθμοί. Ο Επτανησιακός λαός επιφύλαξε θερμή υποδοχή στους άνδρες των σωμάτων, καθώς η έλευσή τους θεωρήθηκε ως και η επίσημη συμβολική πράξη ενώσεως.
Το 1881 έχει σειρά να ενσωματωθεί στην Ελληνική επικράτεια η Θεσσαλία και ο Νομός Άρτας. Στις νέες χώρες έσπευσαν να εγκατασταθούν υπηρεσίες χωροφυλακής. Ιδρύθηκαν τρεις νέες υπηρεσίες με Μοιραρχίες και Υπομοιραρχίες, στη Δομοκό, στον Αλμυρό, στον Βόλο και στον Τύρναβο. Η συμβολή τους στην προσπάθεια οργάνωσης της κοινωνικής ζωής αποτιμήθηκε ως καίρια, ενώ δε σημειώθηκαν προστριβές με τους ντόπιους πληθυσμούς.
Το 1906, η Χωροφυλακή ανασυντάχθηκε, αποκτώντας πλέον δικές της εγκαταστάσεις. Η Αθήνα, ο Πειραιάς και η Πάτρα απέκτησαν τη δική τους χωροφυλακή και παράλληλη αστυνόμευση, και η Χωροφυλακή διατήρησε υπό την ευθύνη της όλη την υπόλοιπη επικράτεια. Ανεπίσημα, στα επόμενα χρόνια, οι άνδρες της χωροφυλακής έδωσαν έμψυχο φόρο,συμμετέχοντας στους εθνικούς αγώνες, με την αρχή να σημειώνεται στον Μακεδονικό Αγώνα.
Σχετικές αναφορές:
[1] Οδυσσέας Δημητρακόπουλος, «Η Τελευταία φάση του αντιδυναστικού αγώνα και η έξωση του όθωνα», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΕΑ, Τόμος ΙΓ’, σελ 194-199.
[2] Δοκανάρης Στ. «Ελληνική Χωροφυλακή, εκατόν πενήντα χρόνια κοινωνικής προσφοράς». Αθήνα, 2009, Εκδοτική.
[3] Αποστόλου Β. Δασκαλάκη, «Η Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής», Αθήναι 1973 τόμος Α΄, σελ 50-54, «Η κατάρτιση στελεχών και αι σχολαί χωροφυλακής».
[4] ΓΑΚ-Οθωνικό Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών Φ.147, υπ αριθμ. 2360/27, Αυγ 1841, Διάταγμα Όθωνα.
[5] Αλεξ. Δρεμπέλας «Το ελληνικόν αστυνομικόν πρόβλημαν», Αθήνα 1977.