Της Ιωάννας Παπαγεωργακοπούλου,
Η σχέση του δικαίου με την ηθική αποτελεί ένα ζήτημα που απασχόλησε τόσο τον αρχαίο όσο και τον σύγχρονο ελληνικό κόσμο και προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό. Όλοι θυμόμαστε την τραγική κατάσταση με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η Αντιγόνη τη στιγμή που ο Κρέων απαγορεύει ρητώς την ταφή του αδερφού της, Πολυνείκη, με την απειλή της αυστηρής τιμωρίας σε όποιον παραβεί τη διαταγή αυτή. Η Αντιγόνη, από την άλλη πλευρά, ανακοινώνει την απόφασή της να θάψει τον αδερφό της σύμφωνα με τους θεϊκούς άγραφους νόμους που επιτάσσουν να μην παραμένει άταφο κανένα νεκρό σώμα. Το ζήτημα που ανακύπτει έγκειται ακριβώς στη σύγκρουση του θετικού/τεθειμένου δικαίου και των άγραφων νόμων που έχουν συνήθως θεϊκό υπόβαθρο, καθώς και στην ιεραρχία μεταξύ αυτών, δηλαδή στο ποιο από τα δύο υπερισχύει σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση.
Αυτή η διαμάχη μεταξύ γραπτού και άγραφου δικαίου οδηγεί στο διαχωρισμό μεταξύ της σχολής του φυσικού δικαίου και του νομικού θετικισμού. Από τη μια πλευρά, βρίσκονται οι θετικιστές που υποστηρίζουν ακράδαντα ότι το δίκαιο οφείλει την ισχύ του στο ωμό γεγονός της θέσπισής του, δηλαδή στα πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο έχει τεθεί και άρα δεν έχει απαραίτητα καμία σχέση με την ηθική. Από την άλλη πλευρά, οι φυσικοδικαϊστές υποστηρίζουν ότι πέρα από το θετικό δίκαιο υφίσταται ένα υπέρτερο δίκαιο που οφείλει την ισχύ του στη σύνδεσή του με βαθύτερες αξίες που είναι αναπόσπαστες από τη φύση του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Στη σχολή του κλασικού φυσικού δικαίου ανήκουν ο Αριστοτέλης και ο Θωμάς Ακυινάτης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το δίκαιο που ισχύει σε μία πόλη χωρίζεται σε φυσικό και νομικό, δηλαδή σε εκείνο που υπάρχει εκ φύσεως και σε αυτό που θεσπίζεται από μια ανθρώπινη πράξη. Το φυσικό δίκαιο διαθέτει παντού την ίδια ισχύ, ενώ το περιεχόμενο του νομικού καθορίζεται από την πράξη θεσπίσεως, πράγμα που σημαίνει ότι χωρίς τη θέσπισή του μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, δεν ασχολείται με τη σύγκρουση του φυσικού με το νομικό δίκαιο, διότι το φυσικό δίκαιο είναι αχώριστα δεμένο με τη φύση της εκάστοτε πόλης και επομένως δεν υφίσταται εκτός αυτής, ενώ παράλληλα το νομικό χαρακτηρίζεται από δεσμευτικότητα μόνο μέσα από την έμπρακτη συμμόρφωση με αυτό από τους κοινωνούς του και όχι απλώς από το ωμό γεγονός της θέσπισής του.Ο Θωμάς Ακυινάτης, από την άλλη πλευρά, διαφοροποιείται από τον Αριστοτέλη προσθέτοντας ένα τρίτο στοιχείο στη διμερή διαίρεση του Σταγειρίτη φιλοσόφου, εντείνοντας το θρησκευτικό στοιχείο του δικαίου. Διακρίνει το δίκαιο σε αιώνιο, φυσικό και ανθρώπινο. Το αιώνιο είναι απλησίαστο από τον ανθρώπινο νου, εκτός από το τμήμα που έχει αποκαλυφθεί στον άνθρωπο μέσα από ιερά κείμενα. Το φυσικό δίκαιο απορρέει από τον ορθό λόγο και μπορεί να το συλλάβει ο άνθρωπος με τον ορθό λόγο, ενώ το ανθρώπινο είναι το θεσπισμένο από την εκάστοτε εξουσία. Στη θεωρία του Θωμά Ακυινάτη χωρεί σύγκρουση του φυσικού με το ανθρώπινο δίκαιο, στη σύγκρουση, δε, αυτή υπερισχύει φυσικά το πρώτο. Ωστόσο, το δικαίωμα ανυπακοής αναγνωρίζεται από τον Ακυινάτη μόνο στην περίπτωση σύγκρουσης του ανθρώπινου με το αιώνιο δίκαιο.
Η σχολή του κλασικού φυσικού δικαίου παραχωρεί αργότερα τη θέση της στο νεότερο φυσικό δίκαιο, του οποίου υποστηρικτές είναι ο Thomas Hobbes, καθώς και ο John Locke. Στη νεότερη αυτή θεωρία η φύση λογίζεται εμπειρικά, ως το αποτέλεσμα παρατήρησης. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ως αφετηρία τίθεται το μεμονωμένο άτομο και όχι ολόκληρη η κοινωνία σε μια προσπάθεια να θεμελιωθεί η επιστημονικότητα του δικαίου. Σύμφωνα με τον Hobbes, η φύση του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από τον φόβο του βίαιου θανάτου και της αλληλοεξόντωσης, γεγονός που ωθεί τους ανθρώπους να θεσπίσουν κανόνες που θα περιορίζουν τις συμπεριφορές, με σκοπό την επιβίωση. Ο Locke, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι οι κλίσεις του ανθρώπου τον οδηγούν στην αυτοσυντήρηση και στην απόκτηση βασικών αγαθών για την επίτευξη αυτής, μέσα από την κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ωστόσο, το νεότερο δίκαιο αποτελεί μια προσπάθεια εκκοσμίκευσης του δικαίου, μέσω της απαλλαγής του από θρησκευτικά στοιχεία και της θεμελίωσης της ελευθερίας και της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, αξίες που αναγνωρίζουν το δικαίωμα αντίστασης στην εξουσία, όταν οι ελευθερίες αυτές καταπατώνται.
Ο θετικισμός διαιρείται σε κοινωνιολογικό, κρατικό και κανονιστικό. Στον κοινωνιολογικό θετικισμό εντάσσονται όλες οι θεωρίες που αναζητούν την ουσία του δικαίου σε απλά πραγματικά περιστατικά. Τέτοιες θεωρίες είναι ο νομικός ρεαλισμός, που διδάσκει ότι το δίκαιο ανήκει στη σφαίρα του όντος και όχι του δέοντος, καθώς και κοινωνιολογικές θεωρίες, που υποστηρίζουν ότι ο λόγος ισχύος του δικαίου θα πρέπει να αναζητηθεί στην επικρατούσα κοινωνική δύναμη ή στη συναίνεση των κοινωνών. Σύμφωνα πάλι με τον κρατικό θετικισμό, το κράτος νοείται ως απλό πραγματικό γεγονός γι’ αυτό και η αρμοδιότητά του αντλείται από την κυριαρχία (θεωρία των προσταγών). Τέλος, στον κανονιστικό θετικισμό ανήκει η θεωρία του Kelsen, σύμφωνα με την οποία η έννομη τάξη είναι διαιρεμένη σε βαθμίδες, στην κορυφή των οποίων βρίσκεται ο θεμελιώδης κανόνας, που υπαγορεύει την υπακοή στο Σύνταγμα.Μέσα από αυτή τη σύντομη ανάλυση της σχολής του φυσικού δικαίου και του θετικισμού αντιλαμβάνεται κανείς ότι και οι δύο θεωρίες παρουσιάζουν κενά και δεν είναι απόλυτα πειστικές. Η σχολή του φυσικού δικαίου δε μας εξηγεί πώς μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα για το δίκαιο τη στιγμή που η φύση του ανθρώπου είναι κάτι δύσκολα προσδιορίσιμο και δεν παραμένει αναλλοίωτο, ενώ ταυτόχρονα η θεωρία αυτή συνδέει άκριτα το δίκαιο με τη δικαιοσύνη. Από ποιον και με ποιον τρόπο καθορίζεται η φύση του ανθρώπου; Ο θετικισμός, παράλληλα, δε μας εξηγεί ποιο είναι αυτό το πραγματικό γεγονός που σηματοδοτεί τη θέσπιση του δικαίου. Ίσως η απάντηση στο ερώτημα, ποια είναι δηλαδή η σχέση του δικαίου με την ηθική, να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα από τις δύο ακραίες θεωρίες. Δεν είναι δυνατόν το δίκαιο να μην έχει καμία απολύτως σχέση με τη δικαιοσύνη, όπως ορίζει ο θετικισμός, ούτε όμως είναι δυνατόν η έννομη τάξη να στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο άγραφο δίκαιο και κάθε φορά που το θετικό δίκαιο συγκρούεται με το φυσικό να γίνεται επίκληση της ανωτερότητας του πρώτου έναντι του δεύτερου.
Γεννήθηκε το 2001 στο Μαρούσι και κατάγεται από τη Ναύπακτο. Είναι πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε πανευρωπαϊκές ημερίδες, όπως το Euroscola μέσα από διαγωνισμούς έκθεσης. Κατέχει την αγγλική και γερμανική γλώσσα, ενώ παρακολουθεί διαρκώς επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, τη μουσική, το debate και τα ταξίδια. Η αρθρογραφία αποτελεί αναπόδραστη συνέπεια της αγάπης της για το λόγο και ιδιαίτερα το γραπτό λόγο.