Του Γιώργου Ναθαναήλ,
Η Αγία Έδρα, μέχρι και σήμερα, διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη διάδοση του χριστιανισμού στην Οικουμένη και συνδράμει στην επίλυση πολλών ανθρωπιστικών προβλημάτων. Η κεφαλή της Αγίας Έδρας είναι ο επίσκοπος της Ρώμης. Ο Πάπας ενώνει τη δυτική χριστιανοσύνη κι εκφωνεί λόγους, που μέχρι και σήμερα αγγίζουν τις ψυχές των πιστών της. Αυτά, όμως, γίνονται στο πλαίσιο ενός ισχυρού έθνους-κράτους. Στους μεσαιωνικούς χρόνους, η Εκκλησία της Ρώμης είχε να σηκώσει τεράστια βάρη απέναντι στην τότε κοινωνία κι έπρεπε να επιτελέσει ένα ρόλο, που σήμερα δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε.
Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ήθελε από την αρχή να έχει τη δυνατότητα επέμβασης σε υποθέσεις κοσμικού χαρακτήρα και, γιατί όχι, να διεκδικήσει και την κοσμική εξουσία. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να οικοδομήσει μια πολιτική θεωρία με ισχυρά ερείσματα. Τα βήματά της διαφέρουν ως προς τον σκοπό τους, ο οποίος είναι πάντοτε μεγαλύτερος. Ξεκινούν από τη διασφάλιση των βασικών δικαιωμάτων της Έδρας και προοδευτικά φτάνουν στην αμφισβήτηση της κατοχής της auctoritas από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Η έννοια της auctoritas δε μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια στη νέα ελληνική γλώσσα. Ας δούμε τα βήματα της πολιτικής σκέψης της Παπικής Έδρας.
Από τον Άγιο Πέτρο έως τους ανάξιους κληρονόμους του
Η Ρώμη ξεκίνησε στα μέσα του 3ου αιώνα να διαδίδει την ιδέα πως η επισκοπή ιδρύθηκε από τον ίδιο τον απόστολο Πέτρο και πως αυτός ήταν ο πρώτος επίσκοπος της πόλης. Κάτι τέτοιο, όμως, δε θεωρείται σωστό, αφού τα ίχνη του Αγίου χάνονται το 42. Φυσικά, εκείνα τα χρόνια δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί στη Ρώμη χριστιανική επισκοπή. Αυτό συμβαίνει το 2ο αιώνα. Στα αντεπιχειρήματα πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός πως δε γινόταν κάποιος να είναι απόστολος κι εν συνεχεία να διατελέσει επίσκοπος. Αυτός, λοιπόν, είναι ο μύθος περί ίδρυσης της επισκοπής της Ρώμης από τον Πέτρο. Στη συνέχεια, οι Πάπες θα ερμηνεύσουν νομικά ένα εδάφιο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (16,18-19), όπου, όπως γράφεται, ο Χριστός έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών στον Πέτρο. Αυτό ερμηνεύτηκε ως παραχώρηση της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας στον Πέτρο, πράγμα που έκανε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία πολύ ισχυρή.
Φτάνουμε στον 5ο αιώνα. Το Δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας έχει καταρρεύσει κι οι νέοι πολιτικοί κυρίαρχοι χρησιμοποιούν τους ιερείς, που ήταν μορφωμένοι, στη σύσταση κρατικής μηχανής. Οι ιερείς κατάφεραν να εκχριστιανίσουν τη νέα κυρίαρχη τάξη και της έδωσαν όλα τα απαραίτητα νομιμοποιητικά στοιχεία για να μπορέσουν να εγκατασταθούν. Ο πάπας Λέων Α’, σε έναν λόγο του προς τον λαό της Ρώμης τα Χριστούγεννα, αποκάλεσε τον εαυτό του ως ανάξιο κληρονόμο του Πέτρου. Το βαθύτερο νόημα της δήλωσης είναι πολλαπλό. Αρχικά, αναπτύχθηκε η ιδέα ότι ο κάθε Πάπας ήταν διάδοχος του ίδιου του Πέτρου κι όχι του προηγούμενου Πάπα. Όσον αφορά τον όρο «κληρονόμος», οι εξαιρετικές νομικές γνώσεις των Παπών τούς έδωσε τη δυνατότητα να ερμηνεύσουν τον όρο, όπως αυτός βρίσκεται στο ρωμαϊκό δίκαιο. Ο κληρονόμος κληρονομεί τα πάντα από τον κληροδότη του. Στο μόνο που διαφέρουν είναι στα προσωπικά χαρίσματα. Οπότε, οι Πάπες κληρονομούν απευθείας από τον Πέτρο τις ισχυρές εξουσίες, που του παρέδωσε ο Χριστός. Αυτό οδηγεί στην κατοχή της ολικής εξουσίας για την Εκκλησία της Ρώμης. Επίσης, ο Πάπας με αυτόν τον τρόπο αποστασιοποιείται από την κοινότητα, με την οποία δεν έχει κανένα νομικό δεσμό. Αυτό συνεπάγεται την αδυναμία εκδίκασης του Πάπα. Για παράδειγμα, όταν ο Λέων Γ’ φυλακίσθηκε από τοπικούς αριστοκράτες της Ρώμης με πολύ βαριές κατηγορίες, κατάφερε να δραπετεύσει και να καταφύγει στην αυλή του Φράγκου βασιλιά, Καρλομάγνου. Ο τελευταίος πήρε τον Πάπα και τον στρατό του και κατέβηκε στη Ρώμη. Εκεί, ο Πάπας είπε απλά πως δεν αποδέχεται όλα όσα του προσάπτουν και κάπως έτσι έληξε η διαμάχη.
Το δόγμα του Γελάσιου και η Δωρεά του Μέγα Κωνσταντίνου
Με αφορμή το Ακακιανό σχίσμα, είχε έρθει η ώρα η Ρωμαϊκή Εκκλησία να συγκρουστεί με κάθε μορφή κοσμικής εξουσίας, προκειμένου να την καταλάβει. Ο Πάπας, Γελάσιος Α’, έστειλε μια επιστολή στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Αναστάσιο Α’. Ουσιαστικά, ο Πάπας διατύπωνε ότι οι δύο εξουσίες που υπήρχαν, παρ’ ότι δεν είχαν διαχωριστεί ξεκάθαρα, δεν ήταν ίσες. Διατύπωνε πως η πνευματική εξουσία του Πάπα είναι ανώτερη από την κοσμική του αυτοκράτορα (auctoritas>potestas). Κι η ανωτερότητα αυτή οδηγεί και στην αξίωση παρέμβασης σε κοσμικά ζητήματα από την Εκκλησία, διότι ο αυτοκράτορας είναι μέρος του ποιμνίου που πρέπει να σωθεί και γι’ αυτό θα λογοδοτήσει ο Πάπας στον Θεό τη μέρα της Κρίσης.
Προτού φτάσουμε στην Κωνσταντίνειο Δωρεά, πρέπει να πούμε πως η Εκκλησία της Ρώμης το 757 απέκτησε κρατική οντότητα με την παραχώρηση εδαφών από τον Φράγκο βασιλιά, τον Πιπίνο Γ’ τον Βραχύ. Κατείχε την περιοχή της Ραβέννας, που είχε κατακτήσει ο Πιπίνος, μία σειρά από πόλεις, που ένωναν την περιοχή της Ραβέννας με την περιοχή της Ρώμης. Η Ρώμη κι η γύρω περιοχή δεν είχε κατακτηθεί από τον Πιπίνο, αλλά δόθηκε στην Αγία Έδρα. Τα εδάφη αυτά ανήκαν στο Βυζάντιο, το οποίο δε μπορούσε να αντιδράσει τη δεδομένη στιγμή. Ο Φράγκος βασιλιάς ήταν πλέον αυτός που προστάτευε την Αγία Έδρα, η οποία μετά χαράς αποδεσμεύτηκε από τη βυζαντινή κυριαρχία.
Τα Χριστούγεννα του 800 ο Πάπας, Λέων Γ’, στέφει στη Ρώμη τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα Ρωμαίων. Μια κίνηση της οποίας τα αίτια ήταν η ιδέα της Ρώμης, πως εφόσον στο Βυζάντιο το θρόνο κατείχε γυναίκα, ο θρόνος είχε χηρεύσει και φυσικά ήταν ένας ιδανικός τρόπος για τον Πάπα να αποδείξει πως κατέχει κοσμική εξουσία. Η ενέργεια νομιμοποιήθηκε από ένα κείμενο, το οποίο είναι πλαστό, την Κωνσταντίνειο Δωρεά. Το κείμενο αυτό γράφει πως ο Μέγας Κωνσταντίνος έπασχε από λέπρα. Στο όνειρό του είδε δύο Αγίους και την επόμενη μέρα έστειλε ανθρώπους του να βρουν έναν ερημίτη για να του ερμηνεύσει το όνειρο. Αυτός του είπε πως είδε τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Ο αυτοκράτορας θεραπεύτηκε από τη νόσο, αφού πρώτα βαπτίστηκε χριστιανός, και φεύγοντας από τη Ρώμη έκανε επίσκοπο τον ερημίτη και του παραχώρησε την εξουσία του Δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Βέβαια, το κείμενο αποδείχθηκε πλαστό στα χρόνια της Αναγέννησης, αλλά είχε θέσει τις βάσεις για μια συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στη Δυτική αυτοκρατορία και τη Ρώμη. Οι κοσμικοί δεν αναγνώρισαν ποτέ στη Ρώμη την κατοχή κοσμικής εξουσίας και συνεπώς έβλεπαν τη στέψη από τον Πάπα ως επιβεβαιωτική κι όχι ως συστατική. Επίσης, οι Δυτικοί αυτοκράτορες θεωρούσαν πως ήταν κυρίαρχοι επί της Ρώμης, ενώ οι Πάπες θεωρούσαν πως αυτοί κυριαρχούν στην πόλη κι ότι απλά προστατεύονται από τον αυτοκράτορα και τους διαδόχους του. Τέλος, η Ρώμη με την άνοδο μιας γυναίκας στο θρόνο του Βυζαντίου, θεώρησε πως έπαψε να υφίσταται η αυτοκρατορία στην Ανατολή. Αντιθέτως, οι Δυτικοί αυτοκράτορες έβλεπαν το Βυζάντιο ισότιμα, αν και βέβαια θα χρησιμοποιήσουν τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, για να νομιμοποιήσουν τις συγκρούσεις του με την Ανατολή.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Ελένη Τούντα και Φιλήμων Παιονίδης, Θωμάς Ακινάτης, Μαρσίλιος της Πάδοβα, Μπαρτόλος του Σαξοφερράτο: Ύστερη μεσαιωνική πολιτική θεωρία, σελ. 18-25
- Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 16, 18-19
- MignePL 54, Cap. IV, col. 147 (ο λόγος του Λέοντα Α’)
- A.Thiel, EpistolaeRomanorumPontificumGenuinae, σελ. 350-351