Της Αγγελικής Κωνσταντάρα,
Το ερώτημα «πότε και πώς πρέπει να πεθάνουμε» πάντοτε ταλάνιζε τον ανθρώπινο νου με αποτέλεσμα να εξωθήσει τον άνθρωπο σε μια απόπειρα νοηματοδότησης της ζωής του αλλά και στην ερμηνεία του θανάτου. Στην σύγχρονη εποχή η τεχνολογική εξέλιξη έχει συντελέσει στην αναβάθμιση των ιατρικών μεθόδων, που καθιστούν την ευθανασία «δελεαστική», με αποτέλεσμα το θέμα να επανέλθει στο προσκήνιο. Όλο και περισσότερες χώρες υιοθετούν το μοντέλο της ευθανασίας, με την χώρα μας να αντιστέκεται. Οι αντίθετες και κάποτε αντιφατικές απόψεις πάνω στους όρους εφαρμογής της ευθανασίας, έχουν πυροδοτήσει μια σειρά ερευνών που αποσκοπούν στην διερεύνηση των παρακάτω ερωτημάτων. Κάτω από ποιες συνθήκες είναι αποδεκτός ο τερματισμός της ζωής; Ποιος ορίζει αυτές τις συνθήκες και σε ποιο βαθμό είναι ο άνθρωπος ελεύθερος να επιζητήσει τον θάνατό του; Παρατηρούμε ότι για να δοθεί ικανοποιητική απάντηση, είναι αναγκαία η προσέγγιση τη ευθανασίας στη βάση της διυποκειμενικότητας, του συστήματος δηλαδή ενστερνισμού των κοινωνικών κανόνων, υπό το πρίσμα της θρησκείας, της νομοθεσίας και της φιλοσοφίας. Παρόλα αυτά, ένα τέτοιο ζήτημα δεν παύει να αφορά τον ίδιο τον ασθενή και επομένως, σε τελική ανάλυση, το μείζον είναι ο σεβασμός στην αυτοδιάθεση και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ορισμός
Είναι καθολικά αποδεκτό πως ως ευθανασία (ευ + θάνατος < θνήσκω) καλείται η πρόκληση ενός ανώδυνου ψυχικά και σωματικά θανάτου με ορμητήριο την ευσπλαχνία, τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και συμπόνια σε ανθρώπους που βρίσκονται σε τελικό στάδιο ανίατης ασθένειας, βαρύτατου τραυματισμού ή βλάβης όπως είναι η ρήξη των εγκεφαλικών αγγείων. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε πως μέσω της ευθανασίας επιτυγχάνεται η επίσπευση της υπόκυψης του ανθρώπου στον επερχόμενο θάνατο που υλοποιείται από τρίτο πρόσωπο σε αντιδιαστολή με την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, η οποία έγκειται στον τερματισμό της ζωής ικανού πνευματικά ασθενούς από τον ίδιο με χορήγηση θανατηφόρων ιατρικών σκευασμάτων με ιατρική συναίνεση. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ η συμμετοχή στην ευθανασία συνιστά πλημμέλημα σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, ο συντελών στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία δεν κρίνεται καταδικαστέος.
Ανάλογα με τον τρόπο που πραγματοποιείται, η ευθανασία διακρίνεται σε δύο ευρείες κατηγορίες: την παθητική, δηλαδή τη μη χρήση ή την διακοπή της μηχανικής υποστήριξης που επιφέρει τον θάνατο του ασθενούς κατόπιν έγγραφης συναίνεσης του ίδιου ή της οικογένειάς του ή τις παραλείψεις στη χρήση θεραπευτικών μέσων και την ενεργητική, την επίσπευση του επικείμενου θανάτου με ενέργειες, όπως είναι η χορήγηση από τον θεράποντα στον πάσχοντα ενέσιμων σκευασμάτων ή θανατηφόρων φαρμάκων με ή χωρίς την απαίτηση του τελευταίου. Στην εκούσια ενεργητική ευθανασία συγκαταλέγεται η ηθελημένη ευθανασία για ψυχολογικούς ή ψυχιατρικούς λόγους, ενώ εξομοιώνεται από τον Ποινικό Κώδικα με ανθρωποκτονία, με αποτέλεσμα να διώκεται ποινικά από τα περισσότερα νομικά συστήματα.
Έντονη ήταν η ενασχόληση των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων με το ζήτημα. Ο Πλάτωνας στο έργο του «Πολιτεία» υποστηρίζει ότι αληθινός γιατρός είναι ο άρχων των σωμάτων και όχι ο εκμεταλλευτής τους, ενώ αντιδρά στην ανούσια επιμήκυνση της ζωής όταν έχει επέλθει το αδυσώπητο κάλεσμα του θανάτου. Παρόλο που αντιμετωπίζει την ζωή ως ανεκτίμητο αγαθό, επισημαίνει πως η ευθανασία λειτουργεί ευεργετικά τόσο για το άρρωστο άτομο όσο και για την κοινωνία που επενδύει τα έξοδα ατελεσφόρητης θεραπείας σε κοινωφελή έργα. Την ίδια άποψη περί κοινωνικής ωφέλειας υιοθετεί και ο Αριστοτέλης με την διαφορά ότι κατακεραυνώνει την αυτοκτονία ως υβριστική πράξη απέναντι στους νόμους και στην κοινωνία και επιτρέπει τον εσπευσμένο θάνατο μόνο σε ακραίες περιπτώσεις αβάστακτου πόνου.
Οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι φέρονται να τάσσονται άλλοτε υπέρ και άλλοτε κατά της ευθανασίας. Ο ριζοσπάστης φιλόσοφος Jean Jacques Rousseau (1712-1778) αναλύει την αξία της ζωής συναρτήσει των νόμων του κράτους καταθέτοντας την άποψη ότι η ζωή δεν είναι μόνο ευεργέτημα της φύσης αλλά και δώρο του κράτους. Ο Γερμανός Φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ, στη βάση της Αυτονομίας, υποστηρίζει την προσωπική ελευθερία εφόσον αυτή δεν προσκρούει στα δικαιώματα των συνανθρώπων μας και συναινεί στην πράξη της λύτρωσης σε περιπτώσεις που ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Η αυτοδιάθεση του σώματος είναι προσωπική υπόθεση για τον Καντ και δεν συγχέεται με την αυτοκτονία. Τέλος, ο σκεπτικιστής φιλόσοφος Nietzsche είναι υπέρμαχος του μόχθου και της αγόγγυστης υπομονής του πόνου υπό το σκεπτικό ότι με αυτό τον τρόπο εκτιμάται η αξία της ζωής και επιτυγχάνεται δυνητικά η καταξίωση και η εξέλιξη. Παρόλα αυτά, μέσω της ακόλουθης παρομοίωσης διαφαίνεται πιθανόν η συναίνεσή του στην παθητική ευθανασία. «Τι είναι πιο συνετό; Να σταματήσουμε μια μηχανή όταν έχει χαλάσει και έχει εκτελεσθεί το έργο της ή να την αφήσουμε να σταματήσει από μόνη της; Σε αυτή την περίπτωση δεν σπαταλάμε κάτι που θα ήταν αλλού απαραίτητο;»
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι απόψεις πάνω στο επιτρεπτό της ευθανασίας κινούνται σε δύο άξονες: την ωφελιμιστική αντίληψη που θέλει τον άνθρωπο αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας και την φιλελεύθερη, που απονέμει στον πάσχοντα ελευθερία αυτοδιάθεσης. Συνέπεια της πρώτης άποψης είναι η απαγόρευση της ευθανασίας στο βαθμό που «αλλοιώνει» την κοινωνική συνοχή, με την εκούσια αποβολή ενός ενεργού μέλους της. Από την άλλη πλευρά όμως, εφόσον ο άνθρωπος προσδιορίζεται από τον κοινωνικό του ρόλο, που συνίσταται στη μεγιστοποίηση της κοινής ωφέλειας, συνάγεται ότι η ευθανασία επιτρέπεται όταν ο πάσχων επιβαρύνει μάταια το κοινωνικό κράτος (σύστημα υγείας) εις βάρος των συμπολιτών του. Μια τέτοια άποψη όμως, φαίνεται να προσκρούει σε θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα που αντανακλώνται στο Σύνταγμά μας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 5 φαίνεται να αναγνωρίζει την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ τα άρθρα 2 και 25 μιλούν για προστασία της αξίας του ανθρώπου και των σύμφυτων δικαιωμάτων του. Από αυτές τις διατάξεις θα μπορούσε να προκύπτει το επιτρεπτό της αυτοδιάθεσης και κατ΄ επέκταση της ευθανασίας, τουλάχιστον της παθητικής. Όμως το Σύνταγμά μας φαίνεται να υιοθετεί μια πατερναλιστική στάση απέναντι στην προστασία του αγαθού της ζωής, απονέμοντας την προστασία του στην Πολιτεία. Η Πολιτεία αναλαμβάνει δηλαδή την στάθμιση της κρίσιμης κατάστασης του πάσχοντος και του δικαιώματός του στην αξιοπρεπή διαβίωση και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, αποφασίζοντας τελικά υπέρ της κοινωνικής συνοχής, από την άποψη ότι μία ελευθερία επιλογής του θανάτου θα ασκούταν καταχρηστικά (οδηγώντας σε αποδεκατισμό!). Τα δικαιώματα όμως – και δη το απόλυτο δικαίωμα στην προσωπικότητα – δεν μπορεί να αποτελούν αντικείμενα στάθμισης, γιατί διαφορετικά δεν υφίστανται. Ελλείψει σχετικής απαγορευτικής διάταξης για την ευθανασία, καταλαβαίνουμε ότι τελικά το Σύνταγμα δεν «επιτρέπει ό,τι δεν απογορεύει», καθώς φαίνεται να μη δείχνει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στην κρίση των κοινωνών περί αυτοδιάθεσης και πόσο μάλλον των ασθενών, που ο πόνος τους θολώνει.
Υπέρ του ανεπίτρεπτου της ευθανασίας συνηγορεί και η εκκλησία που την εξομοιώνει με αυτοκτονία. Σύμφωνα με τον Χριστιανισμό, η ζωή καθίσταται θείο δώρο «έξωθεν» και «άνωθεν» και επομένως δεν αποτελεί ανθρώπινη ιδιοκτησία. Ο άνθρωπος, ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δημιούργημα, αναλαμβάνει την ευθύνη ενάρετου βίου, για να εκπληρώσει τον απώτερο σκοπό της αγιοσύνης. Ο Απόστολος Παύλος τονίζει ότι το σώμα μας είναι ναός του Θεού και από εκεί πηγάζει η υποχρέωσή μας να το φροντίζουμε ώστε να δοξάζουμε τον Δωρητή. Πολλοί είναι εντούτοις οι πατέρες της Εκκλησίας που θεωρούν τον πόνο ευεργετικό και ενοποιητικό στοιχείο που δημιουργεί δεσμούς αγάπης. Με αφετηρία την θέση αυτή, η ορθόδοξη παράδοση παρουσιάζεται αμετάκλητη και αρνητική απέναντι στην ευθανασία εφόσον είναι μάταιη και καταστέλλει το έργο του Δημιουργού. Τέτοιες αντιλήψεις έχουν ενσωματωθεί στην κοινή συνείδηση, όμως αμφισβητούνται με το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας. Εφόσον μιλάμε για τελικό στάδιο ανίατης ασθένειας, ο σωματικός πόνος είναι φρικτός και η επίγνωση ότι δεν υπάρχει ελπίδα για ανάρρωση τον ενισχύει. Όση ψυχική δύναμη κι αν αντλείται από την προσευχή, η πνευματική και σωματική παράλυση φθείρουν ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό ενός άλλοτε δραστήριου ανθρώπου, που αντιμετωπίζει πλέον την ύπαρξή του ως βάρος απέναντι στους αγαπημένους του. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ανθρώπινη ζωή είναι άξια φροντίδας και προστασίας, ενώ η ευθανασία αποτελεί την έσχατη λύση σε περιπτώσεις που η ασθένεια έχει «κακοποιήσει» τόσο τον ασθενή, ώστε η απαλλαγή από το πονεμένο σώμα να διαφυλάσσει τελικά την αξιοπρέπειά του.
Συνοψίζοντας, το δικαίωμα επιλογής στο θάνατο είναι αμφισβητήσιμο και το κατά πόσο θα έπρεπε ή όχι να κατοχυρωθεί απαιτεί εναργή επιχειρηματολογία και πολλή συζήτηση. Εκείνο όμως που τελικά έχει σημασία είναι η διαφύλαξη της αξίας του ίδιου του ανθρώπου, με την παροχή έμπρακτης υπεράσπισής της. Οι κοινωνικές αντιλήψεις μπορεί να παίζουν καταλυτικό ρόλο στην συγκρότηση σε ενιαίο σύνολο και την συνεργασία, δεν είναι όμως σε θέση να πριμοδοτηθούν έναντι της προσωπικής εκτίμησης περί πόνου και αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό και η διστακτικότητα του νομοθέτη στη θεσμοθέτηση της ευθανασίας είναι μεγάλη, καθώς η κατοχύρωση ενός τέτοιου δικαιώματος θα εμπόδιζε την αποφασιστική πρόσμειξη της κοινής γνώμης πάνω στο επιτρεπτό της ευθανασίας. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως το υποκειμενικό στοιχείο που περιβάλλει την έννοια της ευθανασίας προσκρούει σε παγιωμένες αντιλήψεις, κάτι που καθιστά την ρύθμισή της δυσμενή. Οφείλουμε πάντως να αντιμετωπίζουμε τα άτομα που επιλέγουν την ευθανασία με επιείκεια και ενσυναίσθηση, χωρίς επικριτική διάθεση, όπως άλλωστε αρμόζει σε κάθε άνθρωπο…
Γεννήθηκε το 2001 στην Πάτρα, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπουδάζει στην Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιλογή της σχολής αυτής είναι σε αρμονία με τα ενδιαφέροντά της, καθώς έχει συμμετάσχει σε συνέδρια προσομοίωσης επιτροπών του Ο.Η.Ε (MUN), της Unesco αλλά και σε προσομοίωση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) σε ρόλο δικαστή αλλά και συνηγόρου. Της αρέσει επίσης να συμμετέχει σε ρητορικά αγωνίσματα, όπως το debate. Στον ελεύθερό της χρόνο, απολαμβάνει να παίζει πιάνο, να ταξιδεύει και να παρακολουθεί ταινίες, ενώ η χορωδία είναι το δεύτερό της σπίτι.