Της Σωτηρίας Κόρδα,
Το βράδυ του Σαββάτου έκλεισαν οι κάλπες για τους Ιρλανδούς ψηφοφόρους, οι οποίοι κλήθηκαν να ψηφίσουν την πολιτική ομάδα της αρεσκείας τους, ώστε να τους εκπροσωπήσει στο Κοινοβούλιο. Σε αυτές τις αμφίρροπες κατά τ’ άλλα βουλευτικές εκλογές, ο επί τρία έτη πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ βρίσκεται απέναντι από το φανερά ανερχόμενο κόμμα Σιν Φέιν, το οποίο φαίνεται να αναζητά ήδη συμμάχους για συνασπισμό, προτού ολοκληρωθεί η συνολική καταμέτρηση των ψήφων.
Αρχικά, είναι γεγονός πως η Ιρλανδία έχει ένα πολύπλοκο εκλογικό σύστημα. Συγκεκριμένα, οι Ιρλανδοί πολίτες μπορούν να ψηφίσουν υπέρ μιας πολιτικής ομάδας ή κόμματος για να εκπροσωπήσει την περιοχή τους στο Κοινοβούλιο, ενώ παράλληλα μπορούν να διαλέξουν και την δεύτερη και τρίτη επιλογή τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι ψήφοι κατανέμονται αναλόγως, έως ότου καλυφθούν όλες οι θέσεις. Στην Ιρλανδική Δημοκρατία διεξάγονται γενικές εκλογές, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης. Η Κάτω Βουλή Ιρλανδίας, ή αλλιώς Ντάιλ, απαιτεί εκλογές τουλάχιστον κάθε επτά έτη, με βάση το Σύνταγμα. Το κυριότερο σώμα του Κοινοβουλίου της Ιρλανδίας αποτελείται από τον Ιρλανδό Πρόεδρο και την Ιρλανδική Γερουσία (ή Άνω Βουλή). Οι Ιρλανδικές εκλογές χαρακτηρίστηκαν από τρία μεγάλα κόμματα. Αρχικά, το Φίνε Γκάελ του πρωθυπουργού Βαράντκαρ, το οποίο απέσπασε 20.09%, 4.7 μονάδες κάτω από τις εκλογές του 2016. Το φιλελεύθερο Φιάνα Φαιλ, έχασε 2 μονάδες από τις προηγούμενες εκλογές, λαμβάνοντας το 22.2% των ψήφων και τέλος, το εθνικιστικό-αριστερό κόμμα, Σιν Φέιν, το οποίο είχε χαρακτηριστεί ως παρακλάδι του IRA, κατά τις ταραγμένες εποχές των “Troubles” στην Βόρειο Ιρλανδία, έκανε ένα θεαματικό άλμα 10 ποσοστιαίων μονάδων, λαμβάνοντας 24.5% και κερδίζοντας την πρώτη θέση, διεκδικώντας θέση στην επόμενη κυβέρνηση, χωρίς όμως να κερδίζουν την πλειοψηφία των εδρών. Τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν την ιστορική νίκη, δεν είναι το ζήτημα μιας ενοποιημένης Ιρλανδίας, που το Σιν Φέιν θέλει, αλλά οι πολιτικές λιτότητας των τελευταίων χρόνων, που οδήγησαν σε μια μεγάλη στεγαστική κρίση στην Ιρλανδία, δημιουργώντας εκατοντάδες-χιλιάδες άστεγους, αλλά και η υποβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα ιρλανδικά μέσα ενημέρωσης, τα δύο κεντροδεξιά κόμματα που κυριαρχούν στην πολιτική ζωή της Ιρλανδίας εδώ και έναν αιώνα, το Φίνε Γκάελ και το Φιάνα Φέιλ, έχουν και τα δύο αποκλείσει το ενδεχόμενο συνεργασίας με την ηγέτιδα του Σιν Φέιν, Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ, που αποτελεί τμήμα της πρώην πολιτικής πτέρυγας του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού αλλά και της παραστρατιωτικής οργάνωσης που πολέμησε την βρετανική κυριαρχία την Βόρεια Ιρλανδία. Τονίζουν μάλιστα, πως υπάρχει πολιτική ασυμφωνία μεταξύ τους. Ο πρώτος γύρος καταμέτρησης των ψήφων αναδεικνύει το Σιν Φέιν στην κορυφή, εξασφαλίζοντας το 24,5% των ψήφων, γεγονός που ξαφνιάζει, καθώς αυτή τη φορά οι υποψήφιοι στις εκλογές ήταν μόνο 42, σχεδόν δύο φορές λιγότεροι από τα δύο κεντροδεξιά κόμματα. Η ΜακΝτόναλντ αναφέρει χαρακτηριστικά πως προτεραιότητα είναι η συνεργασία με άλλα συγγενή αριστερά κόμματα, αλλά δεν αποκλείει πιθανή συνομιλία με τα δύο κεντροδεξιά κόμματα. Δήλωσε ακόμα, πως οι Ιρλανδοί ψήφισαν “υπέρ της αλλαγής”, εξού και η άνοδος των ψήφων σε αντίθεση με τις προβλέψεις.
Εν τέλει, λόγω της πολυπλοκότητας του συστήματος, οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την κατανομή των 160 εδρών μπορούν να διαρκέσουν από μερικές εβδομάδες έως και μήνες. Άλλωστε, οι διαδικασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης διήρκεσαν δύο μήνες στις τελευταίες εκλογές του 2016. Είναι ωστόσο, βέβαιο πως η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, το πολυσυζητημένο Brexit, διαδραματίζει καίριο ρόλο και σίγουρα θα επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα.