20 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΆρση παράνομου χαρακτήρα πράξης σε περίπτωση ζημίας από ιατροχειρουργική επέμβαση

Άρση παράνομου χαρακτήρα πράξης σε περίπτωση ζημίας από ιατροχειρουργική επέμβαση


Της Αλεξάνδρας Οικονόμου, 

Ένα κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί θεωρία και νομολογία είναι αυτό της ευθύνης του ιατρού σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του ασθενούς κατά τη διάρκεια ιατροχειρουργικης επέμβασης. Οι τομείς του δικαίου που γεννούν ευθύνη είναι ο τομέας του αστικού δικαίου με τη μορφή της αδικοπραξίας κι ο τομέας του ποινικού δικαίου με τον κολασμό της πράξης στα άρθρα 308-310,314 (εξ αμέλειας) ή 302 (σε περίπτωση θανάτου του ασθενούς) του Ποινικού Κώδικα.

Ως προς το κομμάτι της αδικοπραξίας, το ζήτημα που τίθεται αφορά το χαρακτήρα της πράξης ως παράνομης (914 του Αστικού Κώδικα). Προκειμένου να γεννηθεί αξίωση του ασθενούς από αδικοπραξία, πρέπει η πράξη να είναι παράνομη με την έννοια της παράβασης όχι μόνο γραπτού αλλά και του άγραφου κανόνα επιμελείας, που πηγάζει τόσο από το άρθρο 288 του Αστικού Κώδικα, όσο και από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και τα πορίσματα της επιστήμης.

Ειδικά, στο ζήτημα των χειρουργικών επεμβάσεων γίνεται μια διάκριση: Αν η επέμβαση γίνεται για ιατρικούς θεραπευτικούς λόγους, τότε η άρση του παράνομου χαρακτήρα της πράξης λαμβάνει χώρα με την έγκυρη συναίνεση του ασθενούς. Ειδικότερα, η τελευταία πρέπει να διαμορφώνεται ελεύθερα και κατόπιν πλήρους ενημέρωσης του ασθενούς ως προς τις τυχόν συνέπειες και τους κινδύνους, που συνεπάγεται η πράξη αυτή. Απαιτείται επιπλέον, να υπάρχει συνείδηση των συνεπειών που συνεπάγεται η συναίνεση, δηλαδή ο ασθενής να γνωρίζει ότι αυτή η δήλωση βουλήσεως οδηγεί στην απαλλαγή από την ευθύνη του ιατρού, αν επέλθει κάποια βλάβη που εντάσσεται στους λεγόμενους τυπικούς κινδύνους του χειρουργείου. Αν, λοιπόν, έχει δοθεί η συναίνεση κι ο ασθενής υποστεί μια βλάβη παρά το γεγονός ότι ο ιατρός λειτούργησε σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης (de lege artis), τότε δεν μπορεί να γεννηθεί ευθύνη για βλάβη, που είναι σύμφυτη με τη ιατρική πράξη.Αν, όμως, ο ιατρός δεν ακολούθησε τη σωστή μέθοδο ή κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης επέδειξε αμέλεια ως προς τυχόν βλάβη της υγείας ή του σώματος του ασθενή, δεν υφίσταται απαλλαγή από την ευθύνη. Κρίσιμη για την άρση του παράνομου χαρακτήρα είναι η στάθμιση των αγαθών που συγκρούονται. Από τη μια, η ζωή κι η υγεία κι από την άλλη η σωματική ακεραιότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θεωρείται επιτρεπτή η βλάβη του σώματος χάριν της σωτηρίας της ζωής (π.χ. ακρωτηριασμός μέλους του σώματος προς αποφυγή απώλειας ζωής).

Υποστηρίζεται έντονα και στο πεδίο του αστικού δικαίου η θεωρία της επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης, σύμφωνα με την οποία σε κάθε περίπτωση δε νοείται ευθύνη του θεράποντος ιατρού, αν η βλάβη αγαθού προκλήθηκε από κίνδυνο σύμφυτο με την ιατρική πράξη, αφού ο ιατρός δεν μπορεί να αποκλείσει την επέλευση αυτού. Η αρχή αυτή δηλώνει ότι κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα και να του χρεωθεί μια πράξη, που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να αποφύγει .

Διαφορετική ευθύνη διαμορφώνεται στην περίπτωση που η ιατρική επέμβαση γίνεται για αισθητικούς λόγους. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν ο ασθενής υποστεί βλάβη, δε νοείται άρση του παράνομου χαρακτήρα της πράξης κι απαλλαγή του ιατρού, καθώς κατά τη στάθμιση των εννόμων αγαθών που συγκρούονται υπερισχύει η ζωή κι η σωματική ακεραιότητα έναντι της καλαισθησίας.

Στο πεδίο του ποινικού δικαίου, η λογική που ακολουθείται δεν αποκλίνει ιδιαίτερα. Οι λόγοι άρσης του αδίκου σε αυτές τις περιπτώσεις θεμελιώνονται είτε στην κατάσταση ανάγκης (άρθρο 25 του Ποινικού Κώδικα) είτε στη συναίνεση του ασθενούς. Στην περίπτωση της κατάστασης ανάγκης, γίνεται και σε αυτή την περίπτωση στάθμιση των αγαθών που προσβάλλονται σε σχέση με εκείνα που σώζονται. Απαιτείται το σωζόμενο αγαθό να είναι ουσιωδώς ανώτερο από αυτό που βλάπτεται. Αν δεν συμβεί αυτό, η μόνη λύση είναι η προσφυγή στην κατάσταση ανάγκης ως λόγο άρσης του καταλογισμού, κατά το άρθρο 32 του Ποινικού Κώδικα, που απαιτεί η προκληθείσα ζημία να είναι ανάλογη της ωφέλειας.Τέλος, ως προς την ύπαρξη συναίνεσης, οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά είναι οι εξής:

  1. Η έγγραφη συναίνεση του ασθενούς,
  2. Η έγκυρη δήλωση βουλήσεως, με την έννοια ότι γίνεται αντιληπτή η συνέπεια της άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του θεράποντος ιατρού,
  3. Η πλήρης ενημέρωση αναφορικά με τη θεραπεία ή το χειρουργείο, αλλά και με τις συνέπειες που μπορεί να επέλθουν,
  4. Η de lege artis επιλογή θεραπείας και η εκτέλεση αυτής από το θεράποντα ιατρό.

Πηγές
  • Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών σελ. 135-136
  • Καϊάφα-Γκμπαντί, Μανωλεδάκης, Γενικό Ποινικό, σελ. 656-657
  • Χωραφάς, Εγχειρίδιο Ποινικού δικαίου, σελ. 218-219
  • ΑΠ 956/2010
  • ΑΠ 2323/2009 (περί αμέλειας)
  • Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 557-558

Αλεξάνδρα Οικονόμου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Οικονόμου
Αλεξάνδρα Οικονόμου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.