Της Ανδριάνας Γιάτσιου,
Ο Καπετάν Κώττας (Κωνσταντίνος «Κώττας» Χρήστου ή βουλγαρικά Κώτε Χρήστωφ) ήταν σλαβόφωνος οπλαρχηγός που συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα. Θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες του αγώνα. Πριν την ένταξή του, πολέμησε με την Εσωτερική Μακεδονική Ανδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), εναντίον των Οθωμανών. Η στάση του διαχωρίστηκε από την ΕΜΕΟ, λόγω των βιαιοπραγιών σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών.
Το χωριό του Κώττα (πρώην Ρούλια) στη Φλώρινα γινόταν συχνά εύκολος στόχος οθωμανικών στρατευμάτων και ατάκτων, που προκαλούσαν κατά καιρούς καταστροφές, λεηλασίες και φόνους, γιατί βρισκόταν πάνω σε κεντρική οδική αρτηρία. Ο Καπετάν Κώττας πέρασε από πολλές δουλειές, ως παντοπώλης στην οικογενειακή επιχείρηση, πανδοχέας, αγωγιάτης. Το 1880 κατατάχτηκε στο σώμα των Φαχρήδων, πολιτοφυλακής που συγκροτούνταν από Χριστιανούς με σκοπό την πάταξη της ληστείας. Από το 1893 έως το 1896, ο Κώττας διατέλεσε πρόεδρος (μουχτάρης) της Ρούλιας, ώσπου ήρθε σε ρήξη με το μπέη της Καπεστίτσας, Κασίμ Αγά. Ο αγάς κατείχε το ένα από τα δύο πανδοχεία της Ρούλιας, με το άλλο να είναι κοινοτικό. Ο Κασίμ Αγάς δεν επέτρεπε την ενοικίαση και λειτουργία του κοινοτικού, ώστε να μη χάνει κέρδη, με τους κατοίκους να διαμαρτύρονται, καθώς το πανδοχείο ήταν ένας τρόπος βιοπορισμού για αρκετούς. Ο Κώττας τότε, ενοικίασε το πανδοχείο, γεγονός που προκάλεσε τον Κασίμ και τον οδήγησε σε απόπειρα δολοφονίας του Κώττα, ο οποίος σώθηκε, καθώς τον έκρυβαν κάτοικοι του χωριού.
Το 1897, ο Κώττας, εγκαταλείποντας τη Ρούλια, ανέβηκε αντάρτης στα βουνά, ακολουθώντας τον Γεώργιο Δούλα (Νταβέλη). Η κατάσταση ήταν έκρυθμη λόγω της Μακεδονικής Επανάστασης του 1896 που ήταν ακόμα σε εξέλιξη αλλά και του επικείμενου Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Ο Κώττας άρχισε να καταδιώκει Οθωμανούς άρχοντες και έδωσε αρκετές μάχες με οθωμανικά στρατεύματα. Την άνοιξη του 1897, η φήμη της δράσης του Κώττα ήταν τέτοια, που 28 νέοι των καλύτερων οικογενειών του Μοναστηρίου, είχαν προετοιμαστεί και εξοπλιστεί, προκειμένου να τεθούν υπό την ηγεσία του Κώττα. Η δράση του σώματος του Κώττα στρεφόταν κατά των Οθωμανών. Τα σχέδια, όμως, αυτά ματαιώθηκαν με την ατυχή έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου το 1897.
Το 1898 ήρθε σε επαφή με την ΕΜΕΟ, που εκείνο τον καιρό δρούσε, επίσης, κατά Οθωμανών δυναστών. Διατηρώντας την αυτονομία των κινήσεών του, εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ. Για τον Κώττα, μεγαλύτερη σημασία είχε η συσπείρωση όλων των χριστιανών κατά του οθωμανικού ζυγού, λέγοντας «ας σκοτώσουμε πρώτα την αρκούδα και για το τομάρι, είναι εύκολο να το μοιράσουμε». Το 1898 σημείωσε μεγάλες επιτυχίες, εξοντώνοντας Τούρκους μπέηδες και φοροεισπράκτορες που καταπίεζαν ιδιαίτερα σκληρά τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Φλώρινας.
Το 1899, όταν η ΕΜΕΟ άρχισε να γίνεται επιθετική προς το ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας, ο Κώττας προσπάθησε να έρθει σε επαφή με το Μητροπολίτη Καστοριάς, Φιλάρετο Βαφείδη, χωρίς καμία όμως επιτυχία.
Το 1900, ο Κώττας με το σώμα του εξόντωσαν τον Κασίμ Αγά, ισχυρότερο μπέη της περιοχής. Τον ίδιο καιρό, αναδιοργάνωσε το σώμα του, στο οποίο τώρα συμπεριλαμβάνονταν ο Μήτρος Βλάχος, ο Κωνσταντίνος Νάστος και άλλοι. Όμως, ο Βούλγαρος κομιτατζής Μοσκώφ απαίτησε, εκείνη την περίοδο, από την ΕΜΕΟ την αρχηγία στην περιοχή Καστοριάς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, καθώς οι Βούλγαροι δε μπορούσαν να επιβάλλουν κάποιον αρχηγό στον Κώττα. Επίσης, οι επιτυχίες του Κώττα ενάντια στην τουρκική ηγεμονία, τον είχαν ήδη καταστήσει ηγετική φυσιογνωμία και ελπίδα των κατοίκων της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους, ο Γκεόργκι Ιβάνωφ ανέλαβε τη γενική αρχηγία στις περιφέρειες Καστοριάς και Φλώρινας και ο Κώττας διατάχτηκε να τον υπακούει. Πολλοί διαφώνησαν ανοιχτά με τη νέα ηγεσία και επέστρεψαν στον Κώττα, ο οποίος είχε αποσυρθεί, αρνούμενος να συμμετέχει σε επιχειρήσεις υπό τον Ιβάνωφ, που θα είχαν ως σκοπό την τρομοκράτηση του μακεδονικού Ελληνισμού. Η οριστική ρήξη επήλθε, όταν ο Ιβάνωφ του ζήτησε να μεσολαβήσει, ώστε να μπορέσει να κινηθεί ελεύθερα στον κάμπο της Φλώρινας, προκειμένου να καταδιώξει έναν αντιρρησία της ηγεσίας του. Ο Κώττας υποχώρησε και του παράσχε ασφαλή πορεία, μη γνωρίζοντας ότι ο Ιβάνωφ σκόπευε να δολοφονήσει τον Έλληνα προύχοντα του Αγίου Παντελεήμονα. Ο Κώττας τότε, αποκόπηκε από την ΕΜΕΟ, ανασυντάχθηκε και διέφυγε σε ασφαλές καταφύγιο στην Καστοριά, γνωρίζοντας ότι θα κυνηγηθεί. Έγιναν πολλές προσπάθειες να τον απομονώσουν από το σώμα του (προσκλήσεις για συζήτηση στη Σόφια, προσπάθεια χρηματισμού των συντρόφων του), αλλά όλες απέτυχαν. Ο Κώττας είχε ισχυρό έρεισμα στον ελληνικό πληθυσμό, οι οποίοι του παρείχαν ό,τι χρειαζόταν, από καταφύγιο μέχρι και ιατρική βοήθεια, όταν τραυματιζόταν.
Μετά τη ρήξη του Κώττα με τη βουλγαρική πλευρά, ήλθε σε επαφή με τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου, Σταμάτιο Κιουζέ Πεζά, με τον οποίον, έκτοτε, ήταν σε συχνή επικοινωνία, προκειμένου να συντονιστεί η ελληνική δράση. Εν τω μεταξύ, στις αρχές του 1901, είχε αφιχθεί στην Καστοριά, ο νέος μητροπολίτης, Γερμανός Καραβαγγέλης, σε περίοδο που η ΕΜΕΟ, είχε εξαπολύσει τα χειρότερά της μέσα κατά των Ελλήνων (δολοφονίες ιερέων, προκρίτων και δασκάλων). Τα μέσα αυτά ανάγκασαν τους κατοίκους των χωριών να τα εγκαταλείψουν μαζικά και να εγκατασταθούν στην πόλη της Καστοριάς. Ο Κώττας προσπαθούσε να τους διατηρήσει ψηλά το ηθικό, προκαλώντας την οργή των Βουλγάρων. Ο Κώττας την εποχή εκείνη θεωρούνταν, όπως διαπίστωσε και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, «προστάτης των Ορθοδόξων και το φόβητρο των Βουλγάρων» και είχε καλλιεργήσει το κλίμα, ώστε να δημιουργηθούν οι πρώτοι αντιστασιακοί πυρήνες.
Η συμβολή του Κώττα και η συνδρομή του στους ελληνικούς πληθυσμούς, την ώρα που βάλλονταν από Τούρκους και Βουλγάρους, είναι και θα είναι για πάντα αξιομνημόνευτη. Εκτός αυτού, όμως, ο Κώττας έθεσε και τις βάσεις για την περαιτέρω οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Είχε συναντηθεί με το διάδοχο Κωνσταντίνο, στον οποίο εξέθεσε την κατάσταση που επικρατούσε, με την Ελλάδα να εμπλέκεται πια επίσημα στο Μακεδονικό. (Ιανουάριος 1904). Πράγματι, τον Φεβρουάριο του 1904, ο Παύλος Μελάς πραγματοποίησε την πρώτη του περιοδεία στη Μακεδονία. Η βουλγαρική πλευρά, αμέσως, αντιλήφθηκε ότι ο Κώττας είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης που έως τότε ήταν αμέτοχη και τον απειλούσαν συνεχώς με επιστολές.
Τον Μάϊο του 1904, ο Κώττας συνελήφθη στη Ρούλια από οθωμανικό απόσπασμα. Η σχετική απόφαση χρεώνεται από πολλούς ιστορικούς στον Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος ήθελε να διατηρήσει κρυφή τη δράση των Ελλήνων στη δυτική Μακεδονία και φοβόταν ότι ο Κώττας, που πρόσφατα μιλούσε με τον Μήτρο Βλάχο της ΕΜΕΟ, μπορεί να διακινδύνευε τις μυστικές ταυτότητες όλων.
Ο Κώττας μεταφέρθηκε στις φυλακές Μοναστηρίου. Ο Μήτρος Βλάχος κυνήγησε τη γυναίκα και τα παιδιά του, καίγοντας το σπίτι του στη Ρούλια. Κατά την κράτησή του, έγιναν πολλές προσπάθειες από τον πρόξενο Μοναστηρίου Πεζά και το μητροπολίτη Καστοριάς, για την αποφυλάκιση του Κώττα, με τις οθωμανικές αρχές να παραμένουν ανένδοτες.
Ο απαγχονισμός του αποφασίστηκε για το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1905. Απαίτησε να του φέρουν Έλληνα ορθόδοξο ιερέα που τον μετάλαβε και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ της πόλης του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή έως την πλατεία ο Κώττας Χρήστου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ξέφυγε από τους φρουρούς του και διέφυγε στα στενά σοκάκια της πόλης. Ακολούθησε τεράστια κινητοποίηση των οθωμανικών δυνάμεων και ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους της πόλης και τελικά συνελήφθη. Οδηγήθηκε τελικά στην πλατεία Ατ Παζάρ και εκεί ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια. Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς), κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο.
Βιβλιογραφία
- Ρούσσος Γ., Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού έθνους 1826-1974, Αθήνα, 1975