Της Βασιλείας Τζιτζικάκη,
Το Μιλάνο είναι μία πόλη η οποία, αν και πολύ μεγάλη σε μέγεθος, είναι δυνατό να εξερευνηθεί σε ένα 24ωρο. Είναι γνωστή ως η πόλη της μόδας και πολλές φορές έχει ακούσει κανείς γι’ αυτήν, χωρίς όμως να αποζητήσει να την επισκεφθεί για την πραγματική της ομορφιά. Η φήμη της για την μόδα επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα και προσελκύει, κυρίως τους οι λάτρεις αυτής. Λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν ότι η πρωτεύουσα της Λομβαρδίας αποτελεί πέραν από βιομηχανικό και οικονομικό κέντρο της Ιταλίας και μία από τις πιο κοσμοπολίτικες πόλεις της. Φημίζεται ανά τον κόσμο για την λυρική της όπερα και για την διάσημη Σκάλα του Μιλάνου. Όλοι όσοι το επισκέπτονται, φωτογραφίζονται στη γνωστή πλατεία Duomo, αλλά ελάχιστοι από αυτούς γνωρίζουν ότι μπορεί κανείς με ένα εισιτήριο να βρεθεί στην κορυφή του περίφημου καθεδρικού ναού, που είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος γοτθικός ναός του κόσμου, και να θαυμάσει τη θέα της πόλης, από ψηλά. Η γκαλερί Βιτόριο Εμανουέλε ΙΙ, είναι το σημείο κατατεθέν της πόλης και φημίζεται για τους γνωστούς οίκους της, τα ακριβά καταστήματα ρούχων, υποδημάτων και κοσμημάτων τα οποία είναι η πηγή και η απαρχή της επόμενης τάσης στο χώρο της μόδας. Δεν πρέπει να παραλειφθεί η αρχιτεκτονική της συγκεκριμένης στοάς, καθώς είναι χαρακτηριστικό ότι έχει σήμα σταυρού, με γυάλινη οροφή και ένα πολύ περίτεχνο μωσαϊκό στο πάτωμα.
Όσον αφορά το φαγητό, το Μιλάνο δεν φημίζεται και αυτό δεν αποτελεί άλλωστε και το βασικό θέλγητρο του προορισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γωνίες που μπορεί κανείς λίγο έξω από το κέντρο να φάει οικονομικά και ποιοτικά. Ο καθένας, βρίσκει αυτό που ψάχνει στα ταξίδια του… κυρίως στην περίπτωση του φαγητού, το οποίο είναι θέμα «εμπειρίας». Τα ταξίδια αποτελούν ένα χόμπι, που όσο πιο πολύ ασχολείται κανείς μαζί του, τόσο πιο πολλές εμπειρίες μπορεί να αποκτήσει σε διάφορους τομείς και τόσο πιο πολλά επίπεδα δυσκολίας μπορεί να κατακτήσει. Στην περίπτωση που είσαι ένας άνθρωπος που αγαπάς το φαγητό, σου αρέσει να δοκιμάζεις και σίγουρα, θα το αποζητήσεις στα ταξίδια σου, πρέπει να γνωρίζεις ότι αυτό εμπεριέχει και τον κίνδυνο της αποτυχίας, που δυστυχώς πολλές φορές είναι αυξημένος. Ο μόνος τρόπος για να μειωθεί η πιθανότητά της, είναι να ακούσεις τις συμβουλές κάποιου που την έχει «γευτεί» κυριολεκτικά και μεταφορικά στα ταξίδια του.
Αρχικά, βασικός κανόνας στην περίπτωση που ενδιαφέρεσαι και αγαπάς το φαγητό είναι να μην πας στο Μιλάνο, αλλά και γενικότερα στην Ιταλία, τον Αύγουστο. Να λοιπόν, κάτι που δε γνώριζα… οι Ιταλοί τον Αύγουστο, όσο περίεργο κι αν ακούγεται σύμφωνα με τα ελληνικά δεδομένα, ξεκουράζονται. Θα σκεφτεί κανείς, «μα, ο τουρισμός;». Ο τουρισμός υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, καθώς η Ιταλία σε αντίθεση με την Ελλάδα δεν πλήττεται από την γνωστή, στους περισσότερους, «εποχικότητα». Αυτός λοιπόν, είναι ο λόγος που οι Ιταλοί τον Αύγουστο ακόμη κι εάν έχουν μαγαζιά, παντός τύπου, κάνουν διακοπές. Επίσης, αυτός είναι και ο λόγος που εάν ρωτήσεις κάποιον ντόπιο παραξενευμένος γιατί τα μαγαζιά είναι κλειστά, θα σου απαντήσει με απόλυτη φυσικότητα και κοιτάζοντας σε σαν εξωγήινο «λόγω διακοπών». Τι χειρότερο λοιπόν, από το να είσαι νηστικός και να ψάχνεις απεγνωσμένα κάτι να φας; Το να είναι όλα κλειστά και να έχει ζέστη εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θα σου απαντήσω. Αυτές οι περιπτώσεις όμως, έχουν ένα θετικό και αυτό είναι ότι μερικές φορές μέσα στην ατυχία σου μπορεί να σταθείς πολύ τυχερός και να βρεις όμορφα μαγαζιά και προπάντων, όχι τουριστικά. Έτσι, στην περίπτωσή μου βρήκα μία πιτσαρία η οποία προσέφερε μία σκεπαστή -με διαφορετική ζύμη από αυτήν που έχουμε συνηθίσει- πίτσα καθώς και ένα ποτήρι δροσιστικό λεμοντσέλο της παραγωγής του καταστήματος. Οι υπάλληλοι, όπως και οι περισσότεροι Ιταλοί είναι πολύ ευγενικοί, με χιούμορ και μόλις δουν Έλληνα νιώθουν κατευθείαν την οικειότητα της γνωστής έκφρασης “una fatsa una ratsa”.
Θα έλεγε κανείς πως «απαγορεύεται» να βρεθείς σε Ιταλικό έδαφος και να μη φας παγωτό. Υπάρχουν άπειρα καταστήματα, καθώς το Μιλάνο, εάν φημίζεται για κάτι φαγώσιμο, αυτό είναι το παγωτό. Εντύπωση προκαλεί η ποικιλία των γεύσεων που μπορεί κανείς να συναντήσει, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι η τιμή είναι κάπως ανεβασμένη.
Το βραδάκι, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να κάνει κανείς μία βόλτα στην περιοχή Navigli δίπλα στο κανάλι στο οποίο υπάρχουν υπαίθρια μπαράκια από τα οποία κανείς μπορεί να πάρει ένα ποτό στο χέρι και να καθίσει σε πεζούλια δίπλα στο νερό. Φυσικά, υπάρχουν και καταστήματα που μπορεί κάποιος να απολαύσει το Aperol του (το οποίο πλέον θεωρείται εθνικό ποτό για τους Ιταλούς), με θέα τις φωτισμένες γεφυρούλες που βοηθούν να περάσει κανείς στην απέναντι όχθη του καναλιού. Η περιοχή είναι η καρδιά του κοσμοπολίτικου Μιλάνου καθώς, παρόλο που υπάρχει μεγάλο ποσοστό τουρισμού, σε αυτό το σημείο φαίνεται έντονα η ντόπια κουλτούρα των μόνιμων κατοίκων οι οποίοι τραγουδούν, παίζουν διάφορα μουσικά όργανα, γελούν δυνατά και είναι ανοιχτοί σε συζητήσεις. Με αυτούς τους τρόπους, ο κάθε τουρίστας μπορεί να γίνει εν μία νυκτί μέρος του τόπου, καθώς μπορεί να βρει ό,τι χρειάζεται, σε μία πόλη που εκτός από βιομηχανικό και οικονομικό κέντρο είναι και η καρδιά της σύγχρονης –κυρίως- κουλτούρας της Ιταλίας.
Κλείνοντας, η αισθητική του Μιλάνου υπάρχει παντού, σε κτίρια, καταστήματα, στο φαγητό αλλά και στους ίδιους τους ανθρώπους. Είναι μία πόλη που μπορεί κάποιος να την επισκεφθεί όλες τις εποχές του χρόνου, καθώς οι κλιματολογικές της συνθήκες είναι παρόμοιες με αυτές της Ελλάδας. Καλό θα ήταν βέβαια, για να αποφύγει κανείς την ταλαιπωρία, να προτιμήσει τους φθινοπωρινούς μήνες κυρίως και όχι τόσο τους καλοκαιρινούς. Όποια εποχή όμως κι αν επιλεγεί για επίσκεψη, είναι μία πόλη που σφύζει από ζωή και οι ρυθμοί της σίγουρα θα συμπαρασύρουν και τον εκάστοτε επισκέπτη.
Γεννήθηκε το 1996 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Αυτήν την περίοδο κάνει το μεταπτυχιακό της στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος με τίτλο «Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων και Οργανισμών». Έχει εργαστεί στο έργο «Ψηφιοποίηση Εφημερίδων στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης» με αποκλειστικό δωρητή το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μιλάει τέσσερις γλώσσες. Ενδιαφέρεται κυρίως για τα ταξίδια, τον πολιτισμό αλλά και την φωτογραφία.