Του Ραφαήλ Νικόλαου Μπελενιώτη,
Ο Μάρκος Βαμβακάρης υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Ρεμπέτικης μουσικής σκηνής και ένας πολύ πετυχημένος συνθέτης, στιχουργός και οργανοπαίχτης. Χάρη σε αυτόν το ρεμπέτικο γνώρισε μεγάλη άνθηση και φήμη.
Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο Δανακό της Σύρου, ένα μικρό χωριό στη δυτική πλευρά του νησιού. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια, ο πατέρας του ουσιαστικά τον μύησε στην μουσική ζωή και στην μουσική σκηνή. Ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον πατέρα του στα πανηγύρια του χωριού, στα οποία ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα και ο Μάρκος τουμπί. Αργότερα αναγκάσθηκε να περάσει από διάφορες δουλειές. Εργάσθηκε ως οπωροπώλης, εφημεριδοπώλης και εργάτης σε κλωστήρια.
Κατά το 1920 σε ηλικία δεκαπέντε χρονών αποφάσισε να εγκαταλείψει το νησί της Σύρου αφού έριξε άθελα του έναν βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και προκάλεσε μεγάλη ζημιά. Ύστερα από ένα χρόνο τον ακολούθησε και η οικογένεια του και εγκαταστάθηκαν όλοι στην πρωτεύουσα. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, ενώ πέρασε και από τα σφαγεία του Δήμου Πειραιά και Αθηνών, δουλειά που αργότερα παράτησε και δεν επέστρεψε. Την ίδια περίοδο ήταν που συνάντησε κατά τύχη το Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του και άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Το 1933 σημείωσε την πρώτη επιτυχία του ηχογραφώντας το τραγούδι «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος. Το 1934 σχημάτισε μαζί με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δελιά το πρωτοποριακό για την εποχή του μουσικό σχήμα «Η Αγία Τετράς του Πειραιά». Η Αγίας Τετράς καθιέρωσε για πρώτη φορά την μουσική ορχήστρα με μπουζούκι και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε παλαιότερα μουσικά σχήματα.
Η περίοδος λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμος υπήρξε η πιο παραγωγική για τον Μάρκο Βαμβακάρη, είναι και η περίοδος που θα γράψει την «Φραγκοσυριανή».
Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά ώστε να είναι σε θέση να κυκλοφορεί τραγούδια. Άλλαξε τις χασικλίδικες επιρροές και άλλαξε στιχουργικά πολλά από τα κομμάτια του. Την ίδια περίοδο η δημοτικότητα του αγγίζει υψηλά επίπεδα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Η διάρκεια της κατοχής υπήρξε για πολλούς καλλιτέχνες μια αρνητική και αντιπαραγωγική περίοδος. Αρκετοί βρήκαν τον θάνατο ενώ άλλοι διέφυγαν στο εξωτερικό. Ο Μάρκος Βαμβακάρης αφού κατάφερε να επιβιώσει παντρεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου τραγουδιού πέθανε σαν σήμερα στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, σε ένα διαμέρισμα στη Νίκαια.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην Ιστορία. Αρέσκεται στο να αποκωδικοποιεί την τρέχουσα επικαιρότητα μέσω της αρθρογραφίας.