14.6 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ επιρροή του ενωσιακού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη στο ζήτημα των...

Η επιρροή του ενωσιακού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη στο ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων


Της Σοφίας Βογά, 

Είναι έντονη και αδιαμφισβήτητη η επιρροή του ενωσιακού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη αναφορικά με το ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων. Το δίκαιο της Ένωσης, αποβλέποντας στη δημιουργία μίας εσωτερικής αγοράς, αποσκοπεί στη διαμόρφωση υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού στο πλαίσιο των κρατών μελών.

Θεμελιώδης αρχή για το ζήτημα του ανταγωνισμού στην ΕΕ είναι η αρχή της επικουρικότητας, βάσει της οποίας το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει στην ιδιωτική κοινωνία και αγορά, μόνο στο μέτρο που οι ιδιώτες δεν μπορούν να ρυθμίσουν αυτόνομα και ανεξάρτητα τη μεταξύ τους συναλλαγή, ή μόνο όταν μια συναλλαγή μεταξύ ιδιωτών, που πρωτευόντως ενδιαφέρονται για την αποκόμιση οικονομικού οφέλους, δύναται να βλάψει το κοινωνικό σύνολο ή να παρεμποδίσει την καθολική, ισότιμη και ποιοτική παροχή Υπηρεσιών Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ) στο σύνολο του πληθυσμού.

Στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου και σύμφωνα με το άρθρο 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ως απαγορευμένη κρατική ενίσχυση νοείται η επιλεκτική χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος από το δημόσιο σε κάποια επιχείρηση ή σε κάποιον κλάδο παραγωγής χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα χαμηλότερο από το προσήκον. Η χρηματοδότηση αυτή πρέπει να λαμβάνει χώρα με τη χρήση κρατικών πόρων, ενώ θα πρέπει να απειλεί να νοθεύσει ή πράγματι, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, επηρεάζοντας τις ενδοενωσιακές συναλλαγές. Κριτήριο, δε, για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης είναι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, αφού πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται αν ο ιδιώτης στον οποίο παρασχέθηκε το οικονομικό αυτό πλεονέκτημα θα μπορούσε να το αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο ανωτέρω ερώτημα, καταρχήν υφίσταται περίπτωση ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης.Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι καταρχήν υφίσταται μια αρνητική στάση του ενωσιακού νομοθέτη απέναντι στις κρατικές ενισχύσεις. Η απαγόρευση, όμως, αυτή δεν είναι ούτε ανεπιφύλακτη ούτε χωρίς εξαιρέσεις. Ήδη, στην παράγραφο 2 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, προβλέπονται κάποιες ενισχύσεις, οι οποίες είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο, ενώ στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, ορίζονται κάποιες ενισχύσεις συμβιβάσιμες υπό όρους και προϋποθέσεις με το δίκαιο της εσωτερικής κοινοτικής αγοράς, πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται προληπτικός έλεγχος και εποπτεία από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το όλο νόημα των ενωσιακών κανόνων δικαίου στο υπό κρίση ζήτημα είναι ότι κάθε είδους κρατική παρέμβαση στο πεδίο της ενωσιακής αγοράς πρέπει να περνά από τη βάσανο τόσο της αρχής της επικουρικότητας, όσο και της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι κάθε παρέμβαση πρέπει να είναι πρόσφορη, δηλαδή κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, αλλά και stricto sensu αναλογική.

Οι προβλέψεις αυτές του ενωσιακού δικαίου έχουν ιδιαίτερη αξία για την εθνική έννομη τάξη, καθώς ήταν επί δεκαετίες σύνηθες στην Ελλάδα, με την όλως γενική και αφηρημένη επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, το κράτος να παρεμβαίνει στην ιδιωτική οικονομία, να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, να παρεμποδίζει την ανάπτυξη και προώθηση της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας, αναλαμβάνοντας επιχειρηματική δραστηριότητα. Πλέον, όμως, υπό το φως του ευρωπαϊκού δικαίου, και δη του πρωτογενούς, το οποίο έχει αποκτήσει ισχύ συνταγματικής περιωπής, μέσω της διάταξης του άρθρου 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος, τα κράτη μέλη οφείλουν να τεκμηριώνουν και να αιτιολογούν ειδικώς την εκάστοτε παρέμβασή τους στην αγορά.

Επομένως, κάθε μέτρο, που ενδέχεται να επηρεάσει την ενωσιακή αγορά πρέπει να λαμβάνεται από τα κράτη μέλη, αφού προηγουμένως προηγηθούν διαφανείς, αντικειμενικές και αδιάβλητες διαδικασίες, από τις οποίες ανενδοίαστα θα προκύπτει ότι η παρέμβαση του κράτους θα περιοριστεί στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, θα είναι σαφώς, εκ των προτέρων και κατά τρόπο συστηματικό καθορισμένη και δε θα νοθεύει κατά τρόπο αντικείμενο στην αρχή της ανοιχτής αγοράς τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Βασικός πυλώνας, έτσι, του ευρωπαϊκού δικαίου είναι ότι δε θα πρέπει να αφήνεται ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη να παρεμβαίνουν στο πεδίο της ιδιωτικής οικονομίας, αφού ο κύριος ρόλος του πρέπει να είναι καταρχήν εποπτικός, επικουρικός και βοηθητικός της οικονομικής αγοράς, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της προσφοράς και της ζήτησης, στο πλαίσιο μιας αγορακεντρικής προσέγγισης της οικονομίας.Η προσέγγιση αυτή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, που φαίνεται αρκετά επηρεασμένη από τα διδάγματα της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, φαίνεται να ανοίγει μια νέα «πόρτα», στον τρόπο αντίληψης του δημοσίου δικαίου, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, ζώντας σε ένα κράτος, οργανωμένο με βάση τις κλειστές δομές και τον μονοπωλιακό τρόπο παροχής υπηρεσιών και αγαθών από το κράτος. Έτσι, με αφορμή το φλέγον ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων, καθίσταται εύληπτο ότι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου για τον ελεύθερο ανταγωνισμό μπορούν να οδηγήσουν σε έναν τρόπο οργάνωσης της εθνικής οικονομίας και του ενδοκοινοτικού εμπορίου κατά τρόπο πιο ορθολογικό, πιο αποτελεσματικό και κυρίως, οικονομικά αποδοτικότερο…


Πηγές
  • Χριστιανός Βασίλειος, Συνθήκη ΕΕ και ΣΛΕΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012
  • Χριστιανός Βασίλειος, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011
  • ΣΛΕΕ

Σοφία Βογά

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.