Του Ραφαήλ Νικόλαου Μπελενιώτη,
Από το 1970 μέχρι και σήμερα, η CIA (Central Intelligence Agency) έχει καταγράψει μια τεράστια παρουσία στα ξηρά εδάφη του Αφγανιστάν. Η πρώτη και πιο σημαντική επιχείρηση ήταν η επιχείρηση «Κυκλώνας», που ξεκίνησε το 1980.
Ήταν το γνωστό πλέον σε όλη την υφήλιο, πρόγραμμα της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής για τον εξοπλισμό και την οικονομική ενίσχυση των Mujahideen πολεμιστών στο Αφγανιστάν, ώστε να αναχαιτίσουν την εισβολή και επέλαση του Κόκκινου Στρατού της ΕΣΣΔ. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ουίλσον Ρήγκαν είχε δει την επιχείρηση «Κυκλώνας» ως μια επέκταση αυτού που αποκαλείται ως «Δόγμα Ρήγκαν» και δεν ήταν τίποτα άλλο από την με κάθε μέσο υποστήριξη των δυνάμεων που ανά τον κόσμο μάχονταν Σοβιετικές ή φιλοσοβιετικές δυνάμεις. Το πρόγραμμα επίσης, προέβλεπε και την παροχή διευκολύνσεων σε παραστρατιωτικές Ισλαμιστικές ομάδες που υποστήριζαν το καθεστώς του Muhammad Zia-ul-Haq στο γειτονικό Πακιστάν, αλλά και άλλες Ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες που τότε ακόμα μάχονταν την κυβέρνηση Δημοκρατίας του Πακιστάν, η οποία είχε κομμουνιστικές καταβολές και ήταν φιλικά προσκείμενη στην ΕΣΣΔ.
Η επιχείρηση «Κυκλώνας» ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο κοστοβόρες επιχειρήσεις της CIA εκείνη την περίοδο, με τον τελικό προϋπολογισμό να ανέρχεται πάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο το 1980, ενώ μέχρι το 1987 το ποσό είχε ανέλθει στα 630 εκατομμύρια δολάρια. Η χρηματοδότηση και ο ανεφοδιασμός συνεχίσθηκε και μετά το 1989 κατά την διάρκεια του Αφγανικού εμφυλίου πολέμου (1989-1992) όσο οι δυνάμεις των Mujahideen μάχονταν τις δυνάμεις του Mohammad Najiibulah, γνωστές με το ακρωνύμιο PDPA.
Μετά την απόσυρση των Σοβιετικών στρατευμάτων, ο κύριος στόχος των επιτελών της CIA ήταν να ανατραπεί με κάθε μέσο η κυβέρνηση του Mohammad Najiibulah, που είχε σχηματισθεί κάτω από την Σοβιετική κατοχή. Οι τρεις κύριες φατρίες που έχαιραν υποστήριξη από τη CIA ήταν οι δυνάμεις των ηγετών Ahmed Shah Massoud, Gulbadin Hekmatyar και Jalaluddin Haqqani. Την ίδια στιγμή ένας άλλος εμφύλιος πόλεμος όμως, είχε αρχίσει να ξεσπάει, γύρω στο 1990, ανάμεσα στις παραπάνω φατρίες. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να περιπλέκονται, καθώς η μυστική υπηρεσία πληροφοριών του Πακιστάν Inter Intelligence Services (ISI) και Gulbadin Hekmatyar επιδίωκαν να εξαλείψουν με κάθε μέσο όλους τους αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένων και όσων υποστήριζε χρόνια η CIA. Παρά το ξέσπασμα των συγκρούσεων σε κατά τόπους περιοχές η ISI και η CIA διατυπώνουν ένα μακρόπνοο σχέδιο για την ανατροπή της κυβέρνησης Najibullah μέσω επίθεσης στην Καμπούλ.
Στο πλαίσιο των παραπάνω σχεδιασμών η CIA κατέβαλε στον Ahmed Shah Massoud 500.000 δολάρια, πέρα από τη μηνιαία δωρεά ύψους 200.000 δολαρίων, ώστε να μπλοκάρει την κατάλληλη στιγμή την Εθνική οδό Salang, πράγμα που απέτυχε και οδήγησε στην ματαίωση της επιχείρησης.
Την περίοδο αυτή η CIA αρχίζει και ανησυχεί για τις αυξανόμενες σχέσεις που παρατηρεί ανάμεσα στους Taliban και στο Πακιστάν. Η ολοένα και μεγαλύτερη υποστήριξη που λάμβαναν οι Ταλιμπάν από το Πακιστάν οδήγησε στη χειροτέρευση των Αμερικανικών σχέσεων με το κράτος και έκτοτε η CIA παρακολουθούσε στενά τις επαφές των δύο «υπόπτων». Ήταν ακριβώς η περίοδος εκείνη που στα γραφεία των επιτελών της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών είχαν αρχίσει να σιγοψιθυρίζονται ανησυχίες για μια ενδεχόμενη απειλή που μπορεί να δεχόταν η Αμερική από τους Ταλιμπάν. Όπως αποδείχθηκε τα επόμενα χρόνια, με κορύφωση το χτύπημα στους δίδυμους πύργους, στο κέντρο του Διεθνούς Εμπορίου στις 9 Σεπτεμβρίου, οι ανησυχίες των προηγούμενων ετών ήταν κάτι παραπάνω από βάσιμες: Οι Ταλιμπάν είχαν εξελιχθεί στον μεγαλύτερο εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του δυτικού κόσμου ευρύτερα.
Έπειτα από την τραγική τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Πρόεδρος George W. Bush έδωσε εντολή στον διοικητή της CIA George Tenet να δώσει το πράσινο φως για την έναρξη επιχειρήσεων, επίσημα, εναντίον της Al Qa’iada και των Ταλιμπάν υποστηρικτών της στο Αφγανιστάν. Αυτή η εντολή έκρυβε κάτι που ήταν ακόμα πρωτόγνωρο για την Υπηρεσία, μιας και όπως θα δούμε παρακάτω, διέφερε ριζικά από τις προγενέστερες επιχειρήσεις που είχε διεξάγει η CIA στο Αφγανιστάν ή ευρύτερα, στη Μέση Ανατολή. Οι άνδρες και οι γυναίκες της υπηρεσίας καλούνταν να συλλέξουν real-time πληροφορίες που θα διευκόλυναν την στόχευση συγκεκριμένων ανθρώπων της Al Qa’iada. Το έργο ήταν τιτάνιο. Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίθεση, η πρώτη ομάδα της CIA είχε κιόλας πατήσει το πόδι της στο Αφγανιστάν για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, μια ομάδα ολιγομελών ανδρών και γυναικών, 8.000 μίλια μακριά από τα σπίτια τους.
Καθώς οι εβδομάδες κυλούσαν, σχηματίσθηκε στην Καμπούλ μια ομάδα με περισσότερους από χίλιους αξιωματικούς της Υπηρεσίας, όλοι ικανοί και έμπειροι, φημισμένοι για την ικανότητα διαχείρισης κρίσεων στο πεδίο και την ανάληψη κρίσιμων πρωτοβουλιών. Η ομάδα αυτή, τα ονόματα των οποίων παραμένουν εν πολλοίς απόρρητα, δούλεψαν σε συνεργασία με τριακόσια μέλη των Ειδικών Δυνάμεων της Αμερικής και συνεργάστηκαν με τοπικές φυλές και πληροφοριοδότες. Τα μέλη της ομάδας ανέλαβαν κινδύνους υψηλού φυσικού ρίσκου και εργάστηκαν με ομάδες-κλειδιά της περιοχής, επιδεικνύοντας απαράμιλλη γενναιότητα στην εκπλήρωση της αποστολής.
Η δουλειά έφερε σύντομα αποτελέσματα και ικανοποίησε τους ανθρώπους της Ουάσινγκτον. Τα δίκτυα πηγών που είχε αναπτύξει η CIA παρείχαν κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τις ικανότητες, τις προθέσεις και τα σχέδια του εχθρού. Η συνολική επιτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων των πρώτων μηνών πιστώθηκε πρώτα στα γεράκια της CIA. Υποστηριζόμενη από δύναμη πυρός Αμερικανών και συμμάχων σημείωσε αμέσως επιτυχίες στην εξόντωση φυσικών στόχων τρομοκρατών (counterterrorism). Oι συνδυασμένες επιχειρήσεις, της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, του Αμερικανικού Στρατού και των συμμάχων στο Αφγανιστάν, οδήγησαν στην πλήρη και ταχεία επιτυχία.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2001, δηλαδή σε λιγότερο από τρεις μήνες, το καθεστώς των Ταλιμπάν είχε ανατραπεί, ένας σημαντικός αριθμός ηγετικών δυνάμεων της Al Qai’ada είχε εξοντωθεί ή συλληφθεί και ένας παράδεισος της τρομοκρατίας είχε πάψει να υφίσταται. Πλέον, οι τρομοκράτες που μεσουρανούσαν στα βουνά και στις αστικές περιοχές του Αφγανιστάν ένιωθαν την καυτή ανάσα των επιτελών της CIA. Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες, ήταν ο τεράστιος όγκος πληροφοριών που κατάφερε να συλλεχθεί και ο οποίος φάνηκε πολύτιμος στη μελλοντική αντιμετώπιση του φαινομένου της διεθνούς τρομοκρατίας.
Ο ίδιος ο οργανισμός που έφερε σε πέρας τη μεγαλειώδη «εκστρατεία» στο Αφγανιστάν δε βγήκε αλώβητος από αυτήν την εμπειρία. Τα διδάγματα που αποκομίσθηκαν στις πρώτες ημέρες του πολέμου κατά της Al Qai’ada και τα χρόνια μετέπειτα, έγιναν μέρος της ψυχής της CIA. Πλέον, πρόκειται για μια υπηρεσία με αποκαταστημένο το κύρος της απέναντι στην Αμερικανική κοινωνία, πιο ευέλικτη και συνεργάσιμη με ξένες υπηρεσίες. Η εσωτερική ενσωμάτωση των πολλών διευθύνσεων έχει προχωρήσει σε τεράστιο βαθμό και η επιχειρησιακή συνεννόηση αναβαθμίστηκε, προσκομίζοντας αποτελεσματικότητα στο πεδίο δράσης.
Αυτές οι αλλαγές που μεσουράνησαν ύστερα από την συμβολή της CIA στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και αναπτύχθηκαν εν μέρει από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν εναντίον της Al Qai’ada, σίγουρα θα περάσουν τη δοκιμασία του χρόνου, όμως αναμφίβολα παρέχουν μέχρι και σήμερα μια ισχυρή βάση για το μέλλον και την ασφάλεια των Αμερικανών πολιτών αλλά και του υπόλοιπου Δυτικού κόσμου.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Blind Spot, “The Secret History of American Counterterrorism”, Timothy Naftali
- Director of Central Intelligence (November 1989), https://www.cia.gov/library/center-for-the-study-of-intelligence/csi-publications/books-and-monographs/at-cold-wars-end-us-intelligence-on-the-soviet-union-and-eastern-europe-1989-1991/16526pdffiles/SNIE11-37-89.pdf
- Office of Political Analysis, Directorate of Intelligence, Central Intelligence Agency (23 September 1980), “The Soviets and the Tribes of Southwest Asia”,https://nsarchive2.gwu.edu//NSAEBB/NSAEBB57/us2.pdf
- Ghost Wars: The Secret History of the CIA, Steve Coll