Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Στο προηγούμενο άρθρο μου είχα αναφέρει ότι οι απουσίες του Αντώνη Σαμαρά από τις ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και για την αλλαγή των ποινών για την πολυιδιοκτησία ΠΑΕ, αποτελούν τροχιοδεικτικά πυρά. Εντάσσονται δηλαδή σε ένα γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας του πρώην Πρωθυπουργού, το οποίο έχει να κάνει με τον ρόλο του σήμερα. Ο Σαμαράς πάσχει από ένα σύνδρομο που κατατρέχει όλους του πολιτικούς οι οποίοι είδαν την κρίση της τελευταίας δεκαετίας να τους καταπίνει: Θεωρούν ότι η Ιστορία τους χρωστάει. Πιστεύουν ότι δαπάνησαν το πολιτικό τους κεφάλαιο για ενέργειες αντιδημοφιλείς πλην όμως αναγκαίες για τη σωτηρία της χώρας και αυτό δεν τους αναγνωρίστηκε από τον κόσμο. Θέλουν να επανέλθουν στο προσκήνιο, από θέσεις εξουσίας, σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο, προκειμένου να δικαιωθεί η θυσία τους και να αποκατασταθεί η υστεροφημία τους. Καταλήγουν έτσι να κυνηγούν χίμαιρες καθότι η Ιστορία δεν έχει χρέη. Τα γεγονότα αποτελούν συνδυασμό αντικειμενικών συνθηκών, προσωπικών επιλογών και -ως ένα βαθμό- τύχης.
Εν προκειμένω, η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, την έναρξη και εξέλιξη της οποίας προφανώς και δεν μπορούσε να ελέγξει, σε αυτή την κλίμακα. Οι συνέπειες θα μπορούσαν να μην είναι τόσο μεγάλες εφόσον η οικονομική και διοικητική της οργάνωση δεν χαρακτηρίζονταν από τεράστιες στρεβλώσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως, μια κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σε βάθος ετών δεν μπορούσε να διορθωθεί απόλυτα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό που μπορούσε να συμβεί ήταν ο περιορισμός της ζημίας και ο -κατά το δυνατόν δικαιότερος- επιμερισμός των βαρών στην ελληνική κοινωνία. Εδώ υπεισέρχεται ο παράγων της προσωπικής επιλογής των πολιτικών που διαχειρίστηκαν αυτή την κατάσταση:
Ο τότε αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, επέλεξε, κατά την περίοδο του πρώτου Μνημονίου, να γίνει ο σημαιοφόρος των λαϊκίστικων δυνάμεων. Αυτή του η απόφαση είχε συνέπειες για τον ίδιο, το κόμμα του και τη χώρα: έχασε σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία του μιας και από τα ‘’Ζάππεια’’ βρέθηκε να συμμετέχει στην πρώτη συγκυβέρνηση της μνημονιακής δεκαετίας με ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ, υπό τον Λουκά Παπαδήμο. Το κόμμα του βίωσε δύο αποσχίσεις: Από την Ντόρα Μπακογιάννη, που διεγράφη όταν υπερψήφισε το Μνημόνιο Παπανδρέου και από τον Πάνο Καμμένο για το ακριβώς αντίθετο, επειδή δεν ακολούθησε τη μνημονιακή στροφή της ΝΔ! Ο ίδιος επέμεινε στην προσφυγή στις πρόωρες βουλευτικές κάλπες την άνοιξη του 2012. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω ήταν η ΝΔ να καταγράψει το χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας της, ο ΣΥΡΙΖΑ να κατοχυρωθεί ως ο δεύτερος πόλος του καχεκτικού δικομματισμού, η νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής να εισέλθει στη Βουλή και το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα γενικότερα να σαρωθεί.
Ο Σαμαράς πράγματι έγινε Πρωθυπουργός αλλά ο ίδιος είχε ναρκοθετήσει τη θητεία του: Είχε «καταφέρει» με τη στάση του την προηγούμενη διετία, να κατοχυρωθεί στη συνείδηση μεγάλης μερίδας του κόσμου ως πολιτικός, ο οποίος αφού αρχικά έβαλε το προσωπικό και κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό, προχώρησε σε μια μεγαλειώδη κυβίστηση. Είχε «καταφέρει» να δημιουργήσει μία μεγάλη πληγή εκ δεξιών της ΝΔ, με ΧΑ και ΑΝΕΛ. Είχε «καταφέρει» να αναδείξει ως αντίπαλο δέος τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ήταν ουσιαστικά ο διάδοχος της ΝΔ στην καθοδήγηση της αντιμνημονιακής υστερίας και κατάφερε να εμπεδωθεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης ως ο βέβαιος διάδοχός της στην διακυβέρνηση της χώρας. Μέσα σε αυτό το σκηνικό ήταν απολύτως λογικό το πολιτικό κόστος να ανεβαίνει με ταχείς ρυθμούς και εν τέλει η φθορά που αυτό δημιουργούσε να καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική προβολή θετικών στοιχείων της περιόδου 2012-2015. Διότι τότε, πράγματι η απειλή της χρεοκοπίας εξαφανίστηκε, σταδιακά, από το δημόσιο διάλογο και η χώρα είχε αρχίσει αργά αλλά σταθερά να ανακάμπτει.
Έτσι φτάσαμε στην πρώτη ήττα του Σαμαρά από τον Τσίπρα στις ευρωεκλογές του 2014. Την ίδια στιγμή στις αυτοδιοικητικές κάλπες που στήθηκαν παράλληλα η ΝΔ ανεδείχθη νικήτρια σε μία συνολική καταγραφή της επικράτειας αλλά λόγω άστοχων επιλογών, απέτυχε σε κομβικούς ΟΤΑ (Περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, Δήμοι Αθηναίων, Θεσσαλονίκης). Τότε ο Σαμαράς, επέλεξε να προχωρήσει σε έναν ανασχηματισμό με την αξιοποίηση της λεγομένης «λαϊκής Δεξιάς», προκειμένου να σώσει ό,τι σωζόταν και ουσιαστικά να πάει σε μια διαχωρίσιμη ήττα. Τα μολύβια κατέβηκαν, στους μήνες που ακολούθησαν, οι Ευρωπαίοι αντιμετώπισαν τον τότε πρωθυπουργό ως καμένο χαρτί και δεν του έδωσαν τη δυνατότητα μερικής προεκλογικής χαλάρωσης του δευτέρου Μνημονίου. Μοιραία οδηγηθήκαμε στη διαδικασία ανάδειξης Προέδρου της Δημοκρατίας με τον Σταύρο Δήμα να δίνει μια καταδικασμένη μάχη, και στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015 ο Τσίπρας κέρδισε καθαρά και σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η χώρα μπήκε στον αστερισμό της «περήφανης διαπραγμάτευσης» και μετά από το δημοψήφισμα – παρωδία κατέληξε στο τρίτο και χειρότερο όλων των Μνημονίων. Ένα δημοψήφισμα που αποτέλεσε τον κύκνειο άσμα Σαμαρά στην ηγεσία της ΝΔ μιας και η θεωρία της «Αριστερής παρένθεσης» δεν επαληθεύτηκε.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η Ιστορία δεν οφείλει κάτι στον Αντώνη Σαμαρά, όπως δεν οφείλει κάτι στον Γιώργο Παπανδρέου, στον Βαγγέλη Βενιζέλο, στον Αλέξη Τσίπρα και πολλούς άλλους. Η πορεία του καθενός ήταν και εξακολουθεί να είναι αποτέλεσμα πολυπαραγοντικής εξίσωσης στην οποία δεσπόζουσα θέση έχουν οι προσωπικές επιλογές. Το τελικό ιστορικό αποτύπωμα θα αργήσει να έρθει και φυσικά θα το πρόσημό του θα καθοριστεί και από τη σημερινή τους στάση. Ας έχουν μόνο υπόψη οι συνομιλητές της Ιστορίας ότι αν και δεν του οφείλει κάτι, συνηθίζει να φέρεται πιο καλά στους αξιοπρεπείς…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.