20 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΘέατροΗ ευθύνη των (12) ενόρκων

Η ευθύνη των (12) ενόρκων


Της Στέλλας Μίτιλη,

Ένορκοι: Μια ομάδα απλών ανεξάρτητων πολιτών που μετέχουν σε ορισμένη δίκη με τον ρόλο των «λαϊκών δικαστών», μετά την αντικειμενική επιλογή τους από τον κατάλογο, χωρίς να έχουν ενδιαφέρον για την συγκεκριμένη υπόθεση και χωρίς η απόφασή τους να υπαγορεύεται από την πείρα που έχουν οι νομικοί σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Πρόκειται για έναν τυπικό ορισμό του αρχαιότατου αυτού θεσμού που επινοήθηκε ήδη στην Αρχαία Ελλάδα -σύμβολο της Δημοκρατίας και, ιδίως, στην Δικαιοσύνη- αν και, σε αντίθεση με πλήθος άλλων χωρών, σήμερα στη χώρα μας δεν υπάρχουν καθόλου αμιγή δικαστήρια ενόρκων, παρά μόνο μικτά ορκωτά (αποφασίζουν από κοινού δικαστές και ένορκοι) σε ορισμένες ποινικές δίκες. Ο ρόλος του «ενόρκου», όμως, σημαίνει πολύ περισσότερα… Και ακριβώς αυτή τη σημασία του «λαϊκού δικαστή», που είναι αδιάφορος για την έκβαση της δίκης και που η απόφασή του θα ληφθεί με βάση την προσωπική του κρίση και χωρίς τη νομική γνώση, επιδιώκει να παρουσιάσει -με μεγάλη επιτυχία- η διαχρονική θεατρική παράσταση (και προηγουμένως ταινία, αλλά στα πρότυπα θεατρικής σκηνής) «12 ένορκοι» (12 angrymen).

Το δικαστικό αυτό δράμα του Ρέτζιναλντ Ρόουζ, προβάλλει τη διαδικασία της λήψης της τελικής απόφασης του σώματος των ενόρκων, κυρίως στην αίθουσα που συζητούν, σε μια δίκη για φόνο εκ προμελέτης ενός πατέρα από τον γιο του. Η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση που θα λάβουν τίθεται υπό το πλαίσιο ορισμένων περιορισμών, δηλαδή ότι η απόφαση αυτή θα είναι ομόφωνη και ότι μοναδική ποινή στην περίπτωση που τον κηρύξουν ένοχο, είναι η θανατική ποινή. Αυτοί ακριβώς οι περιορισμοί διευκολύνουν τον στόχο της παράστασης και κάνουν ακόμα πιο κατανοητό και προφανές το σπουδαίο καθήκον των ενόρκων και τη δύσκολη αποστολή που καλούνται να βγάλουν εις πέρας. Παρατηρείται ότι σκοπός, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η «απλή» απόφαση περί αθωότητας ή ενοχής του κατηγορουμένου, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία και το συνολικό πλαίσιο, δεν είναι η διερεύνηση, σε περίπτωση δεδομένης ενοχής του, των αιτιών που τον οδήγησαν εκεί, των γενικότερων συνθηκών, της ψυχολογίας του δράστη, της ευθύνης του θύματος, της ανεύρεσης του πραγματικού -έστω κι αν όχι φυσικού δράστη- ενόχου και η διαπίστωση, εν τέλει, της τιμωρίας που του αρμόζει, αν θεωρηθεί ότι δεν αξίζει τη θανατική ποινή -η οποία δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της τιμωρίας- καθώς, μολονότι δύσκολα χωρεί δικαιολογία για δολοφονία και ειδικά του πατέρα του, πιθανότατα υπάρχουν ελαφρυντικά. Μια τέτοια αναζήτηση θα οδηγούσε σε άλλα θέματα και θα μετέβαλλε τον σκοπό της παράστασης.

Επιστρέφοντας για λίγο στον αρχικό ορισμό, ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του θεσμού των ενόρκων προκύπτει ακριβώς από την έλλειψη προσωπικού τους συμφέροντος από τα αποτελέσματα της δίκης. Έχουν, έτσι, τη δυνατότητα να κρίνουν ελεύθερα και αντικειμενικά, παρακολουθώντας προσεκτικά τη δίκη, σαν ξεχωριστή εμπειρία στη ζωή τους, ανεπηρέαστοι από άλλα γεγονότα ή ακόμα και από την ίδια την πείρα τους (όπως οι νομικοί). Από το αυτό, όμως, πλεονέκτημα συνάγονται και ορισμένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματά του. Από τη μία, ακριβώς λόγω του ότι οι ένορκοι δεν είναι νομικά καταρτισμένοι, αλλά και του ότι οι αποφάσεις τους δεν συνοδεύονται από αιτιολογία, μπορούν να προβούν σε λανθασμένες και άδικες εν τέλει ερμηνείες του δικαίου και αποφάσεις, μειώνοντας το κύρος τους. Από την άλλη, ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ακριβώς λόγω της αδιαφορίας προς την υπόθεση, είναι πιθανό να μην την αντιμετωπίσουν με την προσοχή που χρειάζεται και να προβούν σε αυθαίρετες και «βιαστικές» αποφάσεις, χωρίς πολλή σκέψη και ευελπιστώντας ότι θα «ξεμπερδέψουν» γρήγορα. Τα σχόλια των περισσότερων ενόρκων στην αρχή της παράστασης δείχνουν ακριβώς αυτό και η ενοχή του δράστη είναι δεδομένη γι’ αυτούς, «χωρίς κενά σημεία» μετά την παρακολούθηση της δίκης: «είμαστε πολύ τυχεροί που μας έδωσαν υπόθεση φόνου. Νόμιζα ότι θα μας έδιναν επίθεση ή ληστεία. Φίλε, μπορεί να γίνουν πολύ βαρετές». Χαρακτηριστική είναι η φιγούρα ενός ενόρκου, ο οποίος βιάζεται να ολοκληρωθεί η διαδικασία, έχοντας μόνο στο μυαλό του να προλάβει να δει έναν αγώνα το απόγευμα. Είναι σίγουρο ότι όλοι έχουν υποχρεώσεις, όμως, αυτή είναι μια στιγμή που απαιτεί την απόλυτη συγκέντρωσή τους, καθώς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ευθύνες της ζωής τους· πρέπει να αποφασίσουν για την τύχη ενός άλλου ανθρώπου… Γίνονται «μικροί θεοί», πόσο μάλλον όταν η ποινή που συζητείται είναι η θανατική. «Πάντα υπάρχει ένας» ήταν η φράση ενός από τους 12 ενόρκους, η οποία είναι αντιπροσωπευτική της περιφρόνησης και της δυσαρέσκειας όλων των υπολοίπων που θα «σπαταλούσαν» κι άλλο χρόνο, όταν ο ένας από τους 12 -ο πρωταγωνιστής- συνειδητοποιώντας το μεγάλο χρέος του απέναντι στην κοινωνία, τη δικαιοσύνη αλλά και τον ίδιο τον κατηγορούμενο ως πολίτης, ψηφίζει υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου, όχι επειδή πιστεύει ότι είναι αθώος, αλλά επειδή δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι είναι ένοχος και μόνη του επιθυμία είναι να συζητήσουν λίγο παραπάνω την υπόθεση. «Δεν είναι εύκολο να σηκώσω το χέρι μου και να στείλω αυτό το παιδί στο θάνατο χωρίς να το συζητήσουμε πρώτα»!

Συνέχεια των παραπάνω μειονεκτημάτων είναι ακριβώς ότι, επειδή δεν είναι επαγγελματίες δικαστές, που έχουν εξασκηθεί -όσο είναι δυνατόν να είναι κανείς απόλυτα αντικειμενικός- μπορούν να επηρεαστούν πιο εύκολα τόσο συναισθηματικά όσο και από κατά εκείνους αδιάψευστα αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλονται χωρίς να προβούν σε περαιτέρω διερεύνηση. Το δεύτερο, μάλιστα, είναι επίσης ένας από τους στόχους της παράστασης: πώς μπορούν να μεταβληθούν και να πάρουν διαφορετική τροπή θεωρητικά και κατά τα φαινόμενα ακράδαντα και αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία. Έτσι, σιγά-σιγά κατά τη διάρκεια της παράστασης ανατρέπονται μία οι αποδείξεις για την ενοχή του αγοριού, από την πιο ασήμαντη μέχρι την πιο σημαντική. Αναλύοντας καθετί που ειπώθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης και από μικρές, και ίσως κουραστικές, λεπτομέρειες διαπιστωνόταν με απλούς τρόπους που φάνταζαν αστείοι, όπως την αναπαράσταση της στιγμής που ένας από τους ενηλικιωμένους μάρτυρες νόμισε πως είδε τον κατηγορούμενο, η αναξιοπιστία των αποδείξεων που είχαν προβληθεί. Επρόκειτο για μια πολύ επιτυχημένη «εικονοποίηση» της φράσης «τα φαινόμενα απατούν». Διαπιστωνόταν με κάθε τρόπο ότι όπου υπήρχε ανθρώπινη επέμβαση, δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι τα γεγονότα έγιναν πράγματι έτσι. Όχι απαραίτητα εσκεμμένα· αλλά γιατί είμαστε άνθρωποι και οι άνθρωποι κάνουν λάθη· γιατί ακούγοντας ή βλέποντας πολλές φορές κάτι, μπορούμε να πιστέψουμε ότι όντως ζήσαμε κάτι, χωρίς να ισχύει· γιατί η επιθυμία μας να έχει συμβεί κάτι μπορεί να υπερβεί την πραγματικότητα και την λογική και να κάνουμε τους εαυτούς μας να πιστέψουν κάτι… Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ακόμα και όταν πρόκειται για την πιο «ολοφάνερη» απόφαση… Και αυτό αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ένορκοι-δικαστές· «να ξεχωρίσουν τα γεγονότα από τις εντυπώσεις»…

«Ένα τέτοιο παιδί!» είπε ένας από τους ενόρκους, αναφερόμενος στον γιο του θύματος και κατηγορούμενο, καθώς το αγόρι ήταν ένα παιδί μεγαλωμένο σε μια κακόφημη συνοικία, κακοποιημένο από τον πατέρα του, φτωχό, αμόρφωτο και με παραβατικό παρελθόν. Οι 12 ένορκοι είναι τυπικά παραδείγματα συνηθισμένων ανθρώπων. Γι’ αυτό και συχνά, όπως όλοι οι άνθρωποι, επηρεάζονται από τις αντιλήψεις τους και ακόμα παραπέρα τα στερεότυπα και ίσως τις ρατσιστικές πεποιθήσεις τους και είναι προκατειλημμένοι. Δεν είναι σπάνιο, ακόμη, ως άνθρωπος ο ένορκος πολύ συχνά να συγχέει με την εκάστοτε υπόθεση δικές του προσωπικές εμπειρίες και να αποφασίζει με βάση τα δικά του πάθη και απωθημένα. Έχοντας ασυνείδητα την εντύπωση ότι πρόκειται για αντίστοιχη με την δική του εμπειρία περίπτωση και ότι η έκβαση θα είναι παρόμοια, επιθυμεί είτε να την επιτύχει είτε να την αποτρέψει. Έτσι, και στο έργο, ένας από τους ενόρκους έλεγε κατ’ επανάληψη «Οι σημερινοί νέοι…» και αναφερόταν στην ασέβεια που επιδεικνύουν, όπως ακριβώς και ο δικός του γιος! «Δεν νομίζω ότι το τι είδους παιδί είναι έχει σχέση με το όλο θέμα. Τα γεγονότα καθορίζουν την υπόθεση», πολύ σωστά απάντησε ο ηλικιωμένος ένορκος.

Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι πείθονται συνέχεια, ακόμα και οι πιο δυνατοί… είτε από καταστάσεις είτε από ανθρώπους είτε από τους εαυτούς τους και τις ίδιες τις αντιλήψεις τους. Όμως, αυτό το αποδεικνύει και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Ο ένας αρχικά αυτός ένορκος με διαφορετική άποψη, ακόμα και από αυτή την πρώτη κίνηση, τράβηξε την προσοχή των υπολοίπων. Ορισμένοι από αυτούς ήδη από αυτό ασυνείδητα θα είχαν αρχίσει να αναθεωρούν… Αρκούν λίγα όμορφα λόγια, μια καλή κίνηση, μια πράξη που να δείχνει σεβασμό και να προσδίδει αξία σε κάποιον άλλο – στο έργο μας, αρκούσε η αποδοχή της προσφοράς μιας καραμέλας από έναν δειλό ένορκο, που δεν έδειχναν να του δίνουν πολλή σημασία -, κάτι τελικά που να δείχνει κανείς «καλός άνθρωπος», για να αποκτήσει την ασυνείδητη εύνοια και συμπάθεια των άλλων, έστω και αν στην αρχή ήταν αρνητικοί, να γίνουν πιο δεκτικοί και εν τέλει να πεισθούν ευκολότερα. Είναι αδύνατο να είναι κανείς απόλυτα αντικειμενικός… Ο στόχος είναι απλά να βρεθούν τρόποι και να καταβληθεί προσπάθεια για κάτι τόσο σημαντικό να αποφασίσει κανείς με όσο πιο «καθαρό» μυαλό γίνεται, κάτι που είναι και χρέος του ενόρκου. Στο σύστημα αυτό, το γεγονός ότι είναι πολλοί αυτοί που αποφασίζουν κάνει την απόφαση αντικειμενικότερη, καθώς η πράξη δεν θα αποδοκιμάζεται από έναν – τον εκάστοτε δικαστή – αλλά μεγαλύτερο δείγμα αντιπροσωπευτικό του «περί δικαίου κοινού αισθήματος», αποτελούμενο μάλιστα από μέλη διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων.

Πρέπει οι ένορκοι να έχουν συνείδηση της απόφασής τους. Και ίσως αυτό να πρέπει να τους κάνει να διερευνούν ακόμα παραπέρα τα γεγονότα και, αν χρειάζεται, να αναλαμβάνουν ακόμη και το ρόλο του δικηγόρου… Αυτό ακριβώς έκανε και ο ένορκος μας, παρ’ όλο που αναρωτιόταν και δεν ήταν και ο ίδιος βέβαιος για την αθωότητα του κατηγορουμένου και παρά την εμπάθεια, την αποδοκιμασία ακόμα και την κοροϊδία των υπολοίπων. Αρκούσε για εκείνον η «δικαιολογημένη αμφιβολία»…«…Ένιωθα ότι η υπεράσπιση δεν έψαχνε τα πράγματα όσο βαθιά έπρεπε… Είναι πιθανό ένας δικηγόρος απλά να προσποιείται, έτσι δεν είναι; Εννοώ είναι πιθανόν… Δεν ήθελε την υπόθεση ή αγανάκτησε που του την δώσανε. Είναι μια υπόθεση που δεν φέρνει χρήματα, ούτε δόξα, ούτε πολλές πιθανότητες νίκης. Δεν είναι και καμιά πολλά υποσχόμενη κατάσταση αυτή για έναν νέο δικηγόρο. Θα έπρεπε πραγματικά να πιστεύει στον πελάτη του για να ασχοληθεί σοβαρά. Προφανώς δεν πίστευε.», λίγα από τα λόγια του ενόρκου μας. Και όπως ακριβώς δεν πρέπει να σκέφτεται όπως παραπάνω ένας δικηγόρος, έτσι δεν πρέπει να σκέφτονται και οι ένορκοι. Και ίσως οι «κουβέντες για το “τίποτα”» και τα πολλά λόγια των δικηγόρων να χρειάζονται τελικά, για να εξεταστεί από κάθε πλευρά η υπόθεση και να είμαστε όσο το δυνατόν πιο βέβαιοι για την δίκαιη απόφαση, χωρίς φυσικά να χαθεί η ουσία ανάμεσα στα πολλά και επέλθει σύγχυση.

«Αυτό, πάντα πίστευα, ότι είναι αξιοθαύμαστο πράγμα στη δημοκρατία… ότι μας ειδοποίησαν ταχυδρομικώς να έρθουμε σε αυτό εδώ το μέρος για να αποφασίσουμε για την ενοχή ή την αθωότητα ενός ανθρώπου που… ποτέ δεν έχουμε ξανακούσει. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε ή να κερδίσουμε από… την ετυμηγορία μας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είμαστε δυνατοί. Δεν πρέπει να το κάνουμε… προσωπική υπόθεση». Είναι αξιοθαύμαστο, λοιπόν… Και στόχος πρέπει να είναι να διατηρηθεί αξιοθαύμαστο. Ας μην περιοριστεί στο ότι ο κατηγορούμενος της παράστασης ήταν πολύ τυχερός που υπήρξε ανάμεσα στους ενόρκους ένας σαν τον πρωταγωνιστή, που έσπειρε την «δικαιολογημένη» αμφιβολία και, παρ’ όλο που μπορεί και να έσφαλλε και να ήταν όντως ένοχος, ήταν ικανή – το σύστημα του έργου δίνει πολύ μεγάλη αξία σε αυτή – για το τεκμήριο αθωότητας, καθώς η αξία της ζωής είναι η ύψιστη. Αυτή η εξέταση πρέπει να γίνεται από κάθε ένορκο σε οποιαδήποτε υπόθεση, ενώ συγχρόνως, οι ένορκοι να τίθενται ενώπιον των διλημμάτων… Από τα παραπάνω πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του θεσμού των ενόρκων που παρατίθενται άμεσα και έμμεσα, συνάγεται η μεγάλη ευθύνη τους και η ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη προσπάθειάς τους για συνειδητοποίηση αυτής. Κατά τον Κικέρωνα «φυσικό δίκαιο είναι η ιδέα που γεννάται μαζί με κάθε άνθρωπο μέσα του, ανεξάρτητα αν αυτός είναι Ρωμαίος πολίτης ή ξένος, ελεύθερος ή δούλος», όμως αυτό δεν αρκεί… Χρειάζεται η αντικειμενική στάθμιση των γεγονότων υπό το φως του νόμου και της λογικής, μετά από επαρκή διερεύνηση.


Στέλλα Μίτιλη

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999, έχει καταγωγή από τον Τύρναβο και είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποτελεί ενεργό μέλος της AIESEC και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων, συνεδρίων και σεμιναρίων, όπως το MRC 2018, το EuroPA.S 2019 και το 23ο Πανελλήνιο Κοινοβούλιο Νέων της SAFIA. Έχει ασχοληθεί με την ρητορική, έχει γίνει μέλος σε ομάδες, και έχει παρακολουθήσει ομιλίες ποικίλης θεματολογίας. Γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα και έχει συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα Erasmus+ στο Τορίνο. Παίζει πιάνο και γενικότερα ασχολείται με την μουσική, λατρεύει τα ταξίδια και τις ταινίες. Έχει έντονο ενδιαφέρον για διεθνή, νομικά και κοινωνικά ζητήματα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ραφαήλ-Νικόλαος Μπελενιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Ραφαήλ-Νικόλαος Μπελενιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία.