Της Αθηνάς Μηνά,
Τα τελευταία χρόνια ενόψει της αύξησης του μορφωτικού επιπέδου των ανθρώπων και παράλληλα της μείωσης του αναλφαβητισμού, το ενδιαφέρον έχει στραφεί στην κατάκτηση ανώτερων και πολυπλοκότερων δεξιοτήτων. Το ζητούμενο, πλέον, δεν είναι απλώς η κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών αλλά η περαιτέρω προσωπική ανέλιξη και βελτίωση. Οι λέξεις αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση συγκεκριμένα, έχουν γίνει πολύ πιο δημοφιλείς σε σύγκριση με παλαιότερα. Η αυτοσυνείδηση έχει πρακτική σημασία καθώς όσο πιο καλά γνωρίζει κανείς τον εαυτό του τόσο πιο αποτελεσματικά πορεύεται στη ζωή του, πραγματοποιεί πιο συνειδητές επιλογές σε θέματα που τον αφορούν και ελέγχει σε μεγαλύτερο βαθμό τις σκέψεις και τις συμπεριφορές του.
Ένας λειτουργικός τρόπος, λοιπόν, να αυξήσει κανείς την αυτοσυνείδησή του είναι να συμβουλευτεί το λεγόμενο «Παράθυρο του Johari». Πρόκειται για μια νοητική κατασκευή που μπορεί να λειτουργήσει ως βοήθημα ώστε να αποσαφηνίσει κανείς τι σημαίνει το να γνωρίζει καλά τον εαυτό του και πώς αυτό τον ωφελεί. Η νοητική αυτή κατασκευή ονομάστηκε έτσι από τα μικρά ονόματα των εφευρετών του, των ψυχολόγων Joseph Luft και Harry Ingham. Η εμφάνισή του έγινε το 1955 και υποστηρίζεται ότι βοηθάει στη βελτίωση των σχέσεων, στην επικοινωνία με τους γύρω, στο να δει κανείς σε ποιο βαθμό αποκαλύπτει πληροφορίες για τον εαυτό του αλλά και κατά πόσο αποδέχεται αυτό που πιστεύουν οι άλλοι για εκείνον. Η δομή του είναι αρκετά απλή και χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε εργαστήρια προσωπικής ανάπτυξης και αυτογνωσίας αλλά και σε εταιρείες και γενικώς χώρους επιχειρήσεων καθώς η εφαρμογή του προάγει το πνεύμα της συνεργασίας και συνεπώς της αποδοτικότητας. Το παράθυρο Johari συντίθεται από τέσσερις τύπους εαυτών χωρισμένους σε τεταρτημόρια. Πρόκειται για τον «Ανοιχτό», τον «Κρυμμένο», τον «Τυφλό» και τον «Άγνωστο» εαυτό.
Ο «Ανοιχτός» εαυτός αντιπροσωπεύει όλες τις πληροφορίες, τις συμπεριφορές, τις στάσεις, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τα κίνητρα και τις ιδέες που γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας αλλά και όλοι οι άλλοι για εμάς. Τέτοιες πληροφορίες μπορεί να αφορούν το όνομα, το χρώμα του δέρματος, το φύλο, την ηλικία, τις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, το επάγγελμα. Ο ανοιχτός εαυτός ποικίλλει σε μέγεθος από άτομο σε άτομο καθώς κάποιοι άνθρωποι τείνουν να ανοίγονται περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Ακόμη, διαφέρει σε μέγεθος ανάλογα με τα άτομα με τα οποία συναναστρεφόμαστε, καθώς σε κάποιους ανθρώπους ανοιγόμαστε περισσότερο γιατί νιώθουμε πιο οικεία μαζί τους και σε άλλους λιγότερο γιατί νιώθουμε λιγότερο άνετα.
Ο «Κρυμμένος» εαυτός περιλαμβάνει όλα όσα ξέρουμε για τον εαυτό μας αλλά τα κρύβουμε απ’ τους άλλους. Πρόκειται για τα μυστικά τα δικά μας αλλά και πράγματα και απόψεις που αφορούν άλλους που όμως δεν τα έχουμε εξωτερικεύσει. Αντιθέτως, τα κρύβουμε μέσα μας. Στα δύο άκρα βρίσκονται τα άτομα αυτά που αποκαλύπτονται υπερβολικά και τα άτομα που δεν αποκαλύπτονται καθόλου. Τα άτομα της πρώτης κατηγορίας αποκαλύπτουν τα πάντα για τον εαυτό τους, ακόμη και τις πιο προσωπικές τους πληροφορίες σε κάποιον που μόλις γνώρισαν για παράδειγμα. Αντίθετα, τα άτομα της δεύτερης κατηγορίας μπορεί να μιλούν αλλά δεν αποκαλύπτουν ούτε το παραμικρό για τον εαυτό τους. Οι περισσότεροι, βέβαια, βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο, αποκαλύπτονται επιλεκτικά. Κρατάνε κάποια πράγματα για τον εαυτό τους και αποκαλύπτουν κάποια άλλα, αποκαλύπτονται σε κάποιους και σε κάποιους άλλους όχι. Ο εαυτός αυτός περιλαμβάνει πληροφορίες για οικονομικά, ερωτικά και οικογενειακά θέματα κυρίως.
Ο «Τυφλός» εαυτός απ’ την άλλη, περιλαμβάνει πληροφορίες για τον εαυτό μας τις οποίες γνωρίζουν οι άλλοι αλλά όχι εμείς. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να αποτελούνται από ασήμαντες συνήθειες μέχρι και τους αμυντικούς μας μηχανισμούς ή απωθημένα βιώματα. Στα σημεία αυτά που υπάρχουν τυφλές περιοχές, η επικοινωνία καθίσταται δύσκολη. Ωστόσο, πάντα θα υπάρχουν, αφού γίνεται να τις συρρικνώσουμε σε μεγάλο βαθμό, όμως δε γίνεται να τις εξαλείψουμε.
Τελευταίος μένει ο «Άγνωστος» εαυτός, ο οποίος συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα τα μέρη του εαυτού μας που ούτε εμείς έχουμε επίγνωση γι’ αυτά αλλά ούτε και οι άλλοι. Πρόκειται για πληροφορίες που συνήθως εντοπίζονται στο ασυνείδητο ή που ενδεχομένως δεν έχουμε προσέξει ποτέ. Πτυχές του άγνωστου εαυτού μπορεί να αποκαλυφθούν μέσω προσωρινών αλλαγών ή εμπειριών, σε ειδικές πειραματικές συνθήκες όπως για παράδειγμα η ύπνωση ή η αισθητηριακή αποστέρηση, σε διάφορα προβολικά τεστ ή όνειρα.
Έχοντας, λοιπόν, γνωρίσει τους τέσσερις εαυτούς πώς ακριβώς επιτυγχάνεται η αύξηση της αυτοσυνείδησης; Σε γενικές γραμμές, το κύριο ζητούμενο είναι η άμβλυνση του ανοιχτού εαυτού, καθώς την ώρα που αποκαλύπτουμε τον εαυτό μας στους άλλους, την ίδια ακριβώς στιγμή τον γνωρίζουμε και εμείς καλύτερα. Στην απόκτηση καλύτερης εικόνας του εαυτού μας φυσικά συμβάλλει και η ανατροφοδότηση που δεχόμαστε απ’ τους άλλους.
Πιο συγκεκριμένα, χρειάζεται να μεγεθύνουμε την ανοιχτή περιοχή προς την τυφλή περιοχή. Αυτό σημαίνει ότι όταν ζητάμε τη γνώμη του άλλου είμαστε και σε θέση να την ακούσουμε, ειδικά αν πρόκειται για αρνητικές παρατηρήσεις ως προς το άτομό μας. Αυτό προϋποθέτει έναν ανοιχτόμυαλο τρόπο σκέψης δίχως παρωπίδες και να μην έχουμε μόνο στόχο την προβολή κάποιας άμυνας για την υπεράσπιση του εαυτού μας. Προφανώς, είναι αναγκαίο το άτομο που έχουμε μπροστά μας να το εμπιστευόμαστε και να το εκτιμάμε γιατί μόνο τότε θα λάβουμε υπόψιν τα όσα μας λέει ώστε να προβούμε σε αλλαγές. Όλα αυτά συνεπάγονται ταυτόχρονα σμίκρυνση του τυφλού μας εαυτού.
Ακόμη, μπορούμε να ωφεληθούμε και απ’ την μεγέθυνση της ανοιχτής περιοχής προς την κρυμμένη περιοχή. Αυτό προϋποθέτει την ήδη απόκτηση εμπιστοσύνης αλλά προπαντός οικειότητας με τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, καθώς δεν είναι λογικό να αποκαλύπτουμε τα πάντα σε όλους. Η απόκτηση οικειότητας προέρχεται μέσα απ’ το πέρασμα του χρόνου και την τριβή της σχέσης ώστε να αισθανόμαστε ασφαλείς και σίγουροι να αποκαλυφθούμε. Τέλος, το μόνο που απομένει σύμφωνα με τη νοητική αυτή κατασκευή είναι η μεγέθυνση της ανοιχτής περιοχής προς την άγνωστη περιοχή και αυτό μπορεί να επιτευχθεί εάν ζητήσουμε από κάποιο άτομο εμπιστοσύνης να παρατηρήσει τον τρόπο που αντιδρούμε σε μια κατάσταση. Όπως για παράδειγμα σε μια ψυχοπιεστική κατάσταση κατά την οποία είναι πολύ δύσκολο και να ανταποκρινόμαστε στις συμπεριφορές των άλλων και να παρατηρούμε τις κινήσεις και τις φράσεις μας ταυτόχρονα.
Γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1999 στην Αθήνα. Από το 2017 σπουδάζει στο τμήμα Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα, παρακολουθεί διάφορα σεμινάρια ψυχολογίας και ψυχικής υγείας. Στα ενδιαφέροντά της επίσης συγκαταλέγονται η μουσική και ο αθλητισμός.