Του Νίκου Παντελαίου,
Εν έτει 2020 και ακόμα ζούμε στην Ελλάδα των 2 ταχυτήτων. Συγκεκριμένα για το μεταναστευτικό έχουμε χωριστεί σε δύο ομάδες, τους φιλάνθρωπους και τους φασίστες. Ειδικά στην κοινωνία του διαδικτύου που ζούμε, όπου ο κάθε ένας λέει τη γνώμη του ελεύθερα, το οποίο βέβαια είναι και η απαρχή της δημοκρατίας, βλέπω συνέχεια “συγκρούσεις” σε posts του facebook στα οποία τσακώνονται οι μεν με τους δε. Τώρα το βασικό ερώτημα είναι, ποιοι είναι οι μεν και ποιοι είναι οι δε. Επειδή όμως έξω από το χορό λες πολλά τραγούδια, ας προσπαθήσουμε να τους καταλάβουμε και να μπούμε λίγο στη θέση τους.
Θα ξεκινήσω με τους φιλάνθρωπους καθώς εξ’ ορισμού είναι πιο εύκολο να τους αναλύσεις. Είναι αυτοί οι οποίοι εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για τους συνανθρώπους τους και με όποιον τρόπο μπορούν, τους βοηθούν. Τώρα εδώ θα ήθελα να προσθέσω κάτι. Οι περισσότεροι φιλάνθρωποι που έμπρακτα βοηθάνε τους γύρω τους κατά πάσα πιθανότητα δεν το διατυμπανίζουν και πάνω απ’ όλα δεν ασχολούνται με αυτούς που έχουν αντίθετη άποψη. Οι φιλάνθρωποι του facebook από την άλλη, περισσότερο μιλάνε και κράζουν παρά προσφέρουν πραγματική βοήθεια και την τελευταία φορά που κοίταξα το κράξιμο στο facebook δεν έδωσε φαγητό ή στέγη σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Για τους πρώτους λοιπόν δεν έχω να πω πολλά, τι μπορείς να πεις άλλωστε για κάποιον που ενδιαφέρεται και βοηθάει όσους έχουν ανάγκη; Επίσης, εδώ να τονίσω ότι αυτή η ομάδα ανθρώπων, δε βοηθάνε μόνο τους μετανάστες, αλλά όλους όσους το έχουν ανάγκη. Για τους δεύτερους από την άλλη, τι να πρωτοπώ; Ότι το να τσακώνεσαι με άλλους που έχουν διαφορετική άποψη από εσένα για ένα θέμα για το οποίο δε σηκώνεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι δείχνει το πόσο μικροπρεπής είσαι; Για το ότι έχουν άποψη; (σκληρό ναι, αλλά το αξίζουν;). Δε νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω.
Τώρα πάμε στη δεύτερη και δυσκολότερη κατηγορία. Το χαρακτηρισμό “φασίστας” τον θεωρώ αρκετά σκληρό, οπότε θα κάνω και εδώ ένα διαχωρισμό, στους φασίστες από ιδεολογία και στους “φασίστες” που τους έκανε η ζωή. Για τους πρώτους πάλι, δεν έχω να πω πολλά. Η συγκεκριμένη ιδεολογία θα έπρεπε να έχει πεθάνει με τον Χίτλερ. Δε μπορώ να καταλάβω πώς μετά από όλα όσα μας έχει διδάξει η ιστορία γίνεται να υπάρχουν εκεί έξω κάποιοι που πιστεύουν σε ανώτερες φυλές (γιατί περί αυτού πρόκειται), στο ότι δεν είμαστε όλοι ίσοι, στο ότι δεν αξίζουμε να έχουμε ίδια δικαιώματα στη ζωή. Τους λυπάμαι. Πραγματικά. Όσον αφορά τη δεύτερη υποκατηγορία τώρα. Δεν ήξερα πώς να το διατυπώσω γι’ αυτό τους αναφέρω με αυτόν τον τρόπο. “Φασίστες” που τους έκανε η ζωή. Αυτοί οι άνθρωποι δεν υποστήριζαν πάντα τη συγκεκριμένη ιδεολογία. Κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν καν υπέρ. Πιο πιθανό είναι να ήταν φιλάνθρωποι και εκείνοι στην αρχή. Όμως επειδή η ζωή και οι εμπειρίες μας αλλάζουν, θα πρέπει να μπούμε στη θέση τους και να καταλάβουμε το εξής. Όταν κάποιος που έρχεται στη χώρα σου για ένα καλύτερο μέλλον, τον βάζεις στο “σπίτι” σου και σε κλέβει ή σου βιάζει την κόρη, του δίνεις φαγητό και το πετάει στα σκουπίδια, του προσφέρεις ό,τι μπορείς και εκείνος όχι μόνο δεν το εκτιμάει αλλά το εκμεταλλεύεται, πώς μπορείς να τον δεις τον ίδιο; Πώς μπορείς να τον συγχωρέσεις; Είναι σωστό να στρέφεσαι σε αυτή την ιδεολογία; Προφανώς και όχι γιατί δεν είναι όλοι το ίδιο. Είναι λογικό όμως; Έτσι πιστεύω. Το βασικό πρόβλημα εδώ το έχει δημιουργήσει το ίδιο το κράτος, στο οποίο όμως -παραδόξως- δε στρέφεται κανένας. Σε ένα κράτος δικαίου πρέπει να έχουν όλοι την ίδια μεταχείριση και τις ίδιες ευκαιρίες για ζωή. Όπως βοηθάς ένα μετανάστη (και πολύ καλά κάνεις), έτσι πρέπει και να τον τιμωρείς όταν παραβαίνει τους νόμους. Εν τέλει, αν αυτός που έρχεται και του δίνεις ό,τι μπορείς δεν το εκτιμάει, δεν έχει θέση ανάμεσά μας.
Κάπου εδώ κάποιοι θα σκεφτείτε ότι δεν έχουμε βοηθήσει αρκετά. Όμως η αλήθεια είναι ότι δε μπορούμε να βοηθήσουμε ούτε τους εαυτούς μας. Ναι, δε μπορούμε να παρέχουμε αρκετά και ναι, κάποιοι από αυτούς αξίζουν πολλά παραπάνω. Αν όμως το σύστημα λειτουργούσε σωστά τότε δε θα χρειαζόταν να αδικηθεί κανένας. Το γεγονός ότι μία χώρα αντιμετωπίζει ένα μεταναστευτικό πρόβλημα εδώ και μερικά χρόνια και ακόμα δεν έχουμε βρει έναν τρόπο ένταξης αυτών των ανθρώπων θα πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις. Δεν είμαι εδώ για να δώσω λύσεις, γιατί δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει. Το παρόν κείμενο έχει έναν και μόνο στόχο. Να σας βάλει στη θέση του άλλου. Να προσπαθήσετε να καταλάβετε ότι ο εχθρός μας δεν είναι αυτός που του έριξαν βόμβα στο σπίτι και ήρθε εδώ για να ζήσει, αλλά ο εαυτός μας. Το μεταναστευτικό δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν πρόβλημα, αλλά σαν μία ευκαιρία. Εκεί έξω υπάρχουν σπουδαία μυαλά που αντί να προσπαθήσουμε να τα βρούμε και να τα εντάξουμε στην κοινωνία μας, τα βάζουμε να κοιμούνται στις λάσπες.
Ξέρω ότι το συγκεκριμένο δε θα βρει πολλούς σύμφωνους. Ξέρω ότι πολλοί θα με χαρακτηρίσουν φασίστα ή φιλελεύθερο, ανάλογα από την οπτική τους. Πριν όμως το κάνετε αυτό, θα σας απαντήσω ο ίδιος. Δεν είμαι φασίστας, είμαι Έλληνας. Περήφανος; Σίγουρα! Το αξίζω; Σε καμία περίπτωση. Δεν έχω κάνει το παραμικρό που να μου δίνει το δικαίωμα να λέγομαι Έλληνας. Απλά έτσι γεννήθηκα. Είμαι φιλάνθρωπος; Έτσι θέλω να πιστεύω. Το δείχνω έμπρακτα; Όσο μπορώ. Μπορώ παραπάνω; Σίγουρα.
Γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα, έζησε και μεγάλωσε στην Πάρο μέχρι τα 18 του χρόνια. Αποφοίτησε από το τμήμα Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας της Καστοριάς του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και έκανε πτυχιακή εργασία στο Μποϊκοτάζ Επιχειρήσεων στα Social Media. Πλέον εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα στην πρωτεύουσα. Όνειρό του είναι να εργαστεί στις Δημόσιες Σχέσεις με στόχο να τις διευθύνει, καθώς πιστεύει στις σχέσεις που μπορούν να έχουν οι οργανισμοί με το κοινό τους. Εκτιμάει την ειλικρίνεια και πορεύεται με τα μάτια του ανοιχτά χωρίς παρωπίδες.