Του Άγγελου Βώρου,
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, κατά την πάροδο του χρόνου, έχουν περάσει από αρκετές διακυμάνσεις, με περιόδους έντασης, αλλά και ηρεμίας. Συχνά, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν χαρακτηριστεί ως τεταμένες και ανταγωνιστικές, με το όφελος της μιας πλευράς να εκλαμβάνεται ως απώλεια της άλλης, συντηρώντας έτσι μια νοοτροπία μηδενικού αθροίσματος μεταξύ των δύο. Σε μία προσπάθεια μετακίνησης του χρόνου ελαφρώς προς τα πίσω, υπογραμμίζεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Τουρκίας, με τις προσπάθειες για επέκταση των στρατηγικών τουρκικών συμφερόντων της στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω του ΟΗΕ και αμφιλεγόμενων μνημονίων συνεργασίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης εις βάρος της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι ενεργές πρωτοβουλίες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, καταδεικνύουν από την άλλη, την τεσσαρακονταετή αμηχανία των ελληνικών κυβερνήσεων στον τομέα οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών προς όλες τις κατευθύνσεις. Η κατάσταση δεν είναι προβληματική μόνο έναντι της Τουρκίας, αλλά ακόμα και με χώρες της Ε.Ε.
Η συμφωνία του 1977 ανάμεσα σε Ελλάδα και Ιταλία για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας δεν έχει επεκταθεί στην επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα οι δύο χώρες να μην διαθέτουν αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ). Παράλληλα, στις 23 Ιανουαρίου, αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών της Άγκυρας δίνει συνέχεια στα περί αποστρατιωτικοποίησης ελληνικών νησιών και επαναφέρει στη δημοσιότητα αναλυτικό κατάλογο με πέντε πάγιες αξιώσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Ο κατάλογος αυτός είναι ενδεικτικός των διαχρονικών προθέσεων της Άγκυρας: ζητά σχεδόν τα πάντα και θέτει για ακόμη μια φορά θέματα υφαλοκρηπίδας, χωρικών υδάτων, κυριαρχίας επί βραχονησίδων, εναέριο χώρο, απαίτηση σεβασμού στο διεθνές δίκαιο από την Ελλάδα, αποστρατιωτικοποίηση νησιών και έρευνα/διάσωση στο Αιγαίο, με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, να δίνει την εξής άμεση απάντηση: «Είναι τουλάχιστον υποκριτικό μια χώρα που παραβιάζει συστηματικά την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα σχεδόν όλων των γειτονικών χωρών της, μια χώρα που απειλεί με πόλεμο γείτονα και σύμμαχό της αν ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, μια χώρα που διαλαλεί ότι παραβιάζει το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ στη Λιβύη, να επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο».
Μία μέρα μετά, και ενώ οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, βρίσκονται στα «κατασκευαστικά τους όρια» μέσω ενός ατέρμονου ανοιχτού διαλόγου και παραβιάσεων σε Ανατολική Μεσόγειο, το ψυχρότερο φυσικό φαινόμενο, σαρώνει την Τουρκία, μετατρέποντας την βοή του σεισμού, σε πόνο και αναμφίβολη ανησυχία. Φέρεται, πως η πρώτη χώρα που επικοινώνησε με την Άγκυρα ήταν η Ελλάδα, γεγονός που επιβεβαιώνει και το τουρκικό πρακτορείο Anadolu.
Ο φονικός αυτός σεισμός, θα μπορούσε αναμφίβολα να ανοίξει ένα ρήγμα στον πάγο που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα, καθιστώντας εφικτή μια επαναπροσέγγιση με την Ελλάδα, εάν φυσικά το επιθυμούν αμφότερα οι πολιτικοί παράγοντες. Οι σχέσεις μεταξύ χωρών εξελίσσονται πάντα μέσα σε ένα διαμορφωμένο περιβάλλον. Και η τραγωδία που χτύπησε την γείτονα, δημιουργεί ένα συγκεκριμένο σκηνικό. Σε θεωρητικό επίπεδο, να αναφερθεί ότι πριν από είκοσι χρόνια, μετά τον τρομακτικό σεισμό των 7,6 ρίχτερ, που έπληξε το Ιζμίτ στις 17 Αυγούστου του 1999 – αλλά και τον φονικό σεισμό των 5,9 ρίχτερ που είχε ακολουθήσει στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου – προέκυψε η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» που οδήγησε στην απρόσμενη αναθέρμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε μια εξαιρετικά τεταμένη και τότε περίοδο. Ήταν τρία χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων και μόλις λίγους μήνες μετά την υπόθεση “Οτσαλάν”, που είχε φέρει τις δυο χώρες στα πρόθυρα σύρραξης. Ξαφνικά, το κλίμα άλλαξε. Οι προθέσεις, η ρητορική, ακόμη και κάποιες ενέργειες, κινήθηκαν σε διαφορετική κατεύθυνση. Δημιουργήθηκαν ευκαιρίες.
Τα προβλήματα δε λύθηκαν. Το Αιγαίο δεν μετατράπηκε ξαφνικά σε θάλασσα ειρήνης. Και τελικά, το ελπιδοφόρο παράθυρο, έκλεισε. Ωστόσο, εκείνη η ιστορική στιγμή άφησε πίσω της κάποια διδάγματα. Μέσα από τα συντρίμμια μπορεί να αναδυθεί ένα κλίμα φιλίας και αλληλεγγύης που όχι μόνο είναι προφανώς θετικό για τους δυο λαούς, αλλά θα διευκολύνει και τις ηγεσίες εάν πραγματικά αναζητούν τρόπους για να προχωρήσουν στην ομαλοποίηση των σχέσεων. Προφανώς, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι αυτός που θα πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να «αξιοποιήσει» κάθε ευκαιρία. Αντί απειλών και προκλητικών ενεργειών, να αναζητήσει την ειρηνική συνύπαρξη, με βάση την αρχή της καλής γειτονιάς και τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Εάν πάρει την απόφαση, οι επικοινωνιακές κινήσεις μπορούν εύκολα να ακολουθήσουν και να διευκολύνουν την εξέλιξη. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πως όσο κι αν οι λαοί θέλουν να προκαλέσουν την τύχη και την πορεία τους, οι συνθήκες –ίσως- δίνουν από μόνες τους τις απαντήσεις ή καλύτερα, υποδεικνύουν τον ορθότερο δρόμο για να ακολουθήσουν οι χώρες με ιμπεριαλιστικές βλέψεις και εν προκειμένω, η Τουρκία.