Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Διαβάζοντας τα πρόσφατα δημοσιεύματα για το νέο remake της γνωστής ελληνικής ταινίας «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» ως λάτρης του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, σκέφτομαι ότι είναι ένα εγχείρημα ομολογουμένως δύσκολο, και ίσως σε αυτή τη διαπίστωση συντελούν τα διάφορα remake που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και μάλλον μας απογοήτευσαν περισσότερο από όσο μας έκαναν να ξαναζήσουμε τις παλιές αγαπημένες μας ταινίες.
Οι αναδιηγήσεις μιας παλαιότερης ταινίας, γνωστές και ως remake, δεν είναι φαινόμενο του σήμερα. Και στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο υπήρχαν ταινίες που γυρίστηκαν δεύτερη φορά με εξίσου αξιόλογο καστ. Οι λάτρεις των παλιών ελληνικών ταινιών θυμούνται σίγουρα τη «Δεσποινίδα ετών 39» να γίνεται «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο», τη «Σάντα Τσικίτα» να γίνεται «Ο παράς και ο φουκαράς» και το «Ένα βότσαλο στη λίμνη» να μεταμορφώνεται στον «Σπαγγοραμένο» με μεγάλη επιτυχία.
Τι γίνεται όμως με τα σημερινά remake; Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς σινεφίλ ούτε να παρακολουθεί με πάθος τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, για να παρατηρήσει ότι αυτές οι ταινίες δέχονται ως επί το πλείστον κακές κριτικές, αν και συνήθως στελεχώνονται με μεγάλα ονόματα και καταξιωμένους ηθοποιούς που κατά τα άλλα μας είναι πολύ γνωστοί και αγαπητοί τόσο από την τηλεόραση όσο και από τη μεγάλη οθόνη.
Σε μια σύντομη ανασκόπηση, φαίνεται ότι συνήθως οι ταινίες αυτές δε γίνονται δεκτές με θετικά σχόλια από το κοινό. Αρχής γενομένης από το remake της ταινίας «Ο Ηλίας του 16ου» (2008), το οποίο δέχτηκε μέτριες κριτικές, πολλές παλιές ταινίες έχουν αποκτήσει σύγχρονη κινηματογραφική εκδοχή. Το αναγνωρισμένο καστ δεν μπόρεσε να προφυλάξει από την αρνητική κριτική ταινίες όπως «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» (2015), «Μαζί τα φάγαμε» (2018) (βασισμένο στην ταινία «Η κυρία του κυρίου»), «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» (2015) και «Ο θησαυρός» (2017), οι οποίες κατακρίθηκαν για κακή ποιότητα, αποτυχημένες προσπάθειες εκσυγχρονισμού και χλιαρό χιούμορ. Εξαίρεση ίσως, αποτελεί το «Ζητείται ψεύτης» (2010), το οποίο πήρε καλές κριτικές και θεωρήθηκε ότι μετέφερε εύστοχα την ιστορία στο σήμερα.
Γιατί, όμως, τα remake αποτυγχάνουν τον στόχο τους; Αρχικά, οι προσδοκίες του κοινού από ένα θέαμα που υπόσχεται να του φέρει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή μιας αγαπημένης του ταινίας είναι δικαιολογημένα υψηλές. Ο θεατής που δαπανά τον χρόνο και τους πόρους για να δει ένα remake μιας ταινίας που προβάλλεται 2-3 φορές τον χρόνο στην τηλεόραση περιμένει να δει κάτι εξαιρετικό – και ας μη γελιόμαστε, συνήθως δεν το βλέπει, επειδή ακριβώς είναι πολύ δύσκολο το κάθε remake να έχει δική του υπόσταση και να μη βιώνεται από τον θεατή σαν ξαναζεσταμένο φαγητό.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν παρουσιάστηκαν αυτές οι ταινίες αντικατόπτριζαν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής. Στοιχεία όπως η εσωτερική υπηρέτρια από το χωριό, το έθιμο που ήθελε τον αδελφό να προχωρά στον δικό του γάμο, αφού πρώτα αποκαταστήσει την αδελφή του και πολλά άλλα ήταν διαδεδομένα τότε, αλλά τώρα μάλλον δεν έχουν κάτι να πουν, γιατί το κοινό δεν έχει τα αντίστοιχα βιώματα. Εδώ θα διαφωνούσε κανείς λέγοντας ότι οι ταινίες και σειρές εποχής σημειώνουν μεγάλη επιτυχία. Δεν είναι, όμως, καθόλου το ίδιο η παρουσίαση κοινωνικών συνθηκών στην εποχή τους με την προσπάθεια ένταξής τους στη σύγχρονη πραγματικότητα, όπου μοιάζουν παραφωνίες.
Βέβαια, θα πει κανείς ότι κακό δεν είναι να γυρίζονται νέες ελληνικές ταινίες που δίνουν εργασία σε ηθοποιούς, συνεργεία και άλλους επαγγελματίες του χώρου. Καμία αντίρρηση. Όμως, μήπως αυτή η επιμονή στο remake κρύβει μια έλλειψη πρωτότυπων ιδεών; Μάλλον όχι – νέους δημιουργούς στην Ελλάδα είχαμε πάντα άφθονους. Λείπει, όμως, η πίστη και οι ευκαιρίες που θα μπορούσαν να δοθούν σε αυτούς.
Βέβαια, θα ήταν άδικο να πούμε ότι μόνο από εμάς λείπουν τα νέα σενάρια – ή μάλλον, η πίστη σε αυτά, όταν ακόμη και κινηματογραφικοί κολοσσοί του εξωτερικού προτιμούν να βγάλουν την πέμπτη ή έκτη ταινία σε επιτυχημένες σειρές ταινιών, να κάνουν μια εισπρακτική επιτυχία και να πάρουν επίσης, μέτριες ως κακές κριτικές – με ολίγες εξαιρέσεις – παρά να επενδύσουν σε κάτι νέο, το οποίο θα μπορούσε να είναι εξίσου προσοδοφόρο. Αυτή η επένδυση στο παλιό και αγαπημένο, που αποκαλείται και ως cashing in on nostalgia (εξαργύρωση της νοσταλγίας) φαίνεται ότι είναι παγκόσμιο φαινόμενο και σίγουρα αποδίδει έσοδα, αλλά δεν οδηγεί, τουλάχιστον στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε αξιομνημόνευτα αποτελέσματα.
Διερωτώμαι λοιπόν: γιατί να μην επενδύσουμε σε ένα νέο σενάριο; Τα εισιτήρια που έκοψαν στην εποχή τους οι ταινίες της Βασιλειάδου, του Αυλωνίτη και του Χατζηχρήστου δεν αποτελούν εχέγγυα για την επιτυχία μιας ταινίας στο σήμερα. Σίγουρα θα υπάρξουν – και θα είναι μάλιστα πολλοί – αυτοί που θα κόψουν εισιτήριο, για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Το ίδιο όμως συμβαίνει και σε ταινίες εποχής, ταινίες που βασίζονται σε μυθιστορήματα και ταινίες με πρωτότυπο σενάριο, που τα τελευταία χρόνια κάνουν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα. Άλλωστε, δε λείπουν καθόλου από την Ελλάδα οι βιβλιόφιλοι που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για κινηματογραφικές μεταφορές των αγαπημένων τους λογοτεχνικών έργων.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, την αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου να αποκαλεί «κοντό τον κοντό» με τον τρόπο που όλοι αγαπήσαμε και ας είμαστε πλέον πιο ανοιχτοί στο να δοκιμάζουμε κάτι καινούργιο και να υποστηρίζουμε νέους δημιουργούς.
Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής στο ΕΚΠΑ. Αναπτύσσει ιδιαίτερη δράση σε φοιτητικούς οργανισμούς και εκδηλώσεις, βρίσκεται στο διοικητικό συμβούλιο της Unique Minds και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια και ημερίδες. Την ενδιαφέρει η συγγραφή νομικών και λογοτεχνικών άρθρων, τάσεις τις οποίες ικανοποιεί η συμμετοχή της στο OffLine Post. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά.