Του Άγγελου Μεταλλίδη,
Γεννήθηκε στο χωριό Μουρνιές, κοντά στην πόλη των Χανίων στις 23 Αυγούστου 1864 και ήταν το πέμπτο παιδί του Κυριάκου Βενιζέλου. Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Χανιά, στο Λύκειο Αντωνιάδη στην Αθήνα και στο Δημόσιο Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου στην Ερμούπολη, απ’ όπου αποφοίτησε και εργάστηκε στο κατάστημα του πατέρα του. Το 1881 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1887. Αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκλεγεί δις εφέτης, άνοιξε δικηγορικό γραφείο καταφέρνοντας σε μικρό χρονικό διάστημα να διακριθεί. Το 1889, σε νεαρή ηλικία, αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα ως αντιπρόσωπος της περιφέρειας Κυδωνίας στις Εκλογές για την Κρητική Βουλή, στις οποίες και εξελέγη με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Λόγω της τεταμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στην Κρήτη με την επανάσταση μέρους των πληθυσμών της Κρήτης, στις αρχές Οκτωβρίου του 1889 ο Βενιζέλος με στενούς συνεργάτες και φίλους διέφυγε με τη βοήθεια του Άγγλου προξένου Μπιλιότι στην Αθήνα.
Στην Επανάσταση που ξέσπασε λίγο αργότερα υπό την καθοδήγηση της Επιτροπής, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Μανούσος Κούνδουρος, και με κύριο αίτημα την αυτονομία, ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε καθώς θεωρούσε ότι οι περιστάσεις δεν ευνοούσαν τέτοιου είδους κινήσεις.
Για τη στάση του αυτή κατηγορήθηκε από συντηρητικούς που ζήτησαν να προσαχθεί σε δίκη. Στις 23 Ιανουαρίου 1897 ο Βενιζέλος αποφάσισε να συμπράξει με τους επαναστατημένους στο Ακρωτήρι. Στις 24 Ιανουαρίου οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να κηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα και την επόμενη ημέρα εξέδωσαν κείμενο διακήρυξης. Στις 26 Ιανουαρίου επιτροπή αποτελούμενη από σημαντικές μορφές της εξέγερσης, μεταξύ των οποίων και ο Βενιζέλος, παρέδωσε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων τη διακήρυξη. Στις 22 Φεβρουαρίου εκλέχτηκε μέλος της εξαμελούς διοικητικής επιτροπής των επαναστατών. Με την ιδιότητα αυτή επισκέφθηκε μαζί με τα άλλα μέλη τους ξένους ναυάρχους αρκετές φορές για να συζητήσουν για το μέλλον της Κρήτης. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη οδηγώντας αρκετές φορές τους συμμετέχοντες σε ακραίες ενέργειες. Η κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα όταν ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του αρνήθηκαν να υπογράψουν τη διακήρυξη περί αυτονομίας με αποτέλεσμα να προκληθούν επεισόδια. Αποτέλεσμα ήταν ο Βενιζέλος να διακόψει τη συνεδρίαση και να αποχωρήσει. Για την κίνησή του αυτή του αφαιρέθηκε η προεδρία και του απαγορεύθηκε η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του σώματος. Τελικώς, η διακήρυξη περί αυτονομίας ψηφίστηκε.
Μετά τα γεγονότα ο Βενιζέλος ταξίδεψε στην Αθήνα, απ’ όπου επέστρεψε μαζί με τον Κρητικό πολιτικό Ιωάννη Σφακιανάκη. Λόγω της νέας μορφής διοίκησης προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 24 Ιανουαρίου 1898, στις οποίες και εξελέγη ως αντιπρόσωπος Χανίων.
Η συμβολή του στη σύνταξη του συντάγματος κρίνεται καθοριστική. Παρά την επιτυχία του στον υπουργικό θώκο σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον Ύπατο Αρμοστή πρίγκιπα Γεώργιο. Ο τελευταίος κυβερνούσε σε ένα βαθμό αυταρχικά, χειριζόμενος μόνος του την εξωτερική πολιτική της Κρητικής Πολιτείας, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του τις συμβουλές και τις απόψεις των υπουργών του. Ο Βενιζέλος θεωρούσε απαραίτητη την ανακήρυξη της Κρήτης σε αυτόνομο πριγκιπάτο, έτσι ώστε να επέλθει με πιο θεσμικό τρόπο η ένωση με την Ελλάδα. Επιπλέον, με την ανακήρυξη της αυτονομίας η Συνέλευση, κατά τον Βενιζέλο, θα έπρεπε να προχωρήσει στην εκλογή ανώτατου άρχοντα τερματίζοντας ταυτόχρονα την κυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί. Αντίθετα, ο Ύπατος Αρμοστής δε συμμεριζόταν την προσέγγιση του Βενιζέλου έχοντας ήδη αρχίσει να ακολουθεί τη δική του, η οποία όμως δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Παράλληλα, στον αθηναϊκό τύπο δημοσιεύονταν αιχμηρά άρθρα εναντίον των απόψεων του Βενιζέλου, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως ανθενωτικός. Στις 5 Μαρτίου 1901 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή. Στις 18 Μαρτίου υπέβαλε για δεύτερη φορά την παραίτησή του για λόγους που αφορούσαν την κακή σχέση του με τους συναδέλφους και τον Ύπατο Αρμοστή. Προκειμένου να αμυνθεί από τις επιθέσεις των αντιπάλων εγκαινίασε μια σειρά άρθρων με τον τίτλο «Γεννηθήτω τω Φώς» στην εφημερίδα «Κήρυξ των Χανίων», στα οποία περιέγραφε την πολιτική του Ύπατου Αρμοστή.
Στις εκλογές του 1903 το κόμμα του Βενιζέλου ηττήθηκε εκλογικά, αναδεικνύοντας πέντε βουλευτές. Ύστερα από συνεννοήσεις με άλλες ηγετικές μορφές της πολιτικής σκηνής τέθηκε επικεφαλής της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης», η οποία στις 26 Φεβρουαρίου 1905 διακήρυξε την ένωση με την Ελλάδα, καθώς και την αναθεώρηση του συντάγματος. Στις 23 Μαρτίου 1905 ο Βενιζέλος μαζί με χίλιους ένοπλους συγκεντρώθηκαν στο Θέρισο. Σύντομα στο Θέρισο κατέφθασαν άλλοι επτά χιλιάδες πολεμιστές από διάφορα σημεία της Κρήτης. Στις 20 Απριλίου η Συνέλευση κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα και ζήτησε από τον Ύπατο Αρμοστή να πληροφορήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις γι’ αυτή την εξέλιξη, οι οποίες όμως αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ανακήρυξη. Τον Μάιο πραγματοποιήθηκαν εκλογές, στις οποίες η παράταξη του Βενιζέλου, του Φούμη και του Πωλογεωργάκη συγκέντρωσε 33.279 ψήφους αναδεικνύοντας 39 αντιπροσώπους έναντι 78 αντιπροσώπων του πρίγκιπα Γεωργίου.
Στις 15 Ιουλίου οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους επαναστάτες, τελεσίγραφο που δεν έγινε δεκτό. Όταν έληξε η προθεσμία, οι Μεγάλες Δυνάμεις κήρυξαν στρατιωτικό νόμο. Μετά από συμβουλή του πρωθυπουργού της Ελλάδας Δημητρίου Ράλλη, ο Ύπατος Αρμοστής ζήτησε από τη Συνέλευση να προχωρήσει στην αναθεώρηση του συντάγματος. Στις 2 Νοεμβρίου ο Βενιζέλος και οι επαναστάτες παρέδωσαν τα όπλα.
Στις εκλογές του 1910 εξελέγη πρόεδρος της Συνέλευσης και πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας. Τον ίδιο μήνα εκδόθηκε το ψήφισμα για ένωση με την Ελλάδα και αναχώρησε για την Αθήνα για να συναντηθεί με τους ηγέτες του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
Βιβλιογραφία
- Dakin, Douglas (2005). Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Διβάνη, Λένα (2000). Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830 – 1947). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη