14.6 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕλευθερία της έκφρασης και αναγκαστικός νόμος

Ελευθερία της έκφρασης και αναγκαστικός νόμος


Της Μαρίας Βλάχου, 

Στη γνωστή και οργανωτική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δημιουργήθηκε το έτος 2017 η ανάγκη να βελτιωθεί το τότε ισχύον νομικό πλαίσιο σχετικά με τα κοινωνικά δίκτυα. Έτσι, ψηφίστηκε ο αναγκαστικός νόμος για τα κοινωνικά δίκτυα (NetzDG, Gesetz zur Verbesserung der Rechtsdurchsetzung in sozialenNetzwerken). Ο νόμος αυτός δημιούργησε έναν πολιτικό και νομικό προβληματισμό, ο οποίος θα αναλυθεί κατωτέρω.

Πώς οδηγήθηκαν σε αυτό το σημείο;

Από το 2015 το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Προστασίας του Καταναλωτή (BMJV, Bundesministerium der Justiz und für Verbraucherschut) ξεκίνησε να επεξεργάζεται την αντιμετώπιση του παράνομου-ποινικώς κολάσιμου στα κοινωνικά δίκτυα. Τα σχόλια που ήταν στη διάθεσή του για αξιολόγηση κρίθηκαν ως ανεπαρκή για την αντιμετώπιση του προβλήματος και ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, Heiko Maas, τόνισε την ανάγκη να ασκηθεί ισχυρότερη πίεση στα κοινωνικά δίκτυα.

Τον Μάιο του 2017, το κόμμα CDU/CSU και το SPD παρουσίασαν στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο το νομοσχέδιό τους για τη βελτίωση του νομικού πλαισίου των κοινωνικών δικτύων.Ποιο ήταν το περιεχόμενο του νομοσχεδίου;

Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση έκρινε πως τα κοινωνικά δίκτυα πρέπει να απομακρύνουν τη ρητορική μίσους συστηματικότερα. Το νομοσχέδιο απευθυνόταν σε κοινωνικά δίκτυα, τα οποία είχαν συνδεδεμένους χρήστες άνω των δύο εκατομμυρίων (§ 1 NetzDG). Δημιουργήθηκε ειδική πλατφόρμα στο διαδίκτυο, προσβάσιμη σε κάθε χρήστη, στην οποία θα μπορεί να δηλώσει το παράνομο περιεχόμενο που αντίκρισε στο διαδίκτυο. Οι πάροχοι των κοινωνικών δικτύων υποχρεούνται να συντάσσουν μια γερμανόφωνη αναφορά κάθε έξι μήνες, στην οποία θα εκθέτουν τον τρόπο/τους τρόπους αντιμετώπισης των ως άνω παραπόνων που υιοθέτησαν. Παράλληλα, έχουν καθήκον δημοσίευσης αυτών των αναφορών, τόσο στην ιστοσελίδα τους, όσο και στην Bundesanzeiger (Ομοσπονδιακή Εφημερίδα) [§ 2 NetzDG]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η διαφάνεια στη διαδικασία αντιμετώπισης των παράνομων σχολίων (§ 3 NetzDG).

Η διαδικασία που θα ακολουθείτο είναι συγκεκριμένη και προβλέπεται στην παράγραφο 4 του NetzDG. O πάροχος ελέγχει τα παράπονα, τα οποία πραγματοποιούν οι χρήστες, και έχει δύο δυνατότητες: 1) να διαγράφει κάθε προφανώς παράνομο περιεχόμενο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, και 2) να να διαγράφει κάθε απλώς παράνομο περιεχόμενο μέσα σε επτά ημέρες, αφού κάνει έλεγχο και αποκλείσει την πρόσβαση σε αυτό. Το διαγραφέν περιεχόμενο φυλάσσεται και καταχωρείται ως αποδεικτικό στοιχείο. Οι παραβάσεις αυτές γεννούν διοικητικές διαφορές, οι οποίες επιφέρουν πρόστιμα, ύψους μέχρι και πενήντα εκατομμύρια ευρώ (§ 5 NetzDG).

Η κριτική

Σφοδρή ήταν η κριτική που ασκήθηκε στο συγκεκριμένο σχέδιο. Χαρακτηρίστηκε ως αντισυνταγματικό και αντίθετο στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο από αρκετά μέλη του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, ενώ οι ειδικοί που προσήλθαν πριν την διαδικασία ψήφισης για να εκφράσουν την άποψή τους, είχαν ανησυχίες αναφορικά με τη διασφάλιση της ελευθερίας του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης. Ο πάροχος αποκτά οιονεί δικαστικά καθήκοντα, αφού είναι σε θέση να αξιολογήσει τα σχόλια και να αποκλείσει την πρόσβαση των άλλων χρηστών σε αυτά. Η διακριτική του αυτή ευχέρεια δημιουργεί τον προβληματισμό και τα όριά της δεν τίθενται με σαφήνεια. Η ψήφιση ενός τέτοιου νομοσχεδίου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα «μια κακή κριτική σε ένα εστιατόριο να επισύρει πρόστιμο» (κατά τον δημοσιογράφο και δικηγόρο Jörg Heidrich). Δύο μέλη του Κοινοβουλίου, ο Manuel Höferlin και ο Jimmy Schulz εξέφρασαν την επιθυμία προς άσκηση μιας προληπτικής αναγνωριστικής αγωγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Κολωνίας, καθότι το νομοσχέδιο αυτό αντίκειται στο Σύνταγμα.Η κοινοβουλευτική αρχηγός του Αριστερού Κόμματος (Die Linke), Sahra Wagenknecht, δήλωσε δημόσια τα εξής: «Ο νόμος αυτός είναι ένα χαστούκι προς όλες τις δημοκρατικές αρχές, γιατί σε ένα συνταγματικώς οργανωμένο κράτος τα δικαστήρια και όχι οι εταιρείες λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με το τι είναι νόμιμο και τι όχι». Στο σημείο αυτό βρίσκεται η τομή με το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), το οποίο χαρακτηρίζει τον παρόντα νόμο ως νόμο λογοκρισίας, ιδίως των πολιτικών απόψεων.

Την 1η Σεπτεμβρίου 2017 ο νόμος δημοσιεύτηκε, ενώ τέθηκε σε ισχύ 1η Ιανουαρίου 2018. Ήδη, στις αρχές του Ιουλίου 2019 το Ομοσπονδιακό Γραφείο Δικαιοσύνης της Γερμανίας (BfJ) επέβαλε πρόστιμο στο Facebook ύψους δύο εκατομμυρίων ευρώ λόγω πλημμελούς δηλώσεως των παραπόνων που του κατατέθηκαν. Το τελευταίο δήλωσε την πρόθεσή του να κάνει έφεση κατά της απόφασης του Γραφείου Δικαιοσύνης και να ζητήσει περαιτέρω διασαφηνίσεις σχετικά με τον εν λόγω νόμο.

Το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ καθιερώνει την ελευθερία της έκφρασης. Στην παράγραφο 2 του συγκεκριμένου άρθρου προβλέπεται η δυνατότητα κάθε κράτους να επιβάλει περιορισμούς σε αυτή, εάν η εν λόγω παρέμβαση προβλέπεται από το νόμο και επιδιώκει θεμιτό στόχο ή στόχους και, τέλος, εφόσον είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη των στόχων αυτών. Η υποκίνηση βίας και μίσους είναι κατακριτέα. Το κάθε κράτος δεν μπορεί να ανέχεται τέτοιου είδους συμπεριφορές (βλ. Medya FM Reha Radyo ve ÿletiÿim Hizmetleri A.ÿ. κατά Τουρκίας, απόφαση της 14.11.2006, Özgür Gündem κατά Τουρκίας, απόφαση της 16.03.2000, κ.ά.). Όμως, επειδή τα όρια είναι λεπτά, δεν είναι αναγκαίο να οδηγείται το κράτος σε λογοκρισία των απόψεων που εκφράζουν οι πολίτες του, αφαιρώντας από το κύριο μέσο διάδοσης αυτών -τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης- όσες αντιλήψεις δε θεωρεί νόμιμες και μάλιστα, όχι με παρέμβαση δικαστικού οργάνου, αλλά χαρίζοντας την ίδια στιγμή στον πάροχο των μέσων την διακριτική ευχέρεια να κάνει αυτή την κρίση. Η εύθραυστη φύση των δικαιωμάτων τα καθιστά γοητευτικά και επικίνδυνα, καθώς οριοθετούν τη δράση της πολιτικής εξουσίας και επιδρούν καθοριστικά στην καθημερινότητα των ατόμων.


Πηγές

Μαρία Βλάχου

Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει λάβει μέρος τόσο σε προσομοιώσεις, όσο και σε σεμινάρια και ημερίδες σχετικά με το Δημόσιο, το Ποινικό Δίκαιο και ζητήματα της επικαιρότητας. Η αγάπη της για τα βιβλία την ώθησε στην αρθρογραφία. Στόχος της είναι η αυτοβελτίωση, καθώς πιστεύει ότι μόνο μέσα από την εσωτερική μας καλλιέργεια, μπορούμε να εξελίξουμε την κοινωνία στην οποία ζούμε.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.