Του Αλέξανδρου Γκανά,
Ο χώρος της πολιτικής αναμφισβήτητα βρίθει έντονων διαφορών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Ως εκ τούτου, μια συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων Ελλήνων βουλευτών, επιδιώκουν απεγνωσμένα να αναδείξουν τις κομματικές ή και προσωπικές, απόψεις τους, όχι μέσω της σαθρότητας και της πειθούς των επιχειρημάτων τους, αλλά μέσω κραυγαλέων δηλώσεων που αποσκοπούν στην δημιουργία μιας άγονης χλαλοής έναντι ενός εποικοδομητικού διαλόγου. Αυτή ακριβώς η νοοτροπία, έχει βέβαια και άμεσο αντίκτυπο σ’ όλους τους δέκτες της, οδηγώντας τους «με βήμα σίγουρο και σταθερό» στην αποχαύνωση και τον φανατισμό.
Όλα τα άνωθεν αναφερθέντα αναδεικνύουν την ύψιστη σημασία της παιδείας σε έναν πολιτικό διάλογο καθώς και τον άρρηκτο συνδετικό δεσμό της τελευταίας με την πολιτική τέχνη. Πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, εφόσον δεν νοείται ορθός πολιτικός διάλογος εάν εκλείπει η ουσιαστική και σε κάθε περίπτωση απαραίτητη παιδεία των συνδιαλεγομένων, ενώ παράλληλα κρίνεται αδύνατη η ορθή προώθηση μιας πολιτικής ιδεολογίας, μιας κομματικής πρότασης ή μιας καίριας εξέλιξης της επικαιρότητας, εφόσον αδυνατούν να την αναπτύξουν ορθά και λελογισμένα.
Στο παρόν λοιπόν κείμενο, θα επιδιώξω να αναλύσω αυτήν την άμεση σύνδεση και αλληλεξάρτηση μεταξύ της παιδείας και της πολιτικής, μια σύνδεση που κορυφώνεται όταν ο λόγος γίνεται για ένα δημοκρατικό πολίτευμα.
Πρώτα πρώτα, προκειμένου ένα τέτοιο πολίτευμα να ασκείται κατά τρόπο εύρυθμο και λειτουργικό απαιτείται, ο ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των αντικρουόμενων μερών. Η δημοκρατία είναι “το πολίτευμα των πολλών”, επομένως τόσο οι πολίτες όσο και οι κυβερνώντες οφείλουν να έχουν την δυνατότητα να επικοινωνούν και να συνδιαλλάσσονται, με τρόπο πράο και εποικοδομητικό. Κάτι τέτοιο στην Ελλάδα του 2020 μάλλον φαντάζει ουτοπικό. Αποτελεί ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο τόσο στις μέρες μας όσο και παλαιότερα, οι κομματικοί εκπρόσωποι να προβαίνουν διαρκώς σε ανούσιους διαπληκτισμούς είτε στα πάνελ τηλεοπτικών και διαδικτυακών εκπομπών, είτε ακόμη και στα έδρανα της βουλής. Η εν λόγω κατάσταση έχει επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό όπου πλέον καθίσταται ουσιαστικά αδύνατον, για τον μέσο πολίτη να παρακολουθήσει ένα πολιτικό ντιμπέιτ χωρίς να προδιατεθεί αρνητικά για τα πολιτικά πράγματα συνολικότερα, καθώς και για τους ανθρώπους που τα διαχειρίζονται. Αποκορύφωμα όλων αυτών των ανεπίτρεπτων αντιπαραθέσεων αποτελεί δίχως αμφιβολία το περιστατικό που έλαβε χώρα στο πάνελ του Γιώργου Παπαδάκη, μεταξύ του Ηλία Κασιδιάρη και της Λιάνας Κανέλλη.
Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δεν επιθυμώ να προβώ στην οποιαδήποτε μνεία σε σχέση με τη στάση και τα ιδανικά ορισμένων “κομματικών” σχηματισμών καθώς και των ανθρώπων που τα στελεχώνουν, εντούτοις θα ήθελα να επικεντρωθώ σε κάτι καθόλα διαφορετικό. Ο λόγος γίνεται για το πόσο παράδοξο φαντάζει, η χώρα-γενέτειρα της δημοκρατίας και του πολιτισμού, μια χώρα που υποτίθεται ότι είναι αναπτυγμένη και νεωτεριστική, να προβάλλει μια τόσο αισχρή και διαστρεβλωμένη μορφή της δημοκρατίας. Τέτοια περιστατικά οφείλουν να είναι πλήρως κατακριτέα και αποφευκτέα στο όνομα της κρατικής συνοχής και της αποφυγής του εθνικού ή και διεθνούς ευτελισμού της χώρας και των “υψηλών ιδανικών” της. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα προαναφερθέντα, η ύπαρξη ουσιαστικής παιδείας τόσο απ’ τους κυβερνώντες όσο και απ’ τους κυβερνώμενους, αν μη τι άλλο, αναδεικνύεται σε επιτακτική αναγκαιότητα.
Επιπρόσθετα, η δημοκρατία ως πολίτευμα προϋποθέτει μια “αέναη κίνηση” και μια διαρκή δυνατότητα προσαρμογής και υιοθέτησης νέων αξιών και ιδεολογιών. Υπό αυτό το πρίσμα η ορθή και εύρυθμη λειτουργία της, εξαρτάται απ’ την ύπαρξη πολιτών μέσα στο κοινωνικό σύνολο, πεπαιδευμένων και ανοιχτόμυαλων. Οι εν λόγω, δύνανται να λειτουργήσουν σαν φορείς της διάδοσης γόνιμων ερεθισμάτων και αξιών, σαν αυτές που προβάλλει ο φιλελευθερισμός και ο νεωτερισμός συμβάλλοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τα μέγιστα στην διαμόρφωση μιας σύγχρονης, ευρωπαϊκής και δημοκρατικής Ελλάδας, οι οποία θα αποτελείται αφενός από συνειδητοποιημένους Έλληνες-Ευρωπαίους πολίτες, εξοπλισμένους με όλα τα απαραίτητα εφόδια για να κρίνουν και να καυτηριάζουν τα κακώς κείμενα και αφετέρου προοδευτικούς και σύγχρονους πολιτικούς ηγέτες.
Παράλληλα η ελληνική κοινωνία, μέσω της παιδείας έχει την δυνατότητα να απαλλαγεί ουσιαστικά από τον δογματισμό και τον ωχαδερφισμό, δημιουργώντας ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη και την εξάπλωση σύγχρονων ιδεολογιών στην χώρα μας, που θα συμβάλλουν τα μέγιστα στην αντιμετώπιση της κρίσης των αξιών και της απαιδευσίας, που χαρακτηρίζει πολλούς σύγχρονους Έλληνες, κυβερνώντες και μη. Κάτι τέτοιο θα συντελούσε ουσιαστικά στην αντιμετώπιση μιας πληθώρας πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων, που ταλανίζουν την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, εφόσον μέσω της παιδείας, οι πολίτες θα είχαν σε κάθε περίπτωση την δυνατότητα να θέτουν μέτρο και όρια στον εαυτό τους, αποφεύγοντας τις ακραίες ιδεολογίες και στάσεις.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω την γνωστή ρήση του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκη “η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που έχουμε μέσα μας, είναι η παιδεία”. Η παιδεία είναι αυτή που βοηθά τον άνθρωπο να διαχωρίσει το σωστό απ’ το λάθος, το ταιριαστό απ’ το αταίριαστο και το ωραίο απ’ το άσχημο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ενός ορθώς λειτουργούντος πολιτικού συστήματος και πολύ περισσότερο, ενός εύρυθμου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο κλάδος της νομικής, ανέκαθεν φάνταζε ιδιαίτερα συναρπαστικός σε εκείνον, εφόσον από πολύ νεαρή ηλικία γνώριζε ότι αυτήν την κατεύθυνση θα ήθελε να ακολουθήσει μελλοντικά. Τα τελευταία δύο χρόνια ασχολείται ερασιτεχνικά με την συγγραφή και πιο συγκεκριμένα με την συγγραφή πολιτικών δοκιμίων, ποιημάτων και σύντομων διηγημάτων της λογοτεχνίας του φανταστικού. Τρέφει επιπλέον, μια ιδιαίτερη αγάπη για τον αθλητισμό, την τζαζ μουσική και το σκάκι, ευελπιστώντας ότι, κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα του δοθεί και η ευκαιρία να συμμετάσχει σε σκακιστικούς αγώνες.