5.7 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ συμβολή των προσφύγων στην Ελλάδα του 20ου αιώνα (Α' Μέρος)

Η συμβολή των προσφύγων στην Ελλάδα του 20ου αιώνα (Α’ Μέρος)


Του Παναγιώτη Τσελέκη,

Το Σεπτέμβριο του 1922 το ελληνικό έθνος έζησε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές της τρισχιλιετούς ιστορίας του. Το όραμα της Ελλάδας «των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων» κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος σε ελάχιστες μόνο ημέρες, παρασύροντας στην εξαφάνισή του και τον ξεριζωμό από τις προαιώνιες εστίες του, τον Ελληνισμό της Ιωνίας και του Πόντου. Την καταστροφή και το μεγάλο κύμα των προσφύγων διαδέχτηκε το δεύτερο κύμα που μετακινήθηκε αναγκαστικά μετά την 1η Μαΐου 1923, λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης.

Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες -ποσοτικά και ποσοστιαία- αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών στη σύγχρονη Ιστορία. Σηματοδότησε τη δραματικότερη ίσως πολιτιστική διακοπή και ασυνέχεια ενός μεγάλου λίκνου της Τέχνης και της Φιλοσοφίας: της Μικράς Ασίας, που από την Αρχαιότητα αναδείχτηκε ισότιμη της μητροπολιτικής Ελλάδας. Στην Ιωνία των Ελλήνων, το 1922, έπαψε μετά από 2.500 χρόνια να μιλιέται η γλώσσα του Ομήρου. Ξεκίνησε ως η προδιαγραμμένη στρατιωτική αποτυχία ενός πεπερασμένου ελληνικού εκστρατευτικού σώματος μέσα σε μια τουρκική πληθυσμιακή πλημμυρίδα και με αμφίβολους συμμάχους… η προστασία των ομοεθνών μας από το νεοτουρκικό φάσγανο αποτελούσε μια ηθική δικαιολογητική βάση. Αλλά στην πολιτική τα πράγματα λειτουργούν αλλιώς. Συνοδεύτηκε από έναν αγεφύρωτο διχασμό του πολιτικού κόσμου αλλά και του λαού. Κατέληξε σε εθνική τραγωδία ανυπολόγιστων διαστάσεων. Εκτός από τους χιλιάδες νεκρούς που άφησε στα χώματα της Μικράς Ασίας, η Ελλάδα, είχε να θρέψει 1.500.000 απελπισμένους πρόσφυγες. Εύκολα θύματα ενός χαμηλού εργοστασιακού μεροκάματου και πρόπλασμα ενός νέου προλεταριάτου, αλλά και ζωογόνοι αποικιστές των άδειων εδαφών της Μακεδονίας, που άφησαν πίσω τους οι «ανταλλάξιμοι» Τούρκοι πρόσφυγες. Μια υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, σαν επιστέγασμα κάποιων άτυπων -και ατελέσφορων μέχρι τότε- σκέψεων και προτάσεων για εθελοντική.

Είναι γεγονός ότι μετά το 1922 η Ελλάδα, μια χώρα 5 εκατομμυρίων κατοίκων, διχασμένη πολιτικά, με μια οικονομία κατά βάση αγροτική και αποσταθεροποιημένη από την παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων στο Μικρασιατικό Μέτωπο, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει την τεράστια πρόκληση να ενσωματώσει πάνω από 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες. Η δραματική αύξηση του πληθυσμού της χώρας, κατά 25% περίπου ανέτρεψε τις υπάρχουσες ισορροπίες στο επίπεδο των οικονομικών σχέσεων και δημιούργησε σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα, το λεγόμενο «προσφυγικό», που έθεσε σε δοκιμασία την ανεκτικότητα των γηγενών πληθυσμών και χρειάστηκε η συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών για να επιλυθεί. Η αποκατάσταση -αγροτική ή αστική- των προσφύγων, που στην πλειονότητά τους ήταν αποστερημένοι από κάθε περιουσιακό στοιχείο, θεωρήθηκε εύλογα ένα ιδιαίτερα κρίσιμο, από πολιτική και κοινωνική άποψη, έργο. Η υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών, σε μια πρωτοφανή σε μέγεθος κλίμακα και η μετεγκατάστασή τους επέβαλε τη συνεργασία και το συντονισμό των φορέων σε πολλαπλά επίπεδα (εθνικό, διεθνές και τοπικό) για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων.

Πιο συγκεκριμένα, η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε η σημαντικότερη τομή στη νέα ελληνική ιστορία. Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και την επιστροφή του στην Ελλάδα, ήταν χιλιάδες οι πρόσφυγες που τον ακολούθησαν, επιβιβαζόμενοι σε πλοία. Με τη μεσολάβηση των συμμαχικών αρχών στην Κωνσταντινούπολη επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης για τη μεταφορά τους με τουρκικά πλοία στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα. Η όλη επιχείρηση κράτησε από τα τέλη του 1922 έως τα μέσα του 1923. Δε γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1922. Υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του 1922, είχαν φτάσει στην Ελλάδα, περίπου 900.000 πρόσφυγες. Η ειδική απογραφή, η οποία διενεργήθηκε τον Απρίλιο του 1923 και κατέγραψε 850.000 πρόσφυγες θεωρείται ελλιπής. Ακριβή στοιχεία διαθέτουμε από την απογραφή πληθυσμού του 1928, στην οποία απογράφηκαν συνολικά 1.221.849 πρόσφυγες.

Στον προσφυγικό πληθυσμό υπερτερούσαν οι γυναίκες και οι μικρές ηλικίες. Μεταξύ των ξεριζωμένων Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη, υπήρχαν κοινωνικές διακρίσεις, πολιτιστικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες. Περίπου 100.000 πρόσφυγες ήταν τουρκόφωνοι. Η κινητικότητά τους ήταν αρκετά μεγάλη, καθώς ήθελαν να διαπιστώσουν οι ίδιοι τις δυνατότητες που προσέφερε η κάθε περιοχή, προκειμένου να καταλήξουν εκεί όπου θεωρούσαν ότι υπάρχουν οι προσφορότεροι όροι για την εγκατάστασή τους.

Ο τεράστιος αριθμός προσφύγων που έφτασε στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες του 1922 προκαλούσε έντονες πιέσεις στην Ελλάδα για την ικανοποίηση αρχικά των στοιχειωδών αναγκών τους, την περίθαλψή τους και στη συνέχεια για την αποκατάσταση και ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Όσο κι αν υπήρχε η εμπειρία της υποδοχής μεγάλων ομάδων προσφύγων κατά την προηγούμενη οχταετία, το έργο της περίθαλψης και αποκατάστασης αυτών των προσφύγων ήταν πολύ μεγαλύτερης κλίμακας και τίθετο σε μια δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα. Η οικονομική δυσπραγία, η ελλιπής κρατική οργάνωση, οι πολιτικές περιστάσεις, ο μεγάλος αριθμός τους, καθιστούσαν φανερό ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη να αντιμετωπίσει μόνη το τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων.

Οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε κατάσταση τραγική. Οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει βιαστικά τα σπίτια τους, φέρνοντας μαζί τους ελάχιστα ή και τίποτα από τα κινητά αγαθά τους. Η πρώτη επαφή των περισσότερων με τη μητέρα πατρίδα ήταν ο στρατωνισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες στα λοιμοκαθαρτήρια του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι, της Μακρονήσου και του Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης.

Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών και την αποκατάσταση των προσφύγων, δημιουργήθηκε ένα καινούριο Κράτος με αμιγή Ελληνικό πληθυσμό, που ήταν πολύ φυσικό να ακολουθήσει μια νέα πολιτική. Η Μικρασιατική καταστροφή που ήταν πρωτοφανής σε έκταση στην ελληνική ιστορία, εκτός από τις αρνητικές της πλευρές είχε και θετικές. Βραχυπρόθεσμα ήταν η αλλαγή της εθνογραφικής σύνθεσης της Μακεδονίας που ήταν ως τότε η πιο ζωτική αλλά και η πιο αμφισβητούμενη από τους γείτονες, περιοχή της σύγχρονης Ελλάδας. Μακροπρόθεσμα η εγκατάσταση ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων στην Ελλάδα, συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική και πολιτιστική της ανάπτυξη. Σημειώθηκε μακροπρόθεσμα μια θεαματική ανάπτυξη της Αγροτικής Οικονομίας με την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα. Η ξαφνική άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα και το τεράστιο πρόβλημα της αποκατάστασής τους, έκαναν επιτακτική την ανάγκη για την οριστική επίλυση του αγροτικού προβλήματος, από την Επαναστατική Κυβέρνηση. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, η κυβέρνηση Πλαστήρα έθεσε στη διάθεσή της συνολικά 7.356.000 στρέμματα. Από αυτά τα 4.700.000 ήταν καλλιεργήσιμα.

Από το σύνολο των γαιών τα 5.274.000 στρέμματα ήταν ανταλλάξιμα (ανήκαν στους Τούρκους), 802.000 στρέμματα ανήκαν στους μεγάλους γαιοκτήμονες (κοτζαμπάσηδες) 746.000 στο Δημόσιο, 392.000 στις Κοινότητες και σε Μουσουλμάνους που είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών και 141.000 στρέμματα ανήκαν στην Εκκλησία και παραχωρήθηκαν προσωρινά στο Κράτος με ειδική συμφωνία. Ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους και το είδος της καλλιέργειας ήταν και ο Κλήρος. Για την καλλιέργεια των δημητριακών ο κλήρος αποτελέσθηκε στη Μακεδονία από 25-60 στρέμματα, στην Ήπειρο από 35-40 και στη Θεσσαλία από 60-80 στρέμματα. Για τα αμπέλια της Μακεδονίας ο κλήρος αποτελούνταν από 15-20 στρέμματα, ενώ στην Κρήτη ήταν πολύ μικρότερος, μονάχα 3 στρέμματα, γιατί τα αμπέλια των Τούρκων βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη. Παράλληλα, δόθηκαν σ’ όλους τους αμπελουργούς από ένα χωράφι ή ένας λαχανόκηπος. Για τις ελιές ο κλήρος αποτελούνταν από 150 δέντρα περίπου, για τον καπνό 20 στρέμματα και για τους κτηνοτρόφους 80-100 στρέμματα βοσκότοποι. Για τους ψαράδες δημιουργήθηκαν ειδικοί οικισμοί στις περιοχές της Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Καβάλας. Εκτός από τα απαραίτητα σύνεργα της δουλειάς τους, τους δόθηκαν σπίτια σε ένα χωράφι 5 στρεμμάτων.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Τσελέκης
Παναγιώτης Τσελέκης
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Αποφοίτησε το 2018 από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες θεωρήσεις και προοπτικές, ενώ παράλληλα ολοκληρώνει και το δεύτερο πτυχίο του σε προπτυχιακό επίπεδο στο Τμήμα Πολιτικών επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και συνεδρίων με θέματα που άπτονται του ενδιαφέροντός του.