11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕκλογή ΠτΔ: Μια ανασκόπηση στο παρελθόν

Εκλογή ΠτΔ: Μια ανασκόπηση στο παρελθόν


Της Αιμιλίας Γανταδάκη,

Έχοντας ήδη ολοκληρωθεί η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης και τροποποιώντας μεταξύ άλλων το άρ. 32 παρ. 4 του Συντάγματος με στόχο την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, θα περίμενε κανείς να έχουν εκλείψει τα φαινόμενα πολιτικού καιροσκοπισμού με αφορμή την εκλογή του εν λόγω αρχηγού. Τουναντίον, παρατηρήθηκε ακόμη και σήμερα και πριν την πρόταση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ως υποψήφιας ΠτΔ, μια έντονη αντιπαράθεση των κομμάτων γύρω από το πρόσωπο που θα εκλεγεί, κατά τη γνώμη μου δε, λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο σα μια συνέχεια του πολιτικού παιγνίου «αντιπαράθεση για την αντιπαράθεση». Μια τέτοια στάση, που καθιστά βορά σε διαξιφισμούς τον εν ενεργεία Πρόεδρο υποδεικνύει κοινοβουλευτική ανωριμότητα κι έλλειψη σεβασμού προς αυτό που αντιπροσωπεύει ο ίδιος ο θεσμός. Το φαινόμενο, όμως, αυτό δεν είναι πρόσφατο…

Τοποθετούμαστε χρονικά στον Μάρτιο του 1985. Υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975 και ένα βήμα από την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας ανέκυψε το ζήτημα της «ψήφου Αλευρά». Προέδρος της Δημοκρατίας ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου και Πρόεδρος της Βουλής ο Γιάννης Αλευράς, βουλευτής της κυβερνητικής παράταξης του ΠαΣοΚ. Επικειμένης της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, το ΠαΣοΚ, μολονότι είχε αποφασίσει να προτείνει για δεύτερη θητεία τον Καραμανλή, εντέλει, δρώντας αιφνιδιαστικά πρότεινε τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος και εξελέγη. Ως δικαιολογία για τη μεταστροφή προβλήθηκε η πρόθεση εκκίνησης διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος προς την κατεύθυνση του περιορισμού των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, εμπνευστής των οποίων ήταν ο Καραμανλής, οπότε και δε θα δικαιωνόταν η πολιτική και πολιτειακή του συμβολή.Για πολλούς, όμως, η επιλογή του αεροπαγίτη Σαρτζετάκη δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού συνδέθηκε άμεσα με τις δυσάρεστες μνήμες από τη δολοφονία Λαμπράκη, την πτώση των καραμανλικών κυβερνήσεων και την επικυριαρχία του σοσιαλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης. Λίγο πριν λήξει η πρώτη θητεία, ο Καραμανλής παραιτήθηκε, οπότε χώρισε αυτοδίκαιη αναπλήρωση από τον Πρόεδρο της Βουλής Αλευρά. Το πολιτικό κλίμα ήταν οξυμμένο, ιδίως κατά την ψηφοφορία. Το «θρίλερ» των διανεμηθέντων γαλάζιων ψηφοδελτίων στιγματίστηκε ως παράβαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας, αφού η τότε συνταγματική επιταγή για ομοιόμορφα ψηφοδέλτια, ερμηνεύτηκε ως επιταγή και για ομοιόχρωμα. Παρασκηνιακά, μέσα στα πλαίσια ενός πολιτικού «κανιβαλισμού» βουλευτές της αντιπολίτευσης έκλεψαν την κάλπη και τράπηκαν σε φυγή, ενώ το όλο κλίμα είχε διχάσει εντόνως και τον λαό.

Κι ενώ το πολιτικό σκηνικό ήταν τέτοιο, τα γεγονότα που συνέχισαν να διαδραματίζονται απέκτησαν και μια διάσταση νομικής διχογνωμίας. Το βασικό νομικό ζήτημα που τέθηκε, ωστόσο, ήταν αν το ασυμβίβαστο του Προέδρου της Δημοκρατίας ισχύει και για τον αναπληρωτή αυτού και ειδικότερα, αν ο Πρόεδρος της Βουλής κατά την αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να συμμετάσχει στην ψηφοφορία για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Το ζήτημα εισήχθη στη Βουλή, που αποφάσισε βάσει του τεκμηρίου αρμοδιότητας, ότι ο αναπληρωτής Πρόεδρος μπορεί να ψηφίσει. Στην τρίτη και κρίσιμη για τη διάλυση της Βουλής ψηφοφορία, ο Αλευράς όντως ψήφισε. Ο Σαρτζετάκης εξελέγη με 180 ψήφους ακριβώς. Λόγω της οριακής πλειοψηφίας, η εκλογή του αμφισβητήθηκε πολιτικά, δικαστικά, αλλά και από μία μεγάλη μερίδα του νομικού κόσμου. Το κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν ήταν εάν η αναπλήρωση του ΠτΔ συνιστά υποκατάσταση προσώπου ή υποκατάσταση οργάνου, διότι εάν μεν αποφανθούμε υπέρ του πρώτου τότε ο αναπληρωτής ΠτΒ οφείλει να απεκδυθεί τις αρχικές του αρμοδιότητες, ενώ εάν καταλήξουμε στο δεύτερο τότε είναι επιτρεπτή μια σύγχυση αρμοδιοτήτων περισσοτέρων οργάνων στο ίδιο πρόσωπο δίχως να παραβιάζεται το Σ26.Έτσι, από την μία πλευρά οι Μάνεσης-Μανιτάκης υποστήριξαν πως όταν το αναπληρούν όργανο είναι μονοπρόσωπο (ΠτΒ ή της τελευταίας Βουλής) έχουμε υποκατάσταση προσώπου, ενώ όταν είναι συλλογικό -φαινόμενο σπάνιο- (η κυβέρνηση συλλογικά) δεν μπορεί να νοηθεί αλλιώς παρά μόνο ως υποκατάσταση οργάνου. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο συντακτικός νομοθέτης συνειδητά δεν προέβλεψε κάποιο αυτοτελές ξεχωριστό όργανο για αναπληρωτή (Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας), αλλά προτίμησε ένα ήδη υπάρχον πρόσωπο με «θεσμική συγγένεια» προς τον ΠτΔ, δεδομένου ότι αμφότεροι οφείλουν να ασκούν αμερόληπτα και υπερκομματικά τα καθήκοντά τους. Σε ό,τι δε αφορά τις αρμοδιότητες του ΠτΒ, αυτές δεν απόλλυνται, αλλά απλώς χειμάζουν για τον αναπληρωτή και ασκούνται από τον Αντιπρόεδρο της Βουλής κατά ρητή επιταγή του ΚτΒ άρ. 140 παρ. 9. Επομένως, ο αναπληρωτής ΠτΔ εξομοιούται πλήρως στο νομικό status με τον εκλεγμένο ΠτΔ, διαθέτει τις όμοιες αρμοδιότητες και δεσμεύεται από τα προεδρικά ασυμβίβαστα του άρθρου Σ30 παρ.2. Το αντίθετο θα οδηγούσε σε συνταγματικά παράδοξα όπως λ.χ. το ίδιο πρόσωπο να διορίζει μια κυβέρνηση και μετέπειτα να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης. Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, της διαφάνειας και το Σύνταγμα εν γένει, καθότι για κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις θα ενέπλεκε το συνταγματικώς ουδέτερο πρόσωπο του ΠτΔ.

Από την άλλη πλευρά, ο Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ της υποκατάστασης οργάνου και στις τρεις περιπτώσεις αναπλήρωσης, ενώ κατηγόρησε τους δύο θεωρητικούς για δογματική ασυνέπεια στη διάκριση μεταξύ μονοπρόσωπου ή συλλογικού οργάνου, ενώ σε επίπεδο συλλογισμού έκρινε πως ο ισχυρισμός περί ασυμβιβάστου συνιστά ζήτημα λήψεως του αιτουμένου, αφού η ύπαρξη ασυμβιβάστου λαμβάνεται ως δεδομένο και δεν αποδεικνύεται στο συμπέρασμα. Συμπληρωματικά, αφενός μεν η ratio του ΚτΒ άρ.140 παρ.9 είναι να απαλλάξει τον αναπληρωτή από το επιπλέον φορτίο του να διευθύνει τη Βουλή και δεν εκτείνεται έως την βουλευτική ιδιότητα, αφετέρου ο ΚτΒ σε σχέση προς το Σ είναι υποδεέστερης τυπικής ισχύος και στη ρυθμιστέα ύλη του δεν εμπίπτουν τα Σ30 παρ. 2 και Σ34, οπότε όποια κι αν είναι η ερμηνεία της εν λόγω διάταξης δεν μπορεί να συναχθεί επιχείρημα ex constititionem (αν και εδώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο μέτρο που για την εκλογή λαμβάνει χώρα μια ψηφοφορία, αυτό εμπίπτει στο εσωτερικό και τη λειτουργία της Βουλής). Εν προκειμένω, έχουμε περίπτωση θεμιτής διασταύρωσης των λειτουργιών, αφού ούτως ή άλλως ο ΠτΔ τυγχάνει φορέας και της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας, ενώ δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα περί ασυμβιβάστου αλλά περί αναστολής (Σ81 παρ. 3). Τέλος, θα ήταν αυθαίρετο και αντίθετο στη λαϊκή βούληση να στερείται η ψήφος ενός εκλεγμένου βουλευτή, πολλώ δε μάλλον όταν είναι οριακή για το εκλογικό αποτέλεσμα.

Προσπαθώντας να κάνουμε μια αποτίμηση των επιχειρημάτων και των δύο πλευρών, θα έλεγε κανείς ότι είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του νομικώς ορθού και εσφαλμένου. Γιατί π.χ. όταν αναπληρώνει η κυβέρνηση συλλογικά να μπορούν οι επιμέρους Υπουργοί να ψηφίζουν και όχι ο ΠτΒ; Πείθει ο ισχυρισμός ότι είναι φαινόμενο σπάνιο; Πώς είναι δυνατόν ο αναπληρωτής να έχει το ίδιο ακριβώς νομικό status με τον ΠτΔ και να μην δίνει καν όρκο; Και πάνω απ’ όλα, ποιο είναι το βαθύτερο περιεχόμενο της έννοιας της υποκατάστασης; Αν ανατρέξει κανείς σε ένα κλασικό εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, θα παρατηρήσει πως στην περίπτωση ex lege υποκατάστασης δεν υφίσταται κάποια μεταβολή στις αρχικές αρμοδιότητες του οργάνου, αλλά απλώς προσωρινή ανάθεση έξτρα αρμοδιοτήτων, παράλληλα με τις οποίες το όργανο μπορεί να ασκεί τις αρχικές του. Εξάλλου, αυτό συμβαδίζει και με τη γραμματική ερμηνεία του Σ34 παρ. 2 που μνημονεύει ρητώς τις αρμοδιότητες που δεν μπορεί να ασκήσει ο αναπληρωτής και άρα, a contrario μπορεί να παράσχει ψήφο στο πλαίσιο της βουλευτικής του ιδιότητας.Κλείνοντας, η περίπτωση της «Ψήφου Αλευρά» αποτελεί μελανό σημείο της συνταγματικής μας ιστορίας, καθότι τάραξε τα πολιτικά ύδατα της περιόδου και οδήγησε σε πόλωση παρατάξεις, θεωρητικούς, ακόμη και τον λαό. Ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η συνταγματική πρακτική της ψήφου δεν αντίκειτο στο Σύνταγμα, οπωσδήποτε παραβιάστηκε η αρχή της μυστικότητας της ψήφου βάσει του ΚτΒ άρ. 70, πράγμα που οδήγησε σε μεταγενέστερη μεταρρύθμιση της ψηφοφορίας σε ονομαστική. Από την άλλη πλευρά, η υπόθεση αυτή απετέλεσε κινητήριο μοχλό σκέψης και επιχειρηματολογίας στους κόλπους του συνταγματικού δικαίου, σε σημείο να συστηματοποιηθεί ως αυτοτελής επιστήμη στον ελληνικό χώρο. Παρά την όποια, όμως, cost-benefit analysis, ας ευχηθούμε τουλάχιστον η εκλογή του τωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας να μας επιφυλάσσει λιγότερα πολιτικά ευτράπελα…


Έντυπη Αρθρογραφία Εποχής
  • Μάνεσης Αρ., Ελευθεροτυπία, 12.03.1985
  • Τσάτσος Δ., Έθνος, 12.03.1985
  • Μανιτάκης Αντ., Ελευθεροτυπία, 12.03.1985
  • Βενιζέλος Ευ., Τα Νέα, 14.03.1985
  • Μάνεσης Αρ. και Μανιτάκης Αντ., Ελευθεροτυπία, 15.03.1985
  • Κασιμάτης Γ., Τα Νέα, 16.03.1985
  • Τσάτσος Δ., Ελευθεροτυπία, 19.03.1985
  • Γιαννόπουλος Ευ., Ελευθεροτυπία, 28.03.1985
  • Μάνεσης Αρ., Το Βήμα, 7.04.1985
  • Τσάτσος Δ., Έθνος, 7.04.1985
  • Βενιζέλος Ευ., Τα Νέα, 21.04.1985

ΠΗΓΕΣ

Αιμιλία Γανταδάκη
Είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών και κάτοχος πιστοποίησης δύο ξένων γλωσσών. Από μικρή την συνάρπαζαν η δύναμη του λόγου, αλλά και η δύναμη της πένας. Η συμμετοχή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Νέων πολύ γρήγορα έγινε το εφαλτήριο για την συμμετοχή της σε ποικίλες δράσεις προσομοίωσης του ΟΗΕ, στον Εθνικό Διαγωνισμό Εικονικής Δικής, αλλά και σε σωματεία όπως η Elsa και η Safia. Παράλληλα απολαμβάνει να αρθρογραφεί αφού, όπως συνηθίζει να λέει, στον κόσμο του γραπτού λόγου νιώθει πραγματικά ελεύθερη. Προσωπικό της στοίχημα αποτελεί η συνεχής και κοπιώδης εξέλιξη των δυνατοτήτων της.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.