Του Στέφανου Κωστούρου,
«Τοιαῦτα πρεσβεύοντες συνῆλθον εἰς Ἐπίδαυρον οἱ πρῶτοι νομοθέται τῆς Ἑλλάδος. Οἱ νεώτεροι, οἱ εὐτυχήσαντες νὰ ἀνοίξωσι τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς ἥλιον μὴ σκοτιζόμενον ὑπὸ νεφῶν δουλείας, νὰ πατήσωσι γῆν ἐλευθέραν, ν’ ἀναπνεύσωσιν ἀέρα ἐλεύθερον· αὐτοὶ οἱ κληρονομήσαντες τὸ ἀνεκτίμητον δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι καὶ συνδιαλέγεσθαι, συζητεῖν, ἀδυνατοῦσι νὰ φαντασθῶσι τὸν ἔξαλλον ἐνθουσιασμὸν τοῦ ἔθνους, ὅτε μετὰ τυραννίαν τετρακοσίων σχεδὸν ἐτῶν συνήρχετο δι’ ἀντιπροσώπων ἵνα βουλευθῇ κυριαρχικῶς περὶ τῶν οἰκείων συμφερόντων. Οἱ δ’ ἐπιζήσαντες διηγοῦνται ὅτι δάκρυα ἔρρεον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἀναστάσεως ἀνταπεδίδοντο ἀσπασμοί».
Νικόλαος Δραγούμης, Ἱστορικαὶ Ἀναμνήσεις, Αθήνα 1879, σ. 7
Με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης την άνοιξη του 1821, οι Έλληνες ξεκίνησαν έναν άνισο αγώνα απέναντι σε μια παντοδύναμη Οθωμανική αυτοκρατορία με ένα και μοναδικό στόχο. Τη χιλιάκριβη και πολυπόθητη ελευθερία τους. Έως το χειμώνα του ίδιου χρόνου τα ελληνικά στρατεύματα είχαν απελευθερώσει αρκετές περιοχές της Πελοποννήσου και της Ρούμελης, ενώ στον αγώνα προστέθηκαν και οι ισχυρές ναυτικές δυνάμεις των νησιών του Αργοσαρωνικού (Σπέτσες, Ύδρα και Πόρος) και του Αιγαίου (Ψαρά, Σάμος, Χίος, Κυκλάδες). Παράλληλα στις προαναφερθείσες ηπειρωτικές περιοχές σχηματίστηκαν οι πρώτες τοπικές κυβερνήσεις: η Πελοποννησιακή Γερουσία, η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας και ο Άρειος Πάγος για την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Και στα τρία σώματα τον πρώτο λόγο είχαν οι προεστοί, οι οποίοι επεδίωκαν να διατηρήσουν τη δύναμη και την εξουσία που κατείχαν κατά την οθωμανική περίοδο.
Οι κυβερνήσεις αυτές ωστόσο, δεν αποτελούσαν παρά ισχνές και τοπικής εμβέλειας κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες δεν είχαν όλες τις «δημοκρατικές» προδιαγραφές για να ενώσουν τις απελευθερωμένες περιοχές και να δημιουργήσουν ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο κράτος. Έτσι αποφασίστηκε η συνέλευση εκπροσώπων όλων των τότε ελεύθερων περιοχών με στόχο την πολιτική οργάνωση του Αγώνα, τη δημιουργία και ψήφιση συντάγματος.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 συνέρχεται στο χωριό Πιάδα, (σημερινή Νέα Επίδαυρο) η Ά Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων. Συμμετέχουν 59 εκπρόσωποι-παραστάτες από τις απελευθερωμένες περιοχές της χώρας, 10 από την Πελοπόννησο, 27 από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, 8 από τη Δυτική, 13 από τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τα Ψαρά, 1 από την Κάσο και τέλος 1 Αλβανός αντιπρόσωπος παρά τη διάλυση της ελληνοαλβανικής συμμαχίας. Βέβαια τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης δεν είχαν εκλεγεί από έναν ενιαίο εκλογικό νόμο, καθώς δεν υφίστατο! Επιπλέον παρατηρείται ότι κυρίαρχη εκπροσώπηση είχαν οι προεστοί και οι νησιώτες καπεταναίοι, έναντι των στρατιωτικών. Αξίζει να σημειωθεί πως σπουδαίοι οπλαρχηγοί όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Οδ. Ανδρούτσος δεν εξελέγησαν και απουσίαζαν από τη συνέλευση.
Πρόεδρος της Συνέλευσης ορίστηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος μαζί με τον Ιταλό φιλέλληνα Β. Γκαλλίνα (ήταν γνώστης των συνταγματικών θεμάτων) και τον Θ. Νέγρη συνέταξαν το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, η «Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος», ή «Προσωρινό Πολίτευμα». Το κείμενο αυτό κατατέθηκε από τη 12μελή επιτροπή της Συνέλευσης και τέθηκε προς ψήφιση την 1η Ιανουαρίου 1822. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου αποτελούνταν από 110 παραγράφους χωρισμένο σε τίτλους και τμήματα κατά το γαλλικό πρότυπο. Ορισμένες διατάξεις του αφορούσαν την προστασία των ατομικών ελευθεριών, όπως την ιδιοκτησία, την τιμή, την ασφάλεια και την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, οι οποίες όμως διασφαλίζονταν κατά τρόπο ατελή. Εντυπωσιακό είναι ότι στην 99η παράγραφο καταργούνταν «δια παντός» τα βασανιστήρια και η ποινή της δήμευσης, ενώ ορίστηκε και το εθνικό σύμβολο, η ελληνική σημαία.
Αντίθετα οι περισσότερες διατάξεις αφορούσαν το οργανωτικό–διοικητικό μέρος του πολιτεύματος, καθιερώνοντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως ίσχυε και στο γαλλικό σύνταγμα του 1795. Ως εκ τούτου τη Διοίκηση θα αναλάμβαναν δύο σώματα, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, τα οποία ήταν ισοδύναμα μεταξύ τους και απαραίτητα για τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Το Βουλευτικό αποτελούνταν από πληρεξούσιους με ετήσια θητεία, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται ο τρόπος εκλογής και ο αριθμός των εκλεγέντων. Ψήφιζε επίσης νόμους, οι οποίοι υποχρεωτικά επικυρώνονταν από το Εκτελεστικό, ενέκρινε τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό του κράτους και έλεγχε τις προαγωγές των στρατιωτικών που αποφάσιζε το Εκτελεστικό.
Το Εκτελεστικό ήταν πενταμελές σώμα με ετήσια θητεία και τα μέλη του δεν επιτρεπόταν να ήταν και μέλη του Βουλευτικού. Το Εκτελεστικό ήταν αρμόδιο για το διορισμό των υπαλλήλων, των πρέσβεων και τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων. Επίσης διόριζε ή έπαυε τον Αρχιγραμματέα της Επικρατείας και υπουργό των Εξωτερικών, καθώς και τους υπόλοιπους 7 υπουργούς. Τέλος, το Δικαστικό αποτελούσε ανεξάρτητο μέρος απ’ τις άλλες εξουσίες και αποτελούνταν από 11 μέλη που εκλέγονταν από τα άλλα δύο σώματα. Το όργανο για την απονομή της δικαιοσύνης ορίστηκαν τα Κριτήρια (δικαστήρια).
Παρά τη σπουδαιότητα της σύνταξης και ψήφισης του προσωρινού, όπως ονομάστηκε, συντάγματος και του φιλελεύθερου και δημοκρατικού περιεχομένου του, η εφαρμογή του δεν ήταν ολοκληρωτική. Οι συνεχείς συγκρούσεις με τον οθωμανικό στρατό, αλλά και οι εμφύλιες συγκρούσεις των Ελλήνων για την πρωτοκαθεδρία μεταξύ προεστών και στρατιωτικών στη διοίκηση αποτέλεσαν τροχοπέδη στην ομαλή τήρηση του συντάγματος της Επιδαύρου. Άλλωστε υπήρχαν αρκετές ατέλειες και ελλείψεις στο περιεχόμενό του, γι’ αυτό πραγματοποιήθηκαν και άλλες συνελεύσεις για τη διευθέτησή τους. Ωστόσο η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου αποτέλεσε το «θεμέλιο λίθο» στην προσπάθεια δημιουργίας του μετέπειτα Ελληνικού Κράτους, όσο και στη νομιμοποίηση της επανάστασης του Γένους.
Βιβλιογραφία
- Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΕΥΧΟΣ Α΄ 1821-1941, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1981
- Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, ΙΓ΄ Έκδοση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2007
- http://foundation.parliament.gr/central.aspx?sId=111I455I1187I646I458191