Του Αργύρη Ηλιάδη,
«Πράσινο φως» για τους πτυχιούχους ιδιωτικών κολεγίων και πανεπιστημίων της αλλοδαπής στη δημόσια εκπαίδευση δίνει η κυβέρνηση με σχετική διάταξη της Υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως.
Η διάταξη που περιλαμβάνεται στο Σχέδιο Νόμου «Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης», μεταξύ άλλων επιτρέπει το διορισμό εκπαιδευτικών στη Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε απόφοιτους που τους έχει απονεμηθεί τίτλος σπουδών από ιδιωτικό ή ξένο ίδρυμα, εφόσον έχουν αναγνωριστεί από τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.). Ωστόσο, δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση καθώς αρκεί και η αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων.
Μέχρι τώρα, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα, την είσοδο στη δημόσια εκπαίδευση διεκδικούσαν απόφοιτοι ξένων πανεπιστημίων και κολεγίων που είχαν αναγνωρίσει τους τίτλους σπουδών με κριτήρια – δικαιολογητικά του ΔΟΑΤΑΠ. Η Υπουργός ήρθε για να προσθέσει δυο ακόμα εναλλακτικές τόσο για να απλοποιήσει το σύστημα της εισαγωγής όσο και να κεντρίσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων που ξενιτεύτηκαν στο εξωτερικό λόγω σπουδών, για να επαναπατριστούν. Φυσικά, θα μεριμνήσει για την διακρίβωση των υψηλών ακαδημαϊκών προσόντων αποκλείοντας το γεγονός πρόσληψης καθηγητών που δεν πληρούν τις απαιτούμενες προδιαγραφές.
Η Ελληνική κυβέρνηση δεν έπραξε αυτοβούλως αλλά σύμφωνα με το “warning letter” της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ρύθμιση αφορά τους εκπαιδευτικούς και τη συμμόρφωση του νόμου επειδή η Ελλάδα αποκλείει πτυχία από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τα παραρτήματα τους.
Βέβαια, η θύελλα αντιδράσεων δεν άργησε να ξεσπάσει και οι πρώτες αντιδράσεις από φοιτητικούς συλλόγους και επιστημονικές ομοσπονδίες εκφράστηκαν έντονα. Με γνώμονα τη σχετική διάταξη, φοιτητές των ΑΕΙ αλλά και εκπρόσωποι συλλόγων και ομοσπονδιών έκαναν λόγο για εμπορευματοποίηση των πτυχίων, ενίσχυση επιχειρηματιών και σχολαρχών και προώθηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Στην αντίπερα όχθη, αντιτάσσονται σπουδαστές ιδιωτικών κολεγίων αλλά και φοιτητές που επέλεξαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Δεν τίθεται λόγος για επιτυχία ή αποτυχία πρόσβασης σε δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα αλλά για συνειδητή επιλογή. Οι ενώσεις Ελληνικών κολεγίων υποστηρίζουν πως εφαρμόζουν στρατηγικούς στόχους, όπως: τη διατήρηση και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, την ενδυνάμωση των σχέσεων ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Ελλάδα, την σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την εκπαίδευση των φοιτητών από άριστα εκπαιδευτικά καταρτισμένο προσωπικό.
Είναι λυπηρό, άτομα που έχουν αποφοιτήσει από πανεπιστήμια διεθνούς φήμης και επιπέδου και έχουν μαθητεύσει κοντά στους πιο καταξιωμένους καθηγητές να παραγκωνίζονται και να υπονομεύονται από το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας. Είναι γνωστό ότι και κατά τη διάρκεια εισαγωγής τους αλλά και για να κατορθώσουν να αποφοιτήσουν, καταβάλλουν υπέρμετρες προσπάθειες εκτός και εντός των πανεπιστημιακών μονάδων. Έχουν συνεχόμενη επιστημονική επίβλεψη, δυνατότητα συμμετοχής σε διεθνή προγράμματα σπουδών και υποχρεούνται να παραγάγουν εργασίες επιστημονικού ενδιαφέροντος, δημιουργώντας ένα ανταγωνιστικό portfolio.
Έτσι λοιπόν, είναι ανούσιο να αμφισβητείται το γνωστικό τους επίπεδο αλλά είναι αναγκαία η προσφορά εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων για να μπορούν να μεταδώσουν τα “διεθνή” τους διδάγματα στη νέα γενιά. Μια θέση στο δημόσιο, ως εκπαιδευτικό προσωπικό, θα δώσει στα δημοτικά – γυμνάσια – λύκεια της χώρας έναν αέρα πρωτοπορίας.
Η ελληνική κυβέρνηση, θα ήταν σώφρον, να επιλέγει το εκπαιδευτικό προσωπικό που πλαισιώνει την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση με κριτήριο το γνωστικό υπόβαθρο των υποψηφίων και όχι με τη σχολή από την οποία αποφοίτησαν. Δεν έχει σημασία αν τα ιδρύματα τροφοδοτούνται οικονομικά από τους σπουδαστές ή από την κοινωνία μέσω της εξαντλητικής φορολογίας, αλλά από τις παροχές και το επιστημονικό επίπεδο που διαθέτουν.