Της Χρυσοβαλάντω Κουτσούλη,
Η εξαγγελία δια στόματος Πρωθυπουργού και Υπουργού Εσωτερικών της πρόθεσης της κυβέρνησης να φέρει άμεσα στη Βουλή την αλλαγή του εκλογικού νόμου, προκειμένου να καταργήσει την απλή αναλογική που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση το 2016, ανοίγει ακόμη μια φορά τη συζήτηση για τον εκλογικό νόμο και για την ακρίβεια, την ανάγκη της απλής αναλογικής.
Ωστόσο, αυτή τη φορά η συζήτηση γίνεται με διαφορετικούς όρους και σε διαφορετικές συνθήκες. Η απλή αναλογική είναι νόμος του κράτους ήδη από το 2016, χωρίς όμως να έχει εφαρμοστεί στις προηγούμενες εκλογές του Ιουλίου, λόγω μη συγκέντρωσης της αυξημένης πλειοψηφίας. Θα ισχύσει όμως στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Η τωρινή κυβέρνηση είναι πολέμια της απλής αναλογικής και οπαδός των ενισχυμένων εκλογικών συστημάτων, που παράγουν μονοκομματικές κυβερνήσεις.Ως γνωστόν, ο εκλογικός νόμος είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου οι ψήφοι των πολιτών μετατρέπονται σε βουλευτικές έδρες ή, με άλλα λόγια, η συλλογική δημοκρατική βούληση μετατρέπεται σε πολιτική εξουσία. Με την έννοια αυτή, ο εκλογικός νόμος βρίσκεται σε μια διαρκή σχέση αλληλοδιαμόρφωσης με το πολιτικό σύστημα και άρα, η επιλογή του ενός ή του άλλου εκλογικού συστήματος διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, όχι μόνο με την εφαρμογή του το βράδυ των εκλογών, αλλά με τον άμεσο επηρεασμό της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών και τη διαμόρφωση πολιτικής κουλτούρας. Έτσι, κανένας εκλογικός νόμος δεν είναι πολιτικά ουδέτερος.
Στην ελληνική πολιτική ιστορία οι αλλαγές εκλογικού συστήματος είναι εξαιρετικά συχνό φαινόμενο, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες με μακρά παράδοση αντιπροσωπευτικών θεσμών, όπου το σύστημα αυτό παραμένει αμετάβλητο, όπως για παράδειγμα πλειοψηφικό σε Η.Π.Α. και Μεγάλη Βρετανία, αναλογική στη μεταπολεμική Γερμανία.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται σε αντίθετες μεταξύ τους κατευθύνσεις, δηλαδή το 2004 (Ν. 3231/2004) σε αναλογικότερη κατεύθυνση, το 2008 (Ν. 3636/2008) σε πλειοψηφικότερη και το 2016 (Ν. 4406/2016) και πάλι σε αναλογικότερη. Η επικείμενη νέα νομοθετική πρωτοβουλία φαίνεται πως θα είναι και πάλι αντίστροφη της προηγούμενης του 2016, ιδίως θα αποσκοπεί στην πριμοδότηση με επιπλέον έδρες του πρώτου κόμματος, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε στο στοιχειώδες, που είναι οι όροι του μεταξύ τους εκλογικού ανταγωνισμού.
Ως προς το περιεχόμενό του, ο νέος εκλογικός νόμος θα συνιστά σε γενικές γραμμές επιστροφή στο σύστημα του Ν. 3636/2008, το οποίο εφαρμόστηκε σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2012 και μετά, με την ουσιώδη όμως διαφορά ότι η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος δε θα γίνεται πια κατά τρόπο αυτόματο (δηλαδή με 50 επιπλέον έδρες, ανεξαρτήτως άλλων παραμέτρων), αλλά θα συναρτάται με το ποσοστό ψήφων του κόμματος αυτού.
Ο τελευταίος εκλογικός νόμος, του οποίου σκοπείται η τροποποίηση, επιχειρεί να αποκαταστήσει το ιδεώδες της περιγραφικής αντιπροσώπευσης σε πιο καθαρή μορφή. Έτσι, έχει εισαγάγει το σύστημα της απλής αναλογικής, διατηρώντας πάντως τη ρήτρα αποκλεισμού του 3%.Η πρόσφατη τοποθέτηση του Πρωθυπουργού για το εκλογικό σύστημα -με επίκεντρο ένα ιδιότυπο μπόνους, υπέρ του πρώτου κόμματος, που θα εκκινεί από τις 20 έδρες, για ποσοστό 25%, και θα αυξάνεται κλιμακωτά, διασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση αυτοδυναμία με ένα ποσοστό γύρω στο 36%-38% των ψήφων- παρουσιάζει δυστυχώς πολλά προβλήματα τόσο σε συνταγματικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Γενικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι ιδανικό εκλογικό σύστημα, υπεράνω τόπου και χρόνου, δεν υπάρχει. Το χειρότερο, όμως, απ’ όλα τα συστήματα είναι το μη σύστημα, δηλαδή το χάος των διαρκών αλλαγών, πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Όλα αυτά καταδεικνύουν ανωριμότητα του πολιτικού συστήματος μιας χώρας, η οποία αδυνατεί να κατακτήσει ένα σταθερό και ευρέως αποδεκτό θεσμικό πλαίσιο διεξαγωγής της κορυφαίας διαδικασίας έκφρασης της λαϊκής βούλησης, ήτοι των βουλευτικών εκλογών.
Πηγές
- Άρθρο του Γεώργιου Χ. Σωτηρέλη με τίτλο: «Άκρως προβληματική η κυβερνητική πρόταση», δημοσιευμένο στη εφημερίδα τα Νέα, σελ. 5
- Άρθρο του Κώστα Χ. Χρυσόγονου με τίτλο: «Η ανωριμότητα του πολιτικού συστήματος», δημοσιευμένο στη εφημερίδα τα Νέα, σελ. 6
- Άρθρο του Κώστα Πουλάκη με τίτλο: «Προοδευτικές κυβερνήσεις μέσω προγραμματικών συγκλίσεων», δημοσιευμένο στη εφημερίδα τα Νέα, σελ. 8
- Συνταγματικό Δίκαιο, Κ. Χρυσόγονος, Εκδ. Σάκκουλας, 2014
Γεννήθηκε και κατοικεί στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Ασκούμενη Δικηγόρος και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Υπότροφος του Ι.Κ.Υ. για τα έτη 2016-2018. Μιλάει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις διεθνούς κλίμακας και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια και ημερίδες σχετικές με το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο πηγαίνει θέατρο, ασχολείται με τη συγγραφή ποιημάτων και την ανάγνωση βιβλίων. Αρθρογραφεί για νομικά θέματα, κυρίως ιδιωτικού δικαίου.