Του Παναγιώτη Δωρή,
Καθημερινά σε πολλές συζητήσεις, από τις πιο απλές έως και τις πιο επίσημες αξιωματούχων του κράτους αναφέρεται συχνά η «αποκέντρωση», άλλοτε ως το «χρυσόμαλλο δέρας» της εκάστοτε κυβέρνησης, άλλοτε ως ένας όρος εξωγήινος, για την ακρίβεια εξωελλαδικός, με τον οποίο προσπαθούν να επεξηγήσουν διάφορες δυσλειτουργίες του κρατικού μηχανισμού, θεωρώντας την κατά κάποιον τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένη με την εθνική ανάταση σε πολλούς τομείς. Το ζήτημα είναι ότι αποτελεί έναν όρο, που πράγματι η χώρα χρησιμοποιεί συχνά στον λόγο, προφορικό και γραπτό, κατά διάνοια τουναντίον πραγματεύεται κανείς τον πραγματικό και ουσιαστικό περιεχόμενο του όρου.
Αρχικά, ο όρος αποκέντρωση (Decentralization, εάν αναζητήσετε αγγλικά λήμματα), σημαίνει η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από μία κεντρική διοίκηση σε περισσότερες περιφερειακές ή τοπικές. Υπάρχουν πολλών ειδών, όπως η διοικητική, η οικονομική, η περιφερειακή, η πληθυσμιακή κλπ. Επομένως όταν συζητάμε περί αποκέντρωσης (συχνά αναφέρεται και ως αυτοσυγκέντρωση), κρίνεται σκόπιμο να εξειδικεύσουμε τον όρο, καθώς στην αντίθετη περίπτωση είναι ορατός ο κίνδυνος να κριθεί κάποιος για λόγια ενός πουνέντη.
Ήδη από την δεκαετία του 1980 υπήρξαν κατά καιρούς συζητήσεις και διαβουλεύσεις περί του ζητήματος της αποκέντρωσης, ιδιαίτερα της διοικητικής και της πληθυσμιακής. Από τότε καταδεικνύεται ο μέγας κίνδυνος της αστικοποίησης με ταχύτατους ρυθμούς, με τα αποτελέσματα να είναι καταφανή σήμερα. Από την μια, η χώρα φθίνει σε πληθυσμιακό επίπεδο, καθώς το 2011 καταφέραμε το maximum population, όπως χρησιμοποιείται στην στατιστική, με τον πληθυσμό μας να αγγίζει τα 11 εκατομμύρια κόσμου, από τότε όμως και εντεύθεν, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται, καθώς οι θάνατοι είναι περισσότεροι των γεννήσεων, από την άλλη, η Αθήνα, ως ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα, έχει μετατραπεί σε μητρόπολη μεγάλων διαστάσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς σύμφωνα με υπολογισμούς ο πληθυσμός της χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται ραγδαία.
Ενδεικτικά, η Αθήνα πλέον έχει ξεπεράσει τα 4 εκατομμύρια κόσμου, την ώρα που η χώρα μας, σύμφωνα πάντα με υπολογισμούς (επίσημα το επόμενο έτος), απαριθμεί περίπου 10,5 εκατομμύρια. Με απλά μαθηματικά αυτό αμέσως σημαίνει ότι 2 στους 5 κατοικούν στην πρωτεύουσα, καθιστώντας την Ελλάδα, εάν συμπεριλάβουμε και την Θεσσαλονίκη ως ένα είδος μητρόπολης, την πιο αστικοποιημένη, με βάση τον πληθυσμό και όχι την βιομηχανική δραστηριότητα δυστυχώς, χώρα της Ε.Ε.
Το επόμενο ερώτημα απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο: και ποιο ακριβώς το πρόβλημα με την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε δύο τεράστια αστικά κέντρα;
Επί τη βάση των Οικονομικών θεωριών, η ανομοιόμορφη κατανομή του πληθυσμού σε εκτεταμένο επίπεδο δημιουργεί κοινωνικές αδικίες, με την συγκέντρωση του πλούτου σε μία ή δύο πόλεις, αλλά και ισχυροποίηση της κεντρικής διοίκησης, η οποία λαμβάνει αποφάσεις υπέρ ενός ποσοστού του πληθυσμού, αδιαφορώντας για το υπόλοιπο. Η φωνή των πολλών στην διοίκηση ακούγεται πολύ πιο δυνατά εν συγκρίσει των ολίγων και διασκορπισμένων. Επιπλέον, με την αστικοποίηση αυξάνεται κατακόρυφα η αύξηση των εργασιών του τριτογενούς τομέα, με την παροχή υπηρεσιών, μειώνεται όμως η δραστηριότητα του πρωτογενούς και του δευτερογενούς, την σημασία των οποίων έχω αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μου.
Στο ακριβώς προηγούμενό μου άρθρο αναφέρθηκα εκτενώς στο δημογραφικό ζήτημα και στον κίνδυνο ερήμωσης της Ελληνικής επαρχίας. Εδώ ακριβώς έρχεται η αποκέντρωση ως «πυροσβεστήρας», προσπαθώντας να «κατασβήσει» την πυρκαγιά της ελληνικής κοινωνίας. Θεωρώντας την πανάκεια, οι πολιτικοί αξιωματούχοι της χώρας αναφέρονται στην αποκέντρωση ως η απόλυτη λύση του δημογραφικού προβλήματος. Κανείς, όμως, πέραν των θεωρητικών αναλύσεων δεν προέβη σε αποφασιστικού χαρακτήρα προτάσεις και καμία κυβέρνηση δεν εγκαθίδρυσε μεταρρυθμίσεις, που θα αλλάξουν ριζικά την πολιτική δομή του τόπου. Φιλότιμη προσπάθεια υπήρξε ο νόμος «Καποδίστριας», στην συνέχεια, όμως, ο διάδοχος «Καλλικράτης» έπραξε αντίθετα. Η Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2010 επέλεξε να μην ακολουθήσει την διεθνή επιτυχημένη πεπατημένη της διοικητικής αποκέντρωσης με το να μεταβιβάσει πλείστες αρμοδιότητες (με αναθεώρηση του Συντάγματος) από την κεντρική διοίκηση στους δύο βαθμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά αντίθετα την φρέναρε, φλερτάροντας για μια ακόμη φορά με την αντι-αποκέντρωση (παράδειγμα Ουγγαρίας για όσους επιθυμούν περισσότερη έρευνα).
Διοικητική και πληθυσμιακή αποκέντρωση δεν ταυτίζονται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, καθώς η μία κρίνει την άλλη. Όποια ηγεσία επιδιώξει εν αρχή πληθυσμιακή αποκέντρωση, με παροχές και άλλων ειδών μεταρρυθμίσεις δεν θα καταφέρει να την σταθεροποιήσει, καθώς οι κατά τόπους πληθυσμοί δεν θα χαίρουν αυτοδιοίκησης επί της ουσιαστικής έννοιας του όρου. Βέβαια οφείλουμε να τονίσουμε ότι η υπερσυγκέντρωση αποτελεί απότοκο και της οικονομικής κρίσης που βιώσαμε – βιώνουμε, καθώς η μετακίνηση των πληθυσμών για νέες ευκαιρίες στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι η πρώτη λύση που διαθέτει ο κόσμος, από γεννήσεως του σύγχρονού μας κράτους.
Σωστό το μέτρο της παροχής 2000€ για κάθε παιδί που θα γεννάται από 1/1/2020, όμως η Πολιτεία, οι πολιτικοί, αλλά και ο καθένας μας οφείλει να αναρωτηθεί: Πώς διαβεβαιώνουμε ότι το παιδί που θα γεννηθεί στην Κομοτηνή, στα Γρεβενά, στην Θήβα, στο Άργος, στην Άνδρο, στο Καστελόριζο, όταν περατώσει τις σπουδές του δεν θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη ή μία πόλη του εξωτερικού;
Υπάρχουν, όπως και σε κάθε ζήτημα, δύο όψεις του νομίσματος, με την άλλη να αναφέρει ότι οι κοινωνίες και ο πληθυσμός αυτορυθμίζονται και ο τροχός θα γείρει υπέρ της επαρχίας ξανά σε κάποια χρονική φάση, υπάρχει όμως και η άποψη της οικονομικής επιτυχίας σε περιπτώσεις πληθυσμιακού συγκεντρωτισμού. Παρ’ όλα αυτά, αρκεί να δείτε τον πληθυσμό των πόλεων της Ε.Ε και να συγκρίνετε με την Ελλάδα για να αποδειχθεί το επιχείρημα αυτό άτοπο.
Λύσεις υπάρχουν, πολιτική βούληση υπάρχει;