12.5 C
Athens
Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΤα οικονομικά της τσιχλόφουσκας

Τα οικονομικά της τσιχλόφουσκας


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ο άνθρωπος μασάει τσίχλα τουλάχιστον 5.000 με 9.000 χρόνια. Έχουν βρεθεί ευρήματα στην Φιλανδία, όπου πιθανότητα οι νεολιθικοί άνθρωποι μασούσαν τσίχλα για να θεραπεύσουν στοματικές μολύνσεις, να επιδιορθώσουν κυνηγητικά εργαλεία, να επισκευάσουν κατσαρολικά ή ακόμα και για απόλαυση. Ενώ διάφοροι άλλοι πολιτισμοί, όπως της Μέσης Ανατολής και της Νότιας Αμερικής μασούσαν επίσης τσίχλα.

Σήμερα, ο σύγχρονος άνθρωπος μασάει τσίχλα για διάφορους λόγους. Αρχικά, λόγω των γλυκαντικών που περιέχει, παρέχει στο σώμα μια δόση ενέργειας, ενώ ακόμα και οι τσίχλες χωρίς ζάχαρη ενεργοποιούν το σώμα, καθώς το μάσημα του δίνει εντολή ότι θα δεχτεί τροφή. Επίσης, υποστηρίζεται από μελέτες ότι το μάσημα της τσίχλας μπορεί να βοηθήσει στη χαλάρωση από το στρες. Τέλος, οι πιο διαδεδομένοι λόγοι είναι για τη διατήρηση της καθαρής αναπνοής, όταν έρχεται σε επαφή με άλλους ανθρώπους, αλλά και για την ενίσχυση του καθαρισμού της στοματικής κοιλότητας μετά από το γεύμα.

Η τσίχλα κατέχει τη δεύτερη θέση σε όγκο απορριμμάτων, ακολουθώντας τις γόπες που κατέχουν τη πρώτη θέση με απορρίμματα βάρους, σχεδόν 1 δις τόνοι. Αυτό δημιουργεί το πρώτο οικονομικό πρόβλημα, καθώς ο καθαρισμός της πόλης από τις τσίχλας στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία, κοστίζει 75 εκατομμύρια δολάρια (The Atlantic, 2014). Οι υπέρογκες δημόσιες δαπάνες για το καθαρισμό έχουν οδηγήσει την Κυβέρνηση της Σιγκαπούρης να απαγορεύσει την πώληση τσίχλας. Παρόλα αυτά η τσιχλο-βιομηχανία άσκησε πίεση στο Κράτος να επιτρέψει τις ιατρικές τσίχλες (πχ με Νικοτίνη), με αποτέλεσμα να χρειάζεται κανείς συνταγή για να τις αγοράσει. Αυτό οδήγησε την δημιουργία ενός λόμπι ενός αναδυόμενου κλάδου, αυτού των ιατρικών τσιχλών.

Σε ό,τι αφορά το μέγεθος του κλάδου της τσίχλας, υπολογίζεται γύρω στα 19 δις δολάρια. Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Τορόντο φανέρωσε ότι οι κάτοικοί της καταναλώνουν 2.000 τόνους τσίχλας το χρόνο. Η κατανάλωση σε παγκόσμιο επίπεδο υπολογίζεται στους 100.000 τόνους (globaledge, 2018). Η τσίχλα ανήκει στην κατηγορία των ζαχαρωδών προϊόντων, όπου ανάμεσα τους βρίσκονται οι σοκολάτες και τα ζαχαρωτά. Η αγορά με τη μεγαλύτερη κατανάλωση βρίσκεται στην περιοχή της Ασίας/Ειρηνικού, ακολουθεί η Δυτική Ευρώπη και τρίτη είναι η Βόρεια Αμερική (Statista, 2018). Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιεί προβλέψεις για την οικονομία της Κίνας, διαπιστώνεται ότι η ζήτηση για τσίχλα θα συνεχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς της τάξης του 13% έως το 2028 (research&markets, 2019).

Βέβαια, από το 2007 παρατηρείται μια σταδιακή μείωση των παγκόσμιων πωλήσεων της τσίχλας κατά 15% και έρευνες συνδέουν την πτώση με την καθιέρωση του smartphone στη καθημερινότητα (ΕΤ, 2017). Πιο αναλυτικά, η τσίχλα είναι ένας τρόπος να περάσει κανείς την ώρα, όμως τα κινητά τηλέφωνα έχουν καταφέρει να γεμίσουν αυτό το κενό που υπήρχε για σκότωμα. Με άλλα λόγια, όλο και λιγότεροι άνθρωποι αγοράζουν τσίχλα από βαρεμάρα. Αυτό έχει οδηγήσει τη βιομηχανία να προσπαθεί να βρει εφευρετικούς τρόπους να κρατήσει τη πελατεία της, προσδίδοντας στο προϊόν της καινοτομία, όπως για παράδειγμα τις τσίχλες χωρίς ζάχαρη, ή τις τσίχλες που προστατεύουν δόντια και ούλα.

Διαπιστώνεται, όμως, ότι η βιομηχανία της τσίχλας, ήδη από το 1998 έχει επαναπροσδιορίσει την ομάδα στόχο και τη χρήσης της. Τον 20ο αιώνα, η τσίχλα ήταν ένας τρόπος διασκέδασης, κυρίως των παιδιών και μέχρι το 1960 η τσιχλόφουσκα και οι φρουτένιες γεύσεις ήταν το πιο κερδοφόρο επενδυτικό πεδίο. Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της κατανάλωσης του προϊόντος ξεκινούν να αλλάζουν μια δεκαετία αργότερα, λόγω της αυξημένης σημαντικότητας της στοματική υγιεινής, με αποτέλεσμα οι ενήλικες να αυξάνουν τη κατανάλωση τους και να στρέφονται σε γεύσεις με βάση το δυόσμο και τη μέντα (Noren, 2006). Έτσι, την δεκαετία του 1980, αν τα παιδιά και οι έφηβοι κατέχουν σημαντικό μερίδιο κατανάλωσης, οι ενήλικες μπαίνουν δυναμικά στην αγορά, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις να στρέφονται σε προϊόντα τσίχλας που ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι και η Ελλάδα, το 1985, ιδρύει το εργοστάσιο τσίχλας ΕΛΜΑ στη Χίο, καθώς και οι Έλληνες αυξάνουν τη κατανάλωση τσίχλας. Πιο αναλυτικά, η Ελλάδα, αν και μικρή χώρα, το 2008 ήταν μία από τις μεγαλύτερες αγορές κατανάλωσης τσίχλας σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου ο τζίρος ξεπερνούσε τα 115 εκατομμύρια ευρώ (Το Βήμα, 2008).

Αναφέραμε το πόσο μακρά ιστορία έχει αυτό το προϊόν, το μέγεθος της αγορά του, τους λόγους που το καταναλώνουμε και το περιβαλλοντικό σε συνδυασμό με τον δημόσιο οικονομικό αντίκτυπο που έχει. Το παρόν όμως άρθρο επιδιώκει να προβληματίσει σχετικά με το κατά πόσο τελικά αυτό το μικρό προϊόν, συντελεί στην κατασπατάληση οικονομικών πόρων.

Η αγορά της τσίχλας, χαρακτηρίζεται ως αυθόρμητη κατανάλωση, μιας που οι αγοραστές ούτε στοχεύουν σε συγκεκριμένη μάρκα ούτε δημιουργούν κάποιο συναισθηματικό δεσμό, είναι ένα απλό προϊόν χωρίς προγραμματισμένη προμήθεια. Για ποιο λόγο τότε υπάρχουν χιλιάδες διαφορετικοί τύποι, γεύσεις, σχήματα; Πόσα χρήματα επενδύονται για την δημιουργία «καινοτομιών» στη τσίχλα, ενώ θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί για άλλους σκοπούς.

Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο προϊόν είναι μικρό, αλλά δημιουργεί τεράστια κέρδη, οδηγεί τους ισχυρούς πολυεθνικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο να ενδυναμώνουν τις στρατηγικές προώθησης τους χαρτοφυλακίου, με σκοπό να διατηρήσουν τη θέση τους απέναντι στον ισχυρό ανταγωνισμό. Και αυτό τελικά αποστερεί οικονομικούς πόρους, από άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας θα προτιμήσει να χρηματοδοτήσει ένα εργαστήριο που υπόσχεται ότι θα δημιουργήσει μια τσίχλα που αντέχει η γεύση της ένα λεπτό παραπάνω ή μια εταιρεία σχεδιασμού συσκευασίας, αφού το packaging είναι εκείνο που κάνει τη μεγαλύτερη διαφορά στη προτίμηση των καταναλωτών τσίχλας, αντί να χρηματοδοτήσει ένα προϊόν με πιο αμφίβολη επιτυχία, αλλά με προοπτικές βελτίωσης του κοινωνικού συνόλου.

Έτσι, λοιπόν, αναρωτιέμαι κατά πόσο μέσα στον ανταγωνισμό και με τις ορθολογικές οικονομικές επιλογές που έχουν ως κινητήριο δύναμη την μεγιστοποίηση των κερδών ωφελείται η κοινωνία. Δηλαδή, το ότι έχει ο καταναλωτής την ελευθερία να επιλέξει ανάμεσα σε τόσες γεύσεις τσιχλών, που τελικά διαπιστώνεται ότι η επιλογή του τελικά δεν είναι και τόσο ελεύθερη από τη στιγμή που ξεγελιέται μέσα από διαφημιστικά τεχνάσματα, είναι αρκετό για να υποστηρίξουμε τη λειτουργία της φιλελεύθερης οικονομίας; Ή μήπως τελικά, αυτό επιβεβαιώνει το ότι αν αφήσουμε την οικονομία να λειτουργεί ελεύθερα με οικονομικούς όρους, τα αποτελέσματα τελικά δεν είναι τα κοινωνικά επιθυμητά;


Γεωργία Παγιαβλά

Ξεκίνησε την πορεία της ως μαθήτρια στα «Εκπαιδευτήρια Νέα Γενιά Ζηρίδη», συνέχισε ως φοιτήτρια στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ως μεταπτυχιακή στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο «Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών», ενώ παράλληλα ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Αυτή τη περίοδο απασχολείται σε μια αστική ΜΚΟ και παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο.  Χόμπυ της η Λογοτεχνία και οι περίπατοι στην Αθήνα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ