Της Μαρίας Κορδαλή,
Η κοινωνία μας οδεύει προοδευτικά, ήδη στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Και ενώ οι εξελιγμένες τεχνολογίες και οι καινοτομίες του εξωτερικού έχουν διεισδύσει με εμβληματικό τρόπο στην ελληνική νοοτροπία -χαρακτηριστικότατο παράδειγμα αποτελεί η ξενόφερτη μανία για την απόκτηση κινητών τηλεφώνων και συσκευών νέας τεχνολογίας, καθώς και η υιοθέτηση «ξένων συνηθειών» στη διασκέδαση, την ψυχαγωγία, ακόμη και στις μεθόδους μάθησης που ακολουθούμε- η ελληνική κοινωνία παραμένει αρκετά «πίσω» σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα. Αυτό της προσέλκυσης ξένων φοιτητών στα πανεπιστήμιά της.
Κοινό τόπο αποτελεί το μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων φοιτητών που πασχίζουν ετησίως να επιλεχθούν σε ένα διαδραστικό πρόγραμμα ανταλλαγής σπουδαστών, όπως το Erasmus, έτσι ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να φοιτήσουν -έστω και για μικρό χρονικό διάστημα- σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα ανώτερου επιπέδου. Να δουν και να μάθουν πράγματα που το περιορισμένων δυνατοτήτων ελληνικό ακαδημαϊκό πρόγραμμα δε δύναται να τους προσφέρει. Συνηθισμένη επίσης είναι και η περίπτωση Ελλήνων σπουδαστών που δεν επιχειρούν καν να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις σε κάποιο ΑΕΙ, από φόβο αποτυχίας ή και επειδή επιθυμούν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη σε κάποια χώρα του εξωτερικού. Άλλωστε, το φερόμενο και ως BrainDrain, δηλαδή το φαινόμενο της φυγής Ελλήνων (ιδίως νεολαίας) προς αναζήτηση μιας καλύτερης επαγγελματικής τύχης στο εξωτερικό, είναι ιδιαίτερα γνωστό στις μέρες μας.
Έχει αναρωτηθεί, όμως, κανείς γιατί δεν συμβαίνει το αντίστροφο; Για ποιους λόγους, δηλαδή, οι ξένοι φοιτητές δεν επιλέγουν να φοιτήσουν σε ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και αντιθέτως, επιλέγουν την χώρα μας είτε για παραθερισμό, είτε για να θαυμάσουν τα μνημεία και την πολιτισμική μας κληρονομιά;
Η Ελλάδα μπορεί να αποτελεί ιδανικό προορισμό για διακοπές, διασκέδαση και έντονη ψυχαγωγία. Μπορεί, επιπλέον, να είναι ξεκάθαρα η ακρογωνιαία, η λύδια λίθος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, για αυτό και άνθρωποι από όλο τον πλανήτη διασχίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να την επισκεφθούν. Όμως, σε ό,τι αφορά το ακαδημαϊκό της επίπεδο, είμαστε έτη φωτός πίσω. Και όχι από άποψη σπουδαστών ή ακαδημαϊκού προσωπικού. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, είμαστε μια καθαρά υπολογίσιμη «δύναμη». Τα μυαλά μας είναι αποδεδειγμένως «λαμπρά» και έχουν διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς παγκοσμίου κύρους και εμβέλειας. Αυτό που μας κρατά πίσω για ακόμη μία φορά… δεν είναι άλλο από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Σύμφωνα με πρόσφατα διεξαχθείσες έρευνες, ο αλλοδαπός φοιτητής, για να καταφέρει να πάρει πτυχίο στη χώρα μας, πρέπει αρχικά να πληροί κάποια κριτήρια. Κριτήρια που ενδέχεται να είναι αυτονόητα για τον μέσο Έλληνα πολίτη (όπως η κατοχή ΑΦΜ), αλλά για τον αλλοδαπό που επιθυμεί απλώς να φοιτήσει σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο, αποδεικνύονται ακατόρθωτα.
Και αυτό γιατί ο ξένος φοιτητής που επιθυμεί να σπουδάσει σε ελληνικό ΑΕΙ χρειάζεται ΑΦΜ για να νοικιάσει σπίτι και να αποκτήσει κινητό τηλέφωνο με ελληνικό αριθμό. Και για να αποκτήσει ελληνικό ΑΦΜ, πρέπει να έχει έννομα συμφέροντα στο ελληνικό κράτος, να έχει έσοδα-απολαβές σε αυτό, να υποβάλλει φορολογική δήλωση κ.λ.π. Πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο για έναν άνθρωπο που επέλεξε την χώρα μας ως προσωρινό τόπο διαμονής, ώστε να πάρει ένα πτυχίο.
Ακόμη, όμως, και αν τα καταφέρει με την έκδοση ΑΦΜ, αποκτήσει κινητό και σπίτι, θα αντιμετωπίσει σε μεγάλο βαθμό δυσκολία συνεννόησης με τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες. Και αυτό γιατί εκτός από το ότι ελάχιστοι αρμόδιοι μιλούν αγγλικά σε ικανοποιητικό βαθμό, τα σχετικά δικαιολογητικά έντυπα, καθώς και ό,τι άλλο πρέπει να συμπληρωθεί, βρίσκονται μόνο στην ελληνική γλώσσα. Μέχρι και οι ίδιες οι φοιτητικές υπηρεσίες δεν τον βοηθούν. Εκτός από τη δυσκολία συνεννόησης, η έκδοση πάσο (απαραίτητο στοιχείο για όλους τους φοιτητές, καθώς επωφελούνται από αυτό λαμβάνοντας μειωμένα εισιτήρια στα ΜΜΜ του ΟΑΣΑ) απαιτεί δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που ίσως να μην διαθέτει ο ξένος σπουδαστής. Ένα ακόμη καίριο ζήτημα είναι και η δυσκολία έκδοσης βίζα –διαδικασίας περίπλοκης και συχνά δυσεπίτευκτης- κάρτας, δηλαδή, νόμιμης παραμονής του σπουδαστή στην Ελλάδα, ενώ κώλυμα αποτελεί και το κατά πόσο θα του αναγνωριστεί από το ελληνικό ΑΕΙ κάποιος προηγούμενος κύκλος σπουδών (αν πρόκειται για μεταπτυχιακό φοιτητή), ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα τη φοίτησή του.
Παρ’ όλη, όμως, την «γκρίζα» ατμόσφαιρα που επικρατεί σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο θέμα, ιδιαίτερα ευτυχές είναι το γεγονός ότι η διοίκηση του Υπουργείου Παιδείας καταβάλλει συνεχώς τις μέγιστες προσπάθειες προσέλκυσης ξένων φοιτητών στη χώρα μας. Ως κύριο μέλημά της και πρωταρχικό της στόχο, η Υπουργός έχει θέσει τη διαλεύκανση των γραφειοκρατικών ζητημάτων που απασχολούν τον ξένο φοιτητή (όπως η έκδοση ΑΦΜ, πάσο, η εύρεση κατοικίας ή ακόμη και η παροχή στέγης σε φοιτητικές εστίες κοκ), προκειμένου να «δικαιωθεί» η απόφαση του να επιλέξει την Ελλάδα ως τόπο σπουδών του.
Ήδη, λοιπόν, για το τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2020, έχουν δρομολογηθεί από πλευράς του Υπουργείου Παιδείας σημαντικές αλλαγές, που όχι μόνο στοχεύουν στο να καλυτερέψουν τη φοίτηση των αλλοδαπών σπουδαστών στην Ελλάδα, αλλά και να αποδείξουν στις χώρες του εξωτερικού ότι η χώρα μας έχει μπει και αυτή δυναμικά στο παιχνίδι της πανεπιστημιακής εξωστρέφειας και διάδρασης, ακόμη και σε ανταγωνιστικό επίπεδο, με καινοτόμες αλλαγές, όπως η καθιέρωση ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών προς διευκόλυνση των ξένων φοιτητών, η επίλυση των γραφειοκρατικών προβλημάτων που τους απασχολούν κ.λ.π. Το παραπάνω, άλλωστε, μαρτυρούν και οι συνεχόμενες συναντήσεις της ηγεσίας του Υπουργείου με αντίστοιχες των χωρών του εξωτερικού.
Με το βλέμμα να ατενίζει το μέλλον, λοιπόν, μένει να δούμε αν άνοιξαν πραγματικά οι πόρτες των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων μας για τους ξένους φοιτητές, όπως έχουν ανοίξει εδώ και αρκετά χρόνια οι δικές τους για τον Έλληνα σπουδαστή. Όλα, άλλωστε, είναι «προ των πυλών». Δε μένει τίποτα άλλο παρά να ελπίζουμε για το καλύτερο.
Κατάγεται από την Αθήνα. Εκεί ζει, δραστηριοποιείται και ονειρεύεται. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και φιλοδοξεί να ειδικευτεί στους τομείς του ποινικού και το συνταγματικού δικαίου. Πολυάσχολη ως άτομο μιλά δύο ξένες γλώσσες και επιθυμεί να μάθει και τρίτη. Το γράψιμο για αυτήν είναι τρόπος ελευθερίας και έκφρασης, όχι μόνο των σκέψεων αλλά και της ψυχής.