Της Σοφίας Βογά,
Έντονα έχει απασχολήσει τη νομική επιστήμη το ζήτημα αν η άρνηση συνέχισης της ζωής συνιστά κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα, το οποίο ερείδεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και τις ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο».
Ως προς το ζήτημα αυτό έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το άτομο έχει νομική υποχρέωση να ζει και ότι η απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν έχει ποινικοποιηθεί, επειδή στην περίπτωση αυτή υφίσταται ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου του εγκλήματος, αλλά και λόγω της αναποτελεσματικότητας, τόσο σε προληπτικό, όσο και σε κατασταλτικό επίπεδο, της τυχόν επιβληθείσας ποινής.Κατά μία άλλη άποψη, το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, που αφορά τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να συγκλίνει ο Έλληνας νομοθέτης, ο οποίος προβλέπει στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας τη δυνατότητα του θεράποντος ιατρού να χορηγήσει παρηγορητική αγωγή σε ασθενή, ώστε να τον απαλλάξει από αβάστακτους πόνους, χωρίς, όμως, να επισπεύδει με αυτόν τον τρόπο τον θάνατο του πάσχοντος. Δεκτό γίνεται, πάντως, ότι ο ιατρός μπορεί να προβαίνει σε ιατρικές πράξεις, που αποβλέπουν στην ανακούφιση του ασθενούς από τον πόνο, ακόμα κι αν είναι πιθανή η πρόκληση θανάτου, ως παρενέργεια της εφαρμογής της εν λόγω πρακτικής. Στην περίπτωση, δε, που ο ίδιος ο ασθενής αρνείται τη χορήγηση της θεραπείας, ή τη συνέχιση αυτής, ο ιατρός υποχρεούται να απέχει από οποιαδήποτε ιατρική πράξη, σεβόμενος τη βούληση του ασθενούς. Η τακτική, δε, αυτή συνάδει απολύτως και με τη Σύμβαση του Οβίδεο, ήτοι τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 2619/1998. Στο άρθρο 5 του ως άνω νόμου προβλέπεται ότι οποιοδήποτε είδους επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνο αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αφού ενημερωθεί για τους ενδεχόμεους κινδύνους, δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, την οποία μάλιστα δύναται να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε.
Κατά την άποψη, πάντως, του Π.Δ. Δαγτόγλου, το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα και όχι την υποχρέωση της ζωής, καθώς και το δικαίωμα επί της ζωής και όχι επί του θανάτου. Κατά την κρίση του, δηλαδή το Σύνταγμα αφήνει ένα πεδίο ελεύθερης εκτίμησης του νομοθέτη, στη διακριτική ευχέρεια του οποίου εναπόκειται να επιτρέψει την ευθανασία, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις πραγματικές, κοινωνικές και ηθικές συνθήκες της εποχής του, αλλά και το κοινό περί δικαίου αίσθημα όσο και την πιθανότητα να συντελεστεί κατάχρηση του εν λόγω δικαιώματος για εγκληματικούς σκοπούς.
Το ζήτημα της ευθανασίας έχει απασχολήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο δεν έχει πάρει σαφή θέση επί του ζητήματος, αναγνωρίζοντας ότι το ζήτημα της ευθανασίας είναι ακόμη θολό, αφού μόνο σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες έχει αναγνωριστεί νομοθετικά το δικαίωμα στον θάνατο. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, η προσφεύγουσα, η οποία έπασχε από ανίατη νευρολογική ασθένεια, επιθυμούσε να δώσει τέλος στη ζωή της, όμως, λόγω της πάθησής της, δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει και γι’ αυτό χρειαζόταν τη συνδρομή του συζύγου της. Η βρετανική νομοθεσία, μολονότι δεν ποινικοποιούσε την αυτοκτονία, ποινικοποιούσε την παροχή βοήθειας σε τέλεση αυτοκτονίας, με αποτέλεσμα ο σύζυγος της προσφεύγουσας να κινδύνευε να κατηγορηθεί για το εν λόγω έγκλημα, αν παρέσχε τη συνδρομή του. Το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε παραβιάσει ούτε το άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή, αφού αποσαφήνισε ότι «το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ δεν μπορεί, χωρίς καμία στρέβλωση της γραμματικής του διατύπωσης, να ερμηνευθεί σαν να απονέμει το, εκ διαμέτρου αντίθετο δικαίωμα, δηλαδή ένα δικαίωμα στον θάνατο». Παράλληλα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υφίστατο ούτε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, που αφορά της απαγόρευση απάνθρωπης μεταχείρισης των προσώπων, ούτε τα άρθρα 8, 9 και 14 της ΕΣΔΑ, που αφορούν την προστασία της ιδιωτικής ζωής, της ελευθερίας της συνείδησης και την απαγόρευση των διακρίσεων, αντιστοίχως. Πάντως, όπως επισημάνθηκε και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης Haas κατά Ελβετίας, αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη ως προς το ζήτημα της κατοχύρωσης της ευθανασίας.Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατό να δοθεί μια μονοδιάστατη και απόλυτη απάντηση στον εν λόγω προβληματισμό, καθώς αφορά ένα ζήτημα δαιδαλώδες και πολυδιάστατο. Από τη μια, διακυβεύεται το δικαίωμα του ασθενούς, που με ελεύθερη βούληση επιθυμεί να απαλλαγή από μια οδυνηρή πραγματικότητα και να επιλέξει έναν αξιοπρεπή και ανώδυνο θάνατο. Από την άλλη πλευρά όμως, υφίσταται ο κίνδυνος, σε περίπτωση κατοχύρωσης του δικαιώματος της ευθανασίας, να ευτελιστεί η ανθρώπινη ζωή, να γίνει κατάχρηση τους παρεχόμενου δικαιώματος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν εγκληματικοί και παράνομοι σκοποί.
Πηγές
- Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
- Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαίωμα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012
- European Court of Human Rights, Press Unit, End of life and the European Convention on Human Rights
- Το Σύνταγμα της Ελλάδος