11.9 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΠρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα: Γερμανός Καραβαγγέλης

Πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα: Γερμανός Καραβαγγέλης


Της Ανδριάνας Γιάτσιου,

Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Γεννήθηκε το 1866, στη Στύψη της Λέσβου, μεγάλωσε, όμως, στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου αποφοιτά το 1888, χειροτονείται διάκονος και φεύγει στη Λειψία και τη Βόννη της Γερμανίας, όπου σπουδάζει Φιλοσοφία και Θεολογία. Το 1891, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή της Χάλκης. Πέντε χρόνια αργότερα, ψηφίστηκε χωρεπίσκοπος του Πέραν και από εκεί άρχισε πλέον η μεγάλη εθνική του δράση. Η επισκοπή του ήταν μία περιοχή έντονης προπαγάνδας των Γάλλων καθολικών, μέσω του προσηλυτισμού ελληνοπαίδων με σχολεία που διατηρούσαν εκεί, αφού πρώτα όμως μετέβαλλαν τους νέους σε “κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στις παραδόσεις τους”. Ο Καραβαγγέλης εκεί, ενίσχυσε την ελληνική εκπαίδευση και ίδρυσε ελληνικό σχολείο, τερματίζοντας αυτή τη θλιβερή κατάσταση.

Το 1900, ο Γερμανός χειροτονήθηκε μητροπολίτης Καστοριάς, σε ηλικία μόλις 34 ετών. Από τη στιγμή της ενθρόνισής του, με πύρινους λόγους εμψύχωνε το σκλαβωμένο ελληνικό λαό και αναπτέρωνε το ηθικό του, που σκιαζόταν από το φόβο των Βουλγάρων κομιτατζήδων και του τουρκικού ζυγού. Η διαποίμανση οποιασδήποτε Μητρόπολης της Μακεδονίας θεωρούνταν δύσκολο έργο. Γι’ αυτό το λόγο, οι Οικουμενικοί Πατριάρχες επέλεγαν και απέστελναν στη Μακεδονία, νέους ιερείς, μορφωμένους και έτοιμους για οποιαδήποτε θυσία. Από τον πιο μορφωμένο, μέχρι τον τελευταίο αγράμματο άνθρωπο του χωριού, πίστευαν ακράδαντα πως “αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει”, διακρίνοντας έτσι την αναγκαιότητα του αγώνα. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης κατάφερε να οργανώσει ένοπλα σώματα κατά των Βουλγάρων και να γενικεύσει το Μακεδονικό Αγώνα. Επιπλέον, επανέφερε πολλές επαρχίες από τη Βουλγαρική Εξαρχία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα, προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βουλγάρους. Βέβαια, το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα, παρά εθνικο-κεντρικό. Οι προσπάθειές του εκείνες, στέλνοντας σχετικές εκθέσεις στους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαίμη και Θ. Δηλιγιάννη, τελικά απέδωσαν, όταν το 1904 η Ελλάδα, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, απεφάσισε την ενεργή συμμετοχή της στον ένοπλο αγώνα αντίστασης. Ο ελληνικός κλήρος, όπως ήταν επόμενο, υποστήριξε τις κινήσεις του ελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα, ο Γερμανός Καραβαγγέλης και άλλοι ιερωμένοι, να καταστούν εχθροί του Βουλγαρικού Κομιτάτου.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μαζί με τον πρόξενο Μοναστηρίου, Ίωνα Δραγούμη και τον Παύλο Μελά, το 1904, κατέστησαν από τους πιο επίμονους υπερμάχους του κινήματος. Αρχικά, μέσω των κηρυγμάτων του, προσπάθησε να συνετίσει το λαό, λέγοντάς τους ότι ανήκουν θρησκευτικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και μόνο, ως εθνότητα που κατοικούν στην περιοχή, είναι όλοι Έλληνες. Στις ομιλίες του εκείνες δε δίστασε αρχικά να επισκεφτεί τους ίδιους τους κομιτατζήδες, όπως και τον αρχικομιτατζή Βασίλ Τσακαράλωφ. Στα επόμενα, όμως, επτά χρόνια (1900-1907), όταν οι δολοφονίες και οι καταστροφές γενικεύτηκαν, ο μητροπολίτης Καστοριάς ύψωσε το σύνθημα «Βούλγαρος να μη μείνει»…

Αλληλογραφούσε με τον Παύλο Μελά και του έστειλε σφραγίδα με το όνομα που θα χρησιμοποιούσε στον Αγώνα, «Μίκης Ζέζας». Μετά δε τον τραγικό θάνατο του ήρωα, ο ίδιος τον κήδεψε, και όπως αναφέρει: «Μετέφερα από τον Μητροπολιτικό Ναό εις το παρακείμενον περίβολον του Βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών το σεπτό σκήνος του, το κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνήσω τον αοίδιμον Ήρωα».

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού, Βάρδα, έφιππος και με το όπλο στον ώμο, ενέπνευσε και δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την εκδίκηση των σφαγών. Μεταξύ αυτών των αντιποίνων, ήταν και η σφαγή στο Γοριτσάνι, για την οποία, ο μητροπολίτης γράφει: «Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια… Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους, μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας (πρακτόρων), για να μην τους αγγίζει. Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός, μαζί με 300 άντρες κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί – πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους. Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές, επειδή είχα δώσει τον κατάλογό τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί…». Ο ιεράρχης άνοιγε εκκλησίες, τις οποίες είχαν κλείσει οι κομιτατζήδες, έσπαζε τις πόρτες και λειτουργούσε με το όπλο παρά πόδας.

Το 1907, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα, η οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, να αποσύρει το Γερμανό Καραβαγγέλη από τη Μακεδονία. Οι έντονες καταγγελίες των Βουλγάρων και η πίεση που ασκούσε ο Ρώσος πρεσβευτής, ώθησαν τη σουλτανική αυλή σε αυτή την απόφαση. Μετά από μήνες πιέσεων, ο Πατριάρχης αναγκάστηκε να δεχθεί και ο Καραβαγγέλης μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός. Αργότερα, όταν χήρεψε η θέση του μητροπολίτη Αμάσειας, τοποθετήθηκε εκεί, το 1908, με έδρα τη Σαμψούντα. Και εκεί, ο μητροπολίτης φρόντισε για την αναπτέρωση του ηθικού των Ελλήνων, την εκπαίδευσή τους, με τη δημιουργία σχολείων, και την προστασία τους με σύσταση ενόπλων δυνάμεων. Το 1913, μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, διετέλεσε προσωρινά τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου, για ένα περίπου μήνα. Με την επιστροφή του στον Πόντο, αντιστάθηκε σθεναρά κατά των Νεοτούρκων και προστάτεψε μαζί με τη βοήθεια άλλων ιερωμένων, πολλούς Αρμενίους από το μένος των Νεοτούρκων. Για τις ενέργειές του αυτές, συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκε το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά αποφυλακίστηκε χάρη σε ενέργειες του Πατριάρχη Γερμανού Ε’. Το στρατοδικείο του Κεμάλ Ατατούρκ, που εν τω μεταξύ, πήρε τον έλεγχο της κατάστασης με τα όπλα, τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο το 1920 και τον κυνήγησε ανηλεώς. Στις 10 Μαρτίου του 1921, ο Γερμανός Καραβαγγέλης πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Γεώργιο Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ. Η ποντοαρμενική συνεργασία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Το Νοέμβρη του 1921 αν και ήταν ο επικρατέστερος για Πατριάρχης, έδωσε τις ψήφους του στο Μελέτιο Μεταξάκη, ο οποίος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, του προσέφερε την αρχιεπισκοπή Αμερικής ή Ευρώπης. Ο Καραβαγγέλης, όμως, προτίμησε να επιστρέψει στον Πόντο εκεί που τον χρειαζόταν ο Ελληνισμός.

Τον Αύγουστο του 1922, κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, βρισκόταν στο Βουκουρέστι για τη στέψη του Ρουμανού βασιλιά. Έσπευσε στην Κοστάντζα, αλλά τα τουρκικά στρατεύματα του απαγόρευσαν την αποβίβαση από το ατμόπλοιο, αφού έλαβε επιστολή από τον Πατριάρχη ότι εάν αποβιβαζόταν θα συλλαμβανόταν και εκτελούνταν, με βάση την απόφαση του στρατοδικείου. Για να τον προστατέψει, ο Πατριάρχης τον διόρισε μητροπολίτη Ιωαννίνων, όπου και μετέβη με το ίδιο πλοίο. Απομακρύνθηκε, έτσι, οριστικά από τον Πόντο.
Αργότερα μετά και τη Συνθήκη της Λωζάνης, το 1924 ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη, σε μια πολύ μικρή ελληνική κοινότητα με πενιχρή αμοιβή που δεν κάλυπτε ούτε τα έξοδα διαβίωσής του. Ωστόσο, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του μερίμνησε για την ανασύσταση των αποδυναμωμένων ελληνικών κοινοτήτων Βενετίας, Λιβόρνου, Γένοβας, Τεργέστης, Βιέννης και Βουδαπέστης.

Πέθανε πάμπτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στην πόλη Baden λίγο νότια από τη Βιέννη, αλλά η συμβολή του στον Αγώνα θα μένει για πάντα αθάνατη.


Ανδριάνα Γιάτσιου

Γεννημένη το 1997, κατάγεται από τα Γρεβενά και διαμένει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Κατεύθυνση της είναι η Αρχαιολογία, την οποία αγαπά από μικρό παιδί. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και μέτρια γνώση γερμανικών. Στον ελεύθερό της χρόνο, μελετά ιστορία με ιδιαίτερη προτίμηση στη νεότερη και διαβάζει αγγλική λογοτεχνία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ