Της Αλεξάνδρας Οικονόμου,
Στις μέρες μας τίθεται το ερώτημα, αν η αυτοπροβολή είναι οξυγόνο για τη ψυχή ή ανίατη ασθένεια… Πότε καταλήγει να είναι βλάβη για τον ίδιο μας τον εαυτό; Πού βρίσκεται αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην «επιτρεπτή» αυτοπροβολή και στην αλαζονεία;
Η απάντηση δεν είναι ούτε απλή ούτε δεδομένη. Το ζήτημα έχει τις ρίζες του βαθιά… Ξεκινώντας από την παιδική ηλικία, όσο κι αν ακούγεται παράλογο βλέπουμε ότι, όταν μια οικογένεια αποκτά ένα δεύτερο μέλος… ξαφνικά ο πρωτότοκος γιος ή κόρη νιώθει ότι απειλείται… ότι κάποιος άλλος έρχεται στη σκηνή κι κλέβει την παράσταση… ή κατά κυριολεξία την προσοχή όλων. Αυτό δημιουργεί εντονότερα την ανάγκη να τραβήξει την προσοχή με διάφορα κόλπα ή σχέδια, μόνο κι μόνο για να μη χάσει το προνόμιο αυτό. Και μεγαλώνοντας ακόμα ακούνε συχνά οι γονείς διάφορες ερωτήσεις, που δηλώνουν την ανάγκη αυτοπροβολής του παιδιού, όπως για παράδειγμα:
«Μου πηγαίνει αυτό το παντελόνι μαμά;»
«Τι παπούτσια να βάλω;»
Από όλες αυτές τις φρασούλες -ήδη από τη μικρή ηλικία- βλέπουμε ότι το παιδί έχει μια έμφυτη ανάγκη, έως ένα βαθμό να είναι το επίκεντρο της προσοχής. Περαιτέρω, σίγουρα επηρεάζεται κι από κοινωνικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων η οικογένεια και το σχολείο. Το βασικό ζήτημα είναι πότε αυτή η τάση καταλήγει σε ανάγκη, σε εθισμό κι άρα το άτομο πλέον εξαρτάται παθολογικά από το «εγώ» του.
Μπορεί κανείς να ξεκινήσει από μια φωτογραφία (ή πιο συχνά σέλφι) και να μην πάει παρακάτω… Μπορεί, όμως, να καταλήξει και σε πιο επικίνδυνα αποτελέσματα.
Όσο πιο πολύ έχει ανάγκη ένα άτομο την αυτοπροβολή, τόσο πιο ευάλωτο γίνεται. Αν χάσει την προσοχή των άλλων, είτε θα απογοητευθεί και θα οδηγηθεί σε απομόνωση, νομίζοντας ότι έχασε το νόημα της ζωής, είτε θα αντιδράσει ακόμα πιο έντονα, για να τραβήξει την προσοχή (π.χ με ένα προκλητικό ντύσιμο που μπορεί προς στιγμήν να λύσει το πρόβλημα, αλλά δεν είναι παρά μια ασπιρίνη που απλά ανακουφίζει από τον πόνο, όμως, εν τέλει δεν τον καταπολεμά). Την επόμενη φορά που θα το απορρίψουν είναι πιθανό να καταρρεύσει. Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει είναι πως χάνει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ίδιου του του εαυτού -την αυτοεκτίμησή του- εναποθέτοντάς το σε έναν άλλον, του οποίου την εκτίμηση και αποδοχή πρέπει οπωσδήποτε να εισπράξει.
Ακραίες περιπτώσεις καταλήγουν ακόμα και σε φάρμακα, ώστε να αντέξουν την απόρριψη των γύρω τους. Αναμφισβήτητα, παράδειγμα είναι τα δημόσια πρόσωπα που συχνά ζουν κι αναπνέουν για τη δημοσιότητα και την εικόνα. Πράγματι, καταλήγει σε ψυχολογικό πρόβλημα, σε έλλειψη αυτοεκτίμησης ή και σε αντισυμβατική συμπεριφορά. Η διέξοδος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κάτι το ακραίο… το έντονο… ώστε να γίνει ένα ενδιαφέρον κι αξιοπρόσεκτο άτομο.
Οι βασικότερες κατηγορίες ανθρώπων που καταλήγουν σε πάθηση είναι:
- Οι υποκλινικοί ναρκισσιστές
Μεγαλομανείς και επιδειξιομανείς, εκφράζουν την ανάγκη για συνεχή αυτοπροβολή, παρουσιάζοντας μια συνεχή οίηση για τις κατακτήσεις και τα υπάρχοντά τους, τους σπουδαίους και τρανούς φίλους τους και μια ακόρεστη προσδοκία για την ικανοποίηση των επιθυμιών τους, ακόμη και όταν αυτές δεν είναι ηθικές. Πολύ περισσότερο από εγωιστές, αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως το φωτοδότη Ήλιο ενός πλανητικού συστήματος που έχει αυτούς ως κέντρο και όλους τους υπολοίπους ως δορυφόρους. - Οι υποκλινικοί ψυχοπαθείς
Ψυχροί, αδιάφοροι, διπρόσωποι, επιθετικοί, αδυνατούν να συνάψουν σχέσεις ουσίας με τους άλλους προσανατολιζόμενοι αποκλειστικά στο δικό τους σύμπαν και στην ικανοποίηση των δικών τους επιθυμιών. - Οι «μακιαβελιστές»
Το όνομά τους, μια μετωνυμία της στρατηγικής χειραγώγησης και φόρος τιμής στον Ηγεμόνα του Ιταλού διπλωμάτη Νικολό Μακιαβέλι. Οτιδήποτε κάνουν καθοδηγείται από σκοπιμότητα και ακραίο ωφελιμισμό, καθώς πιστεύουν ότι οι άνθρωποι κάνουν καλό μόνο εξ΄ανάγκης. Ωμοί, κυνικοί, πανούργοι, δημιουργούν τις συνθήκες για να επιτύχουν τους σκοπούς τους χωρίς να εκφράζουν την παραμικρή αναστολή. - Αναμφίβολα, η πιο επικίνδυνη κατηγορία είναι οι ψυχοπαθείς που πέρα από τη λύση της ψυχανάλυσης και της ψυχοθεραπείας καταλήγουν στη λήψη φαρμάκων ως αντίδοτο στον εθισμό τους.
Εύκολα, λοιπόν, κατανοεί ο καθένας από εμάς ότι μπορεί μια αθώα φαινομενικά τάση να οδηγήσει σε ακραίες περιπτώσεις. Γι’ αυτό η γνωστή ρήση «παν μέτρον άριστον» είναι εφαρμόσιμη και σε αυτή την περίπτωση, όπου η υπερβολή καταντά αρρώστια.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.