15.2 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος;

Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος;


Της Βασιλικής Οικονόμου,

Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου βρίσκουμε αναφορές στους φύλακες του Δία, τη Βία και το Κράτος. Είναι αυτοί που βοηθούν τον Ήφαιστο να δέσει, κατά την θεϊκή εντολή, τον παραβάτη Προμηθέα στα βράχια του Καυκάσου, για να υποστεί την φρικτή τιμωρία του. Κράτος και Βία, με το πρώτο να συμβολίζει την εξουσία και τη δεύτερη τον τρόπο άσκησής της, εμφανίζονται αλληλένδετα. Αυτή η σύνδεση οδήγησε, χιλιάδες χρόνια αργότερα, τον Τρότσκι να παρατηρήσει πως «κάθε κράτος θεμελιώνεται στη βία» και τον Βέμπερ να ορίσει το κράτος ως τον κάτοχο του «μονοπωλίου της νόμιμης φυσικής βίας». Στον σκόπελο του νόμιμου χαρακτήρα της προερχόμενης από το κράτος βίας, φαίνεται να «σκοντάφτουν» οι σύγχρονες μέθοδοι καταστολής του εγκλήματος.

Προσδιορισμός της έννοιας «κρατική βία»: Κατά το Ποινικό Δίκαιο, βία είναι η μεταβιβαζόμενη σε πρόσωπο ή πράγμα υλική δύναμη που τείνει στον εξαναγκασμό ενός προσώπου. Στόχος της βίας είναι, τελικά, η κάμψη της αντίστασης του εξαναγκαζόμενου, μιας αντίστασης που δεν είναι αναγκαίο να εκδηλωθεί στην πράξη, αλλά αρκεί και να αναμένεται. Παρατηρεί κανείς ότι για να καταφαθεί χρήση βίας, δεν είναι πάντα απαραίτητο να υποστεί το άτομο κάποια κακομεταχείριση που θα καταλήξει σε προσβολή της σωματικής του ακεραιότητας. Αρκεί να καμφθεί η βούλησή του, να περιοριστεί η ελευθερία του (α. 330 ΠΚ). Φυσικά, βία ασκείται και στις περιπτώσεις που η μεταβίβαση υλικής δύναμης σε κάποιο πρόσωπο έχει ως αυτοσκοπό την κακομεταχείριση. Σε αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για βιαιοπραγία, η οποία, ως έννοια γένους, περικλείει την έννοια της βίας, με την τελευταία να συνιστά ειδική μορφή της. Η κρατική βία εκδηλώνεται κυρίως μέσω της αστυνομίας, εφόσον αυτή αποτελεί τον κατεξοχήν κατασταλτικό κρατικό μηχανισμό που αποσκοπεί στην προστασία της έννομης τάξης.

Αστυνομική βία-διακρίσεις: Η αστυνομική δράση διακρίνεται σε προληπτική και κατασταλτική, με την πρώτη να περιλαμβάνει τις ενέργειες που αποσκοπούν στην αποτροπή αξιόποινων πράξεων και τη δεύτερη στη σύλληψη για ήδη τελεσθέν έγκλημα. Η ίδια διάκριση ισχύει και για την αστυνομική βία. Η μεν προληπτική περιλαμβάνει τις προσαγωγές και τη σωματική έρευνα, η δε κατασταλτική, τη σύλληψη. Και στα δύο στάδια πρέπει, σαφώς να εξετάζεται και ο τρόπος διεξαγωγής των αστυνομικών ενεργειών, καθώς, μπορεί μια προσαγωγή που, κατά τα άλλα, πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί ως παράνομη, αν τα κρατικά όργανα κατά την πραγματοποίησή της χρησιμοποιήσουν υπέρμετρη βία. Όταν δεν υπερβαίνει το περιγραφόμενο στο εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο μέτρο, η αστυνομική βία είναι νόμιμη. Αντιθέτως, η ασκηθείσα σε προληπτικό ή κατασταλτικό επίπεδο υπέρμετρη βία είναι παράνομη και «ενεργοποιεί» τη δυνατότητα του προσβληθέντος ατόμου να αντισταθεί, χωρίς αυτή του η αντίσταση να πληροί τη νομοτυπική μορφή του α. 167 §1 ΠΚ (βία κατά υπαλλήλων).Προληπτική αστυνομική δράση: Νομικό πλαίσιο-παρατηρήσεις: Νομική βάση για την πραγματοποίηση των προσαγωγών αποτελεί το α.74 §15 περ. (θ) του π.δ 141/1991. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι στα αστυνομικά καθήκοντα συγκαταλέγεται η μεταφορά στο αστυνομικό τμήμα ατόμων που στερούνται «στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους» ή που δημιουργούν «υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας». Παρατηρεί κανείς ότι, χρησιμοποιώντας τον όρο «υπόνοιες», ο νομοθέτης δίνει στον αστυνομικό ένα ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, που του επιτρέπει να προβεί σε προσαγωγή, ακόμα κι αν δεν υπάρχει αντικειμενική ένδειξη ότι ο «ύποπτος» τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη. Καθίσταται, εν προκειμένω, σαφής ο κίνδυνος αστυνομικής αυθαιρεσίας. Την πραγμάτωση αυτού του κινδύνου αποσκοπεί να «προλάβει» η ρύθμιση του α. 5 §1 περ. (γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, προκειμένου μια προσαγωγή να είναι νόμιμη, χρειάζεται λογικά δεδομένα να δείχνουν ότι η προσαγωγή είναι το «αναγκαίο μέσο για να εμποδίσει τη διάπραξη αδικήματος ή τη δραπέτευση του υπόπτου». Συνδέεται, επομένως, εδώ το στερητικό της ελευθερίας μέτρο με ένα μέγεθος αντικειμενικό (λογικά δεδομένα), ενώ ο Έλληνας νομοθέτης επιλέγει ένα μέγεθος υποκειμενικό (υπόνοιες), και, εν πολλοίς, ασαφές. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει δείξει, αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της προσαγωγής, ότι η χρήση βίας κατά τη διάρκεια της προσαγωγής  μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνο αν αποτελεί απόλυτη ανάγκη («absolute necessity»). Πρακτικά, στη χρήση βίας νομιμοποιείται να προβεί ο αστυνομικός, όταν ηπιότερα μέσα επίτευξης της προσαγωγής (π.χ. προφορικές εντολές) έχουν αποτύχει. Βίαιες ενέργειες που υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο δεν μπορούν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο της προσαγωγής, ενώ, αν ενέχουν κίνδυνο για τη ζωή του ατόμου, προσβάλλουν το α. 2 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή). Για την αποφυγή προσφυγής σε μη νόμιμη βία κατά τη διάρκεια μιας προσαγωγής, το ΕΔΔΑ έχει τονίσει την ανάγκη ύπαρξης ενός σύγχρονου και σαφούς νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται  απαρέγκλιτα, ακόμα και στις «μη προσχεδιασμένες επιχειρήσεις της αστυνομίας» spontaneous operations»)(1).

Νομική βάση για τη διεξαγωγή προληπτικών σωματικών ερευνών αποτελεί το α. 96 §1 περ. β του π.δ 141/1991. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, νόμιμες προϋποθέσεις για τη διενέργεια σωματικών ερευνών είναι η ύπαρξη «σοβαρής υπόνοιας για τέλεση αξιόποινης πράξης ή απόλυτη ανάγκη». Η φράση «απόλυτη ανάγκη» συνδέεται με την αρχή της αναλογικότητας που πρέπει να πληροί η αστυνομική δράση. Η αρχή αυτή υπαγορεύει εν προκειμένω, η σωματική έρευνα να αποτελεί το πλέον πρόσφορο μέσο, ώστε να επιτευχθεί ο κρατικός σκοπός, δηλαδή η πρόληψη της εγκληματικής δράσης. Πρόβλημα αποτελεί η επανάληψη της αόριστης έννοιας «υπόνοια», η οποία φέρνει ξανά στο προσκήνιο ένα στοιχείο αμιγώς υποκειμενικό και αφήνει στον επιληφθέντα αστυνομικό περιθώρια να δράσει με κριτήριο προσωπικές του εκτιμήσεις. Βέβαια, το «θολό τοπίο» που δημιουργεί σ’ αυτό το σημείο το νομοθετικό κείμενο μπορεί να «καθαρίσει» η αποστολή σχετικών υπηρεσιακών εγγράφων από το αρμόδιο υπουργείο προς τις αστυνομικές υπηρεσίες(2).

Κατασταλτική αστυνομική δράση: Νομικό πλαίσιο-παρατηρήσεις: Όπως προαναφέρθηκε, η κατασταλτική αστυνομική δράση περιλαμβάνει τη σύλληψη για ήδη τελεσθείσα αξιόποινη πράξη. Το άρθρο 5 §3 του Συντάγματος αναφέρει πως «κανένας δεν συλλαμβάνεται […]παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος». Τα νομοθετικά κείμενα που μας ενδιαφέρουν είναι  εν προκειμένω ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) και το π.δ 141/1991. Αρχικά, το α. 275 ΚΠΔ ορίζει ότι: «προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα […] κάθε αστυνομικό όργανο, έχει υποχρέωση, να συλλάβει τον δράστη». Στο α. 119 του π.δ περιγράφονται τα στάδια διεξαγωγής της σύλληψης, ενώ με το επόμενο άρθρο επιχειρείται μια περιγραφή της ενδεδειγμένης συμπεριφοράς του αστυνομικού. Αυτή πρέπει να χαρακτηρίζεται από «σύνεση και σταθερότητα» και να μην οδηγεί σε πράξεις ικανές «να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος». Αναφορικά με τη δυνατότητα του αστυνομικού να χρησιμοποιήσει βία, ώστε να επιτευχθεί η σύλληψη, η παράγραφος 2 του α. 120 ορίζει ότι η χρήση βίας («δέσμευση») είναι αναγκαία μόνο όταν ο συλληφθείς «αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής». Επομένως, για να είναι μια σύλληψη νόμιμη, πρέπει να βασίζεται στην αποδεδειγμένη τέλεση μιας αξιόποινης πράξης. Ταυτόχρονα, η χρήση βίας από τον αστυνομικό κατά τη διάρκεια της σύλληψης είναι επιτρεπτή στην περίπτωση που το άτομο αντιστέκεται σ’ αυτήν. Εξάλλου, όταν ο συλληφθείς αντιδρά στη νόμιμη σύλληψη, η συμπεριφορά του πληροί την νομοτυπική μορφή του α. 167§1 ΠΚ («όποιος με βία επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να […] παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή»). Επομένως, το άτομο που βιαιοπραγεί εναντίον του αστυνομικού, για να αποφύγει τη σύλληψη τελεί μια αρχικά άδικη πράξη, εναντίον της οποίας χωρεί άμυνα του αστυνομικού, υπό τους όρους του α. 22 ΠΚ. Ωστόσο, η εν λόγω άμυνα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Αυτό σημαίνει πως η ασκηθείσα από τον αστυνομικό βία, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψη, πρέπει να σταματά όταν η αντίσταση του συλληφθέντος έχει καμφθεί, και να μην προχωρά σε απρόκλητες βλάβες εναντίον του. Η αστυνομική βία που υπερβαίνει αυτό το μέτρο συνιστά άδικη πράξη εναντίον του συλληφθέντος και τιμωρείται, ανάλογα με τη βαρύτητά της, βάσει των διατάξεων για τα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας/βλάβης της ζωής. Αν, μάλιστα, η ασκηθείσα βία έχει ως στόχο την πρόκληση οδύνης «μεγαλύτερης της αναμενόμενης στο πλαίσιο της ποινικής τιμώρησης που συνδέεται με στερητική της ελευθερίας ποινή»(2), το ΕΔΔΑ δέχεται ότι ο αστυνομικός πρέπει να κατηγορηθεί για εξευτελιστική, απάνθρωπη μεταχείριση, βάσει του α. 3  της ΕΣΔΑ, που απαγορεύει τα βασανιστήρια.Παρατηρεί κανείς ότι στο πεδίο της κατασταλτικής αστυνομικής δράσης, το νομοθετικό πλαίσιο είναι σαφές και συγκεκριμένο, χωρίς να αφήνει περιθώρια δράσης ανάλογα με προσωπικές εκτιμήσεις. Επομένως, η αστυνομική αυθαιρεσία σ΄ αυτόν τον τομέα είναι αποτέλεσμα λαθών στην εφαρμογή του νόμου και όχι σε ελλείψεις του κειμένου αυτού καθεαυτού.

Όταν «χάνεται το μέτρο»: Οι καταγγελίες για κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας (αναίτια απογύμνωση νεαρής κοπέλας στο πλαίσιο «τυπικού ελέγχου», βίαιες εισβολές σε σπίτια πολιτών χωρίς εισαγγελική εντολή, «βασανισμοί» στην  ΓΑΔΑ κ.α.) δείχνουν ότι τα αστυνομικά όργανα, κάποιες φορές χάνουν το μέτρο και διολισθαίνουν σε πράξεις που δεν αρμόζουν στη λειτουργία ενός γνήσιου δημοκρατικού καθεστώτος. Η απάντηση ενός οργανωμένου κράτους πρέπει να περιλάβει τη θέσπιση ενός πιο συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου αναφορικά με τις προϋποθέσεις άσκησης βίας κατά την προληπτική αστυνομική δράση. Ταυτόχρονα, σε πιο πρακτικό επίπεδο, ήδη συζητείται η επιστράτευση «αστυνομικών-οπερατέρ» που θα καλύπτουν τις αστυνομικές επιχειρήσεις, ώστε να διευκολυνθεί η εξέταση καταγγελιών κρουσμάτων βίας. Ενδεχομένως, η σχετική πρωτοβουλία φανεί πιο αποτελεσματική, αν τον σχετικό ρόλο αναλάβει κάποια ανεξάρτητη αρχή (π.χ. υπηρεσία του Συνηγόρου του Πολίτη), ώστε να αποφευχθεί τυχόν συγκάλυψη αστυνομικής αυθαιρεσίας. Η αστυνομία, προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος της και να εκπληρώσει τον σκοπό της, καλείται να λάβει τα κατάλληλα προς παραδειγματισμό μέτρα για όσα μέλη της προβαίνουν σε αποδεδειγμένα έκνομες πράξεις, οι οποίες παραπέμπουν σε εποχές που η αστυνομική δράση λειτουργούσε ως «φίμωτρο».

Σε ένα οργανωμένο και ευνομούμενο καθεστώς, η αστυνομία πρέπει να εμπνέει στον πολίτη ασφάλεια και όχι φόβο. Πρέπει να φροντίζει για την τήρηση του νόμου και όχι να τον καταπατά, καταχρώμενη την εξουσία της. Διαφορετικά, η ολίσθηση σε πρακτικές ανελεύθερων καθεστώτων είναι ορατή και τουλάχιστον, ανησυχητική.


(1)Μακαρατζής εναντίον Ελλάδος, (υπ’ αριθ. 50385/99)

(2)«Οι προσαγωγές ατόμων ως προληπτική και κατασταλτική ενέργεια στην άσκηση της αστυνομικής αρμοδιότητας», έγγραφο του Υπουργού Δημοσίας Τάξης  προς όλες τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας (Αριθ. Πρωτ: 7100/22/4α)


Πηγές
  • Αϊδινλής Στέργιος, Ντόγκαρης  Αχιλλέας,  Τσιρονίκου Ειρήνη, Κρατική βία και κατάχρηση εξουσίας, Pro Justitia, Τομ. 1 (2015)
  • Δοξιάδης Απόστολος, Όταν η βία γίνεται νόμος, Η καθημερινή (08/01/2017)
  • Ομάδα Νομικής Βοήθειας για αστυνομική βία: Δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, https://www.in.gr/2019/12/21/greece/omada-nomikis-voitheias-gia-astynomiki-via-den-einai-memonomena-peristatika/(21/12/2019)

Βασιλική Οικονόμου

Γεννήθηκε στο Βόλο τον Μάρτιο του 1999. Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Βόλου το 2017. Σπουδάζει έκτοτε στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και γαλλικών και απλή γνώση γερμανικών. Συμμετέχει σε σεμινάρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της, ενώ έχει συμμετάσχει στο RhodesMRC 2019. Η αρθρογραφία είναι για εκείνη ένα μέσο να διευρύνει τις νομικές της γνώσεις.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.