Του Αθανάσιου Μαντζώλα,
Η συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με την προεδρία της ελληνικής δημοκρατίας έχει μετατοπιστεί όπως κάθε σοβαρό ζήτημα -κατά την συνήθη τάση που επικρατεί στη σύγχρονη πολιτική- στο χώρο των εντυπώσεων. Αναζητείται εκείνη η πρόταση, η θέση, η ατάκα που θα προκαλέσει στο κοινό το επιθυμητό συναίσθημα, που θα κλέψει τις εντυπώσεις. Δεν γίνεται λόγος επί της ουσίας και μέχρι στιγμής δεν έχει ακουσθεί το όνομα ενός σοβαρού ανθρώπου για το συμβολικό πλην όμως σημαντικό αυτό αξίωμα.
Η συνήθης τακτική των τελευταίων χρόνων είναι η εκάστοτε κυβέρνηση να προτείνει για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας έναν αποτυχημένο πολιτικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος εξασφαλίζει πέραν της ψήφου του κυβερνώντος κόμματος και την ψήφο του κόμματός του. Προϊόν τέτοιας κομματικής συναλλαγής αποτελεί και ο νυν πρόεδρος. Η αντίδρασή του -ή μάλλον η αδράνειά του- στο κάψιμο της πρωτεύουσας το 2008 έχω την αίσθηση ότι αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν κριτήριο για τη πρότασή του το 2015. Η θητεία του ταυτίστηκε με την διακυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και η ενοχική στάση του απέναντι σε κρίσιμα ζητήματα αυτής της περιόδου, όπως το δημοψήφισμα του 2015 και το Σκοπιανό, έχει δημιουργήσει αλγεινή εντύπωση στην συνείδηση των Ελλήνων τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον θεσμό που πρεσβεύει.
Το πολιτικό σύστημα δεν νομίζω ότι έχει να προτείνει κάτι. Δεν έχει να υποδείξει σήμερα μια προσωπικότητα που να αποτελεί πρότυπο και να ενώνει όλους τους Έλληνες. Αντιθέτως, υπάρχουν σημαντικές προσωπικότητες που διαπρέπουν στον ακαδημαϊκό χώρο, εθνικό και διεθνή. Πρόκειται για μια άλλη Ελλάδα που δεν περικλείεται από σύνορα και μας κάνει διαχρονικά υπερήφανους. Άνθρωποι μορφωμένοι -και δεν αναφέρομαι μόνο σε περγαμηνές-, με κύρος και ανάστημα, αποστασιοποιημένοι από το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, που ο καθένας τους μπορεί επάξια να κατέχει τον τίτλο του πρώτου πολίτη και να δικαιολογεί τα υπέρογκα ποσά που ξοδεύει από τον κρατικό κορβανά η προεδρία της δημοκρατίας.
Η Ελένη Αρβελέρ, κορυφαία Ελληνίδα ιστορικός και πρώτη γυναίκα πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700 χρόνων ιστορία του, έχει προσφέρει πολλά στην Ελλάδα και δεν έχει λάβει στη ζωή της ούτε δραχμή -κατά το κοινό- από το ελληνικό δημόσιο. Ο Χρήστος Γιανναράς, ο Βασίλειος Μαρκεζίνης επί παραδείγματι και πάμπολλοι άλλοι αποτελούν σήμερα ανεκμετάλλευτο υλικό, η δε παρουσία τους σε πολιτικές θέσεις θα απελευθερώσει την ελληνική πολιτική από τα κομματικά στεγανά και θα της προσδώσει κύρος και ουσία.
Όλα αυτά, φυσικά, παρασάγγας απέχουν από την πραγματικότητα και μάλλον κινούνται στη σφαίρα του φαντασιακού. Η κυβέρνηση τηρούσα τις παραδοσιακές κομματικές συνταγές ενδεχομένως θα επιλέξει είτε κάποιον από τον δικό της χώρο -έχει αυτήν την δυνατότητα μετά την τροποποίηση του ελληνικού Συντάγματος-, είτε κάποιον από τον περιώνυμο ιστορικό χώρο της αριστεράς, ή απλώς κάποια άσημη μετριότητα, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπερ και πιθανότερο. Το μόνο σίγουρο είναι πως η αναγγελία του ονόματος δεν θα μας εκπλήξει.
Γεννήθηκε το 1999 στην Βέροια Ημαθίας. Αποφοίτησε το 2017 από το Γενικό Λύκειο Μελίκης και έκτοτε φοιτά στην Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.