Της Άλκηστης Κατσάλη,
Στις 9 Ιανουαρίου 1908, γεννιέται η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, σύμβολο του Φεμινισμού και μία από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα. Η ζωή και η σκέψη της ξέφευγαν από τα στενά φεμινιστικά πλαίσια, περιπλέκονταν με τον υπαρξισμό, την Αριστερά, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τη Γαλλική διανόηση και επηρέασαν σε επίπεδο ιδεών και φαινομένων την κοινωνία. Στα μέσα του 1949, η Σιμόν ντε Μποβουάρ δημοσιεύει «Το Δεύτερο Φύλο» (Le Deuxième Sexe), ένα έργο που σήμερα είναι γνωστό ως «η βίβλος του φεμινισμού» και που, σε κάθε περίπτωση, δίνει μια ριζοσπαστική ερμηνεία στο τι είναι γυναίκα. Για πρώτη φορά, η ταυτότητα της γυναίκας παρουσιάζεται ως κάτι μη φυσικό και μη δεδομένο, ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που συντηρεί συγκεκριμένες σεξουαλικές σχέσεις εξουσίας: «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι». Η Σιμόν αναδεικνύεται σε αρχιέρεια του φεμινισμού κατά την ταραγμένη δεκαετία του ’60, ένα κίνημα που έχει ξεφύγει από τη διεκδίκηση ψήφου και ίσων δικαιωμάτων, και θέλει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες.
Με αφορμή, λοιπόν, την ημέρα γέννησης αυτής της Γυναίκας, είναι ευκαιρία να αναφερθούμε στη θέση της γυναίκας τον 21ο αιώνα και κατά πόσο θεωρείται, ακόμα και σήμερα, «αδύναμο» φύλο. Η σύγχρονη εποχή βρίσκει τις γυναίκες να έχουν αποκτήσει -σε νομικό, τουλάχιστον, επίπεδο- πλήρη εξίσωση με τους άνδρες. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα στερεοτυπικά κατάλοιπα που συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να προκαλούν δυσαρμονίες σε ό,τι ονομάζουμε ισότητα των δύο φύλων.
Στον επαγγελματικό χώρο, η γυναίκα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, αντιμετωπίζεται ακόμη με τρόπο άνισο, εφόσον οι θέσεις ευθύνης που έχουν και τις καλύτερες οικονομικές απολαβές καταλαμβάνονται κυρίως από άνδρες. Παρά το γεγονός ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ποσόστωση των προλήψεων στις επιχειρήσεις -υποχρέωση πρόσληψης ικανού αριθμού γυναικών- έχουν επιφέρει μια σχετική εξισορρόπηση στην αναλογία των δύο φύλων, δεν έχουν κατορθώσει εντούτοις να αντιμετωπίσουν τις σχετικές προκαταλήψεις που δίνουν σταθερά το προβάδισμα στους άνδρες στις διευθυντικές θέσεις. Στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής, το στερεότυπο της γυναίκας-μητέρας που αναλαμβάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού εξακολουθεί να πιέζει αρκετές εργαζόμενες γυναίκες, οι οποίες δεν έχουν καμία στήριξη από την πολιτεία.
Απολύτως κατακριτέα είναι και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας -τόσο σωματικής, όσο και ψυχολογικής- που καθιστούν εμφανή την αδυναμία της κοινωνίας να αποσοβήσει το ενδεχόμενο κατάχρησης της σωματικής υπεροχής των ανδρών έναντι των γυναικών. Παρά τις νομικές ρυθμίσεις που έχουν διασφαλίσει την πλήρη εξίσωση των δύο φύλων, δεν είναι εξίσου εύκολη η απάλειψη όλων εκείνων των στερεοτυπικών αντιλήψεων που συνοδεύουν το γυναικείο φύλο. Έτσι, είναι συχνό φαινόμενο να έρχονται οι γυναίκες αντιμέτωπες στην καθημερινότητά τους με υποτιμητικά σχόλια, με αμφισβητήσεις -είτε άμεσα εκφρασμένες, είτε υπονοούμενες- για τις επαγγελματικές τους ικανότητες, αλλά και με πρόδηλα ρατσιστικές συμπεριφορές. Η αλήθεια είναι ότι οι γυναίκες εξαναγκάζονται έτσι να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ό,τι οι άνδρες, προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους και να διασφαλίσουν τον σεβασμό του κοινωνικού και επαγγελματικού τους περίγυρου.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι παρά τις διακυμάνσεις από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία, κοινός παρονομαστής όλων των πολιτισμών ήταν η αντίληψη ότι ο άνδρας είναι ο δυνατός και έχει τα πρωτεία σ’ όλους τους τομείς της ζωής, ενώ η γυναίκα είναι ον αδύναμο, κατώτερο από τον άνδρα, αλλά χρήσιμο για να τον υπηρετεί. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρείται ούτε η περίφημη Αθηναϊκή Δημοκρατία, ούτε, κατά τους νεότερους χρόνους, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και σήμερα δεν έχουν απαλειφθεί εντελώς οι στερεοτυπικές αντιλήψεις για τη θέση των γυναικών, γεγονός που αποδεικνύει την αδυναμία του ανθρώπου, όχι μόνο ως κοινωνικό σύνολο, αλλά και ως άτομο μεμονωμένο, να προοδεύσει και να δεχτεί τις αλλαγές που επιτελέστηκαν στην κοινωνία, μέσα από τους αγώνες των γυναικών για ισότητα.
Γεννημένη το 2000 και μεγαλωμένη στα Γρεβενά. Σπουδάζει Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατά καιρούς παρακολουθεί διάφορες επιμορφώσεις στον τομέα της, φέροντας έντονο ενδιαφέρον στην Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία. Στον ελεύθερό της χρόνο επιλέγει να διαβάζει ιστορικά βιβλία και ποίηση.