Του Θάνου Κουλουβάκη,
Ο παραπάνω τίτλος, ίσως, φανεί βαρύγδουπος αν μη τι άλλο· όμως η αλήθεια είναι πως -κατά την άποψή μου– είναι ακριβής και μας κατευθύνει ακριβώς σε αυτό που επιθυμώ να περιγραφεί στο άρθρο που διαβάζετε. Αν, βέβαια, αναμένετε να διαβάσετε παρακάτω εξίσου βαρύγδουπες κριτικές για έργα τέχνης, ή ύμνους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα καλλιτεχνών, τότε σίγουρα αυτό το άρθρο δε θα σας καλύψει.
Διότι δεν πρόκειται να παινέψω πέντε –ή δέκα– συγκεκριμένους και κατά πάσα πιθανότητα ήδη εδραιωμένους καλλιτέχνες, ούτε να πω πόσο η τέχνη έχει βοηθήσει εμένα ή άλλους ανθρώπους να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες της ζωής (;) όταν δεν είχαμε πια άλλη διέξοδο… Κοινώς, δε σκοπεύω να προβάλλω κανέναν και τίποτα. Απλώς θα θέσω μερικούς προβληματισμούς, τους οποίους ενδεχομένως αρκετοί και αρκετές έχουν ήδη θέσει πριν από εμένα. Μάλιστα, πιστεύω ότι αρκετά από όσα θα αναφέρω ίσως τα έχετε σκεφτεί κι εσείς. Ο στόχος μου, πάντως, δεν είναι να γίνουμε αυτοαναφορικοί και να αναπαράγουμε διαρκώς τα ίδια πορίσματα, αλλά να αντιληφθούμε πραγματικά αν όσα υποστηρίζουμε στέκουν.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα «νέοι» και σαφώς επιτυχημένοι (;) καλλιτέχνες ξεπηδούν και παρουσιάζουν έργα τους· γεμίζουν σελίδες με τις ιστορίες τους, σχετικά με το πώς ξεκίνησαν και το πώς κατέληξαν να είναι γνωστοί –κοινώς αρκετά famous ώστε να τους αναγνωρίζει ο μέσος άνθρωπος– και συχνά όταν τελειώνει η εκάστοτε ιστορία, εμείς υποτίθεται ότι πρέπει να σκεφτούμε «δες πόσο δύσκολα πέρασε κι όμως τα κατάφερε». Βέβαια, ακόμα ψάχνω να βρω την απάντηση στο πώς κατάφερε η ιστορία του καλλιτέχνη να ακουστεί μαζικά, ώστε να την ξέρουν τόσοι πολλοί άνθρωποι· όμως αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
Ο λόγος που σχολιάζω το παραπάνω γεγονός είναι διότι βλέπω κάτι που δεν καταλαβαίνω, ούτε πώς ξεφύτρωσε, αλλά ούτε και προς τα πού οδεύει. Βλέπω καλλιτέχνες –κι όχι έναν ή δύο– να γίνονται εσκεμμένα ή μη αυτοαναφορικοί (τι λέγαμε παραπάνω;) σε τέτοιο βαθμό που δεν ξέρω εν τέλει αν το κοινό αγαπά και ταυτίζεται με το έργο τους ή με τους ίδιους. Από τη μία, το να ταυτίζεται κάποιος με την ιστορία σου ή με εσένα σαν άνθρωπο είναι ανθρώπινο και πολλές φορές απίστευτα ευεργετικό και για τις δύο μεριές. Το ζήτημα είναι ότι όταν αυτό γίνεται στο χώρο της τέχνης, πόσο αμερόληπτο μπορεί να είναι εκ των υστέρων το κοινό; Αν, δηλαδή, καταφέρεις με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο να «αρέσεις», έτσι γενικά κι αόριστα, μπορείς θεωρητικά να πουλάς τα πάντα και μάλιστα να βαπτίζεις ό,τι κάνεις «τέχνη» ή όπως εσύ επιθυμείς;
Εφόσον έχεις δημιουργήσει μία στρατιά φανατικών οπαδών που οτιδήποτε αποφασίσεις να προβάλεις, θα το καταπιούν αμάσητο, έπειτα δε χρειάζεσαι τίποτα άλλο για να θεωρείσαι επιτυχημένος. Όσες κακές κριτικές και να πάρουν τα έργα σου, όση δυσφήμιση κι αν προσπαθήσουν να σου κάνουν, επί της ουσίας θα σε διαφημίζουν ολοένα και περισσότερο. Μπορώ να σκεφτώ αρκετές τέτοιες περιπτώσεις σύγχρονων καλλιτεχνών παντός είδους, όμως δε θα απαριθμήσω ούτε μία από αυτές –για ευνόητους λόγους-.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν καλλιτέχνες που απευθύνονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό και σνομπάρουν ευθέως την πλειοψηφία των ανθρώπων. Δημιουργούν, συνεπώς, μία τέχνη για λίγους, η οποία είναι αφιλόξενη και απρόσιτη. Σε αυτήν την περίπτωση όχι μόνο υποτιμούν ανθρώπους, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι από μόνο του κακό, αλλά δημιουργούν και μία πλασματική «ελίτ», η οποία υποτίθεται ότι είναι ικανή να δει και να κατανοήσει ό,τι οι υπόλοιποι αδυνατούν να δουν.
Μέσα από τα παραπάνω παραδείγματα διαμορφώνεται θεωρώ μία απορία, την οποία αποτυπώνω στον τίτλο του εν λόγω άρθρου. Η κοινωνία μας ποιά τέχνη χρειάζεται; Και εφόσον έχετε διαβάσει όλα τα παραπάνω, νομίζω ότι μπορώ δικαίως να αναρωτηθώ και ποιούς καλλιτέχνες χρειάζεται. Διότι –κατά τη γνώμη μου- δε χρειαζόμαστε κι άλλες περσόνες που θα κάνουν περισσότερο life coaching παρά τέχνη. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που πραγματικά αγαπούν αυτό που κάνουν!
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.