Της Σοφίας Βογά,
Σε πρόσφατο και προφανώς αναπόφευκτο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, από μια συζήτηση που αρχικά φαινόταν από αδιάφορη ως βαρετή και τυπική, μου γεννήθηκαν απορίες για τις βαθιά ριζωμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας, σχετικά με τη θέση και το ρόλο της γυναίκας σήμερα. Όταν, κατόπιν σχετικής ερώτησης, απάντησα ότι είμαι δικηγόρος, έλαβα την εξής τραγελαφική απόκριση και μάλιστα από γυναίκα νεαρής σχετικά ηλικίας: «Δικηγόρος, ε; Δύσκολη δουλειά για γυναίκα… Δύσκολα συνδυάζεται με οικογένεια και παιδιά…».
Εν έτει 2020, αν και ευαγγελίζομαστε ως κοινωνία ότι η ισότητα των δύο φύλων θεωρείται δεδομένη και αναμφισβήτητη, οι διακρίσεις και η σεξιστική αντιμετώπιση σε βάρος των γυναικών, καλά κρατούν. Τι κι αν η ισότητα των φύλων κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του Συντάγματός μας; Τι κι αν σήμερα οι γυναίκες ανταποκρίνονται με επιτυχία στους δαιδαλώδεις και συχνά αντικρουόμενους ρόλους που έχουν αναλάβει, ως σύζυγοι, επαγγελματίες, μητέρες; Στο τέλος της ημέρας στην Ελλάδα, υφίσταται ακόμη διάκριση μεταξύ γυναικείων και αντρικών επαγγελμάτων, οι γυναίκες συχνά αμείβονται λιγότερο από τους άντρες συναδέλφους τους, αν και παράγουν εργασία ίσης ή και μεγαλύτερης αξίας και είναι εξίσου καταρτισμένες με εκείνους, μαστίζονται από την ανεργία και αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους, απασχολούμενες με το νοικοκυριό και τη φροντίδα των παιδιών, την ίδια στιγμή που οι σύζυγοί τους προσηλώνονται στην επαγγελματική τους ανέλιξη και καταξίωση.
Τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων, που δημοσίευσε το Δείκτη Ισότητας των Φύλων για το έτος 2019 επιβεβαίωσε τις παραπάνω κρίσεις, αφού η Ελλάδα βρίσκεται στη τελευταία θέση ανάμεσα σε 28 χώρες στα ζητήματα που αφορούν την ισότητα των φύλων και ιδίως σε ό,τι αφορά τις ανισότητες στον εργασιακό χώρο, στην οικονομική ανεξαρτησία, στην κατανομή του χρόνου των δύο φύλων, στη συμμετοχή σε κέντρα λήψης αποφάσεων, αλλά και στην ισότητα ευκαιριών.
Το νομοθετικό πλαίσιο που έχουμε στην Ελλάδα αναφορικά με τα ζητήματα φύλου μένει ανεφάρμοστο, ενώ τα στερεότυπα είναι χαραγμένα στη συνείδηση της κοινωνίας, την ίδια στιγμή που τα ΜΜΕ οξύνουν το πρόβλημα, καθώς έστω και υπογείως, πολλές φορές και ασυνείδητα υποστηρίζουν θέσεις που προωθούν, αντί να καταδικάζουν την έμφυλη βία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι η οικονομική κρίση και ειδικότερα η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, με τον περιορισμό των προνοιακών παροχών, λειτούργησαν εις βάρος των γυναικών, οι οποίες επωμίστηκαν και τους ρόλους αυτούς, εις βάρος της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.
Κι ενώ οι γυναίκες έχουν κάνει σπουδαία βήματα, τόσο σε επίπεδο επιχειρηματικότητας, όσο και σε επίπεδο μόρφωσης και κατάρτισης, για πολλούς, ακόμα και σήμερα ο ρόλος τους περιορίζεται στη δημιουργία οικογένειας, στην ανατροφή των παιδιών ή στην καλύτερη περίπτωση, στην εύρεση μιας εργασίας ανώδυνης, χωρίς ευθύνες και προοπτικές ανέλιξης, η οποία μάλιστα θα τους αποφέρει πενιχρά έσοδα, την ίδια στιγμή που το γυναικείο φύλο στη χώρα μας υπο-εκπροσωπείται στην πολιτική σκηνή, αλλά και σε άλλα καίριας σημασίας κέντρα λήψης αποφάσεων.
Οι διαπιστώσεις αυτές οδηγούν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα. Πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα καταπολέμησης των έμφυλων διακρίσεων, μέσα από την ίδρυση επί παραδείγματι κρατικών παιδικών σταθμών, που θα φροντίζουν τα παιδιά, όσο οι μητέρες εργάζονται, την ενίσχυση του ρόλου της γραμμής SOS 15900, που παρέχει στήριξη σε γυναίκες-θύματα έμφυλης βίας, αλλά και μέσα από την ενθάρρυνση των αντρών να λαμβάνουν τις γονικές άδειες, που δικαιούνται, αλλά και να συμβάλλουν σε καθημερινή βάση στη φροντίδα και ανατροφή των παιδιών, αλλά και στις δουλειές του σπιτιού, ώστε να πραγματοποιείται μια ισόρροπη κατανομή αρμοδιοτήτων και ευθυνών στον πυρήνα της οικογένειας.
Μόνο μέσα από μια οργανωμένη και ολιστική θεώρηση του ζητήματος, είναι δυνατόν να εξευρεθούν αποτελεσματικές λύσεις, που πράγματι θα συμβάλλουν στην εξάλειψη παντός είδους ανισοτήτων, ενώ ταυτόχρονα η έμπρακτη αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των γυναικών μπορεί να λειτουργήσει κατά τρόπο καταλυτικό στην εξάλειψη του φαινομένου αυτού. Το βασικότερο, όμως, είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η σχέση μεταξύ των δύο φύλων δεν είναι ούτε συγκρουσιακή ούτε ανταγωνιστική. Στον αντίποδα, απαιτείται να είναι μια σχέση συνεργασίας, αλληλοκατανόησης, αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης. Γι’ αυτό και πρέπει να καταστεί σαφές ότι η έμφυλη ισότητα δεν είναι μια μάχη μόνο των γυναικών, αλλά μια πρόκληση και ένας αγώνας ολόκληρης της ανθρωπότητας για τη δημιουργία μιας πιο ισορροπημένης, δίκαιης και υγιούς κοινωνίας!
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.